Σε δύσκολους καιρούς κρίσεων, ακόμα και οι πιο διστακτικοί ή αδιάφοροι, καταλαβαίνουν ότι κάτι δεν πάει καλά με το κυρίαρχο σύστημα οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας. Ιδίως με τη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του, που θα άφηνε την πλοήγηση του πλανήτη στη σοφία της αυτορυθμιζόμενης αγοράς. Για την αριστερά, που έχει χρέος ακόμα και σε «ανύποπτους» χρόνους να τονίζει την ανάγκη να απαλλαγούμε από αυτό το σύστημα, προς όφελος ενός έλλογου και χωρίς εκμετάλλευση τρόπου οργάνωσης οικονομίας και κοινωνίας, το καθήκον αυτό γίνεται ακόμα πιο επιτακτικό σήμερα που γεννιούνται ερωτηματικά και αναπλάθονται συνειδήσεις. Με την υπενθύμιση, βέβαια, ότι αυτό δεν αρκεί να γίνεται με τη μορφή αχρονικής επαγγελίας, αλλά να μεταφράζεται σε συγκεκριμένη πολιτική για τα προβλήματα της συγκυρίας.
Για να μην αλλάξουν «όλα και τίποτα»
Η ανάγκη αυτή γίνεται σήμερα πιο πιεστική, καθώς βρισκόμαστε μπροστά σε μια κυβέρνηση με ανοιχτά διακηρυγμένες νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις και πολιτικές, που, όμως, αντιλαμβάνεται κι αυτή ότι ο κόσμος νιώθει πως δεν πάει καλά με τα δόγματα που τον ταΐζουν επί δεκαετίες και κάτι πρέπει ν’ αλλάξει. Γι’ αυτό επιχειρεί να καταστείλει αυτή την τάση εμφανίζοντας μια διάθεση για αλλαγή και διόρθωση λαθών, που έχουν γίνει σε κάποιο απροσδιόριστο «παρελθόν». Και προτείνει ήδη τα δικά της φάρμακα, που προκαλούν την ψευδαίσθηση ότι το κακό θεραπεύτηκε. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από την προσεκτική ανάγνωση του πολλοστού «διαγγέλματος» του πρωθυπουργού. Η αριστερά, που την τίμησε η ψήφος του λαού τοποθετώντας τη στην αξιωματική αντιπολίτευση, οφείλει να έχει έτοιμη μια πολιτική πρόταση-αντίδοτο, που θα καταπολεμά τις ψευδαισθήσεις και θα υποδεικνύει λύσεις που στοχεύουν στις αιτίες και όχι μόνο στα συμπτώματα.
Μήπως, όμως, επικρίνοντας τόσο πολύ το πρόσφατο πρωθυπουργικό «διάγγελμα» τού δίνουμε μεγαλύτερη σημασία απ’ όση έχει; Θα ήταν λάθος να πιστέψουμε κάτι τέτοιο, γιατί το περιεχόμενο και το ύφος του προδιαγράφει, όπως φαίνεται, τη στρατηγική που σχεδιάζει να ακολουθήσει η κυβέρνηση μεσοπρόθεσμα: αξιοποιώντας τη δικαιολογημένη αποδοχή των περιοριστικών μέτρων και τη θετική απόδοσή τους, θα επιχειρήσει να παρουσιάσει ένα πρόσωπο κοινωνικά ευαίσθητο, γενικότερα αποδεκτό, με υποτιθέμενη αυτοκριτική διάθεση, αλλά χωρίς έμπρακτες αποδείξεις, χωρίς ουσιαστική αλλαγή προσανατολισμού. Με οικειοποίηση και αναγνώριση της προσπάθειας των πρωταγωνιστών της μάχης κατά της πανδημίας, αλλά χωρίς αποδοχή και κατοχύρωση της θέσης και του ρόλου τους στην κοινωνία και την οικονομία. Παραδείγματα; Ων ουκ έστιν αριθμός.
Μεταρρυθμιστικό πρόσωπο, νεοφιλελεύθερη ψυχή
Το υμνολόγιο υπέρ των εργαζομένων του ΕΣΥ –«θαύμασα τις ικανότητες, την αφοσίωση, τη θέλησή τους»- δεν διαδέχεται οποιαδήποτε αποδοχή χρόνιων αιτημάτων τους, που αποτελούν και στοιχεία ενίσχυσης και βελτίωσης του συστήματος δημόσιας υγείας. Ούτε καν μια γενική υπόσχεση εγκατάλειψης των νεοφιλελεύθερων δογμάτων, που εμπεριέχονται στο πρόγραμμα της ΝΔ και προδιαγράφουν τη διαρκή υπονόμευση του δημόσιου συστήματος υπέρ της ιδιωτικοποίησης της υγείας. Αντίθετα, το «διάγγελμα» είναι γεμάτο υπαινιγμούς για ένα «νέο ΕΣΥ που χτίζεται ήδη» (ως προς τι νέο;), όπου «μαζί με τα κτίρια και τα τεχνικά μέσα εκσυγχρονίζονται και οι αντιλήψεις για το ρόλο και τον τρόπο λειτουργίας της δημόσιας υγείας (…) Η αναμόρφωση του ΕΣΥ δεν σταματάει εδώ». Ποιων οι αντιλήψεις εκσυγχρονίζονται, άραγε; Της ΝΔ ή των «κρατιστών» και «λαϊκιστών»; Δεν θα το μάθει κανείς, καθώς οι διατυπώσεις είναι τόσο προσεγμένα αόριστες, ώστε, ενώ αφήνεται να εννοηθεί ότι η ΝΔ μπορεί και να άλλαξε αντιλήψεις, στην πραγματικότητα δεν βρίσκεται ίχνος αποδοχής των αντιλήψεων που εκφράζουν τους ανθρώπους εκείνους, των οποίων ανέξοδα επαινεί «τις ικανότητες, την αφοσίωση και τη θέληση» ο πρωθυπουργός.
Ενώ διέθεσε μεγάλο μέρος του «διαγγέλματος» για να μας πείσει ότι «διαλύθηκαν μύθοι δεκαετιών», που εμπόδιζαν την ανάπτυξη αισθήματος «εμπιστοσύνης στο κράτος και την κυβέρνηση» (ποιος έθρεψε, άραγε, αυτούς τους «μύθους»; και γιατί εμπιστοσύνη στο κράτος, στο δημόσιο σημαίνει εν είδει ταυτότητας εμπιστοσύνη στην κάθε κυβέρνηση;) και να μας εξηγήσει ότι «το κράτος αξιολογείται με βάση την αποτελεσματικότητά του» (άραγε, την αποτελεσματικότητά του ενίσχυαν όλα αυτά τα χρόνια οι νεοφιλελεύθερες πρακτικές των κυβερνήσεών τους, που μισούσαν και πολεμούσαν με φανατισμό οτιδήποτε δημόσιο ως αχρείαστο και σπάταλο;) ή να μας νουθετήσει ότι δεν πρέπει «να γίνεται το κράτος λάφυρο εξουσίας» (ποιος το κάνει;), δεν βρήκε μια κουβέντα να πει για τις κοινωνικές λειτουργίες αυτού του κράτους, τις τεράστιες ελλείψεις που του έχουν αφήσει οι επί δεκαετίες σύντεκνοί του πολέμιοι του κοινωνικού κράτους, που το διέλυαν προς όφελος ιδιωτικών συμφερόντων δυσφημώντας το ταυτόχρονα. Αντίθετα, απαντώντας έμμεσα και μονολεκτικά στις πρόσφατες προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, μίλησε, όπως συνηθίζει ένας νεοφιλελεύθερος, για «αλόγιστα αιτήματα και πρόχειρες παροχές».
Ορατοί άνθρωποι, αόρατες απαιτήσεις
Το αποκορύφωμα, όμως, ήταν όταν μίλησε για τους «αόρατους»: «υπάλληλοι καταστημάτων τροφίμων, παιδιά που μεταφέρουν έτοιμο φαγητό, εργαζόμενοι που κρατούν νύχτα-μέρα τις πόλεις μας καθαρές». «Θα βλέπουμε αλλιώς τους ανθρώπους αυτούς», διαβεβαίωσε. «Δεν θα είναι αόρατοι, όπως ήταν ίσως για κάποιους». Για όσους ζουν στον πραγματικό κόσμο, πάντως, ήταν και είναι ορατοί. Όπως ορατά είναι και τα προβλήματά τους. Γι’ αυτά ο πρωθυπουργός δεν βρήκε πάλι μια κουβέντα να πει, να τα αναγνωρίσει ως υπαρκτά και δίκαια. Και να υποσχεθεί κατάργηση της μερικής, εκ περιτροπής και απλήρωτης εργασίας για τους μεν, να εγκαταλείψει την εχθρική στάση του για τους δε, αυτούς που κρατούν, ως μόνιμοι δημοτικοί υπάλληλοι πια, τις πόλεις μας καθαρές, για τους οποίους είχε σφοδρές αντιρρήσεις να μονιμοποιηθούν και τους προόριζε για όμηρους με σύμβαση, ή για ενοικιαζόμενους σε ιδιωτικές εταιρίες αποκομιδής απορριμμάτων.
Όποιος θέλει να κάνει μια πειστική κριτική σ’ αυτή την επιχείρηση του κ. Μητσοτάκη, που εντάσσεται στη στρατηγική «όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν», χρειάζεται να τη συνοδέψει με μια δική του πρόταση εξόδου από την παρούσα (υγειονομική) και την επερχόμενη (οικονομική) κρίση, ορατά διακριτή από το σχέδιο της ΝΔ και ενταγμένη σε μια διαφορετική από τη δική της προοπτική. Η επαλήθευση της αποφασιστικής σημασίας των δημόσιων δομών, που προστατεύουν και υπηρετούν βασικές ανάγκες στις σημερινές συνθήκες κρίσης, μπορεί να γίνει το έδαφος πάνω στο οποίο θα δοθεί ένας νικηφόρος αγώνας, κρίσιμος για την τρέχουσα συγκυρία, αλλά και σημαντικός για τη διαρκή και μόνιμη διεκδίκηση της ηγεμονίας στο πεδίο των ιδεών.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή