Προωθούν την ιδιωτικοποίηση των περιφερειακών λιμανιών σε μία συγκυρία που χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη παγκόσμια ύφεση λόγω της πανδημίας που έχει τις επιπτώσεις της στο παγκόσμιο εμπόριο και στον τουρισμό (πτώση της διακίνησης προϊόντων, μηδενισμός της κρουαζιέρας), άρα και στα έσοδα των λιμανιών. Ενώ για την αντιμετώπιση της ύφεσης προκρίνονται, ακόμη και από θεσμούς-στυλοβάτες του νεοφιλελευθερισμού αλλά και από την Επιτροπή Πισσαρίδη, οι δημόσιες επενδύσεις για την ανάπτυξη των υποδομών, η ελληνική κυβέρνηση «επενδύει» στην ιδιωτικοποίησή τους. Αντί να προχωρήσει στην αναβάθμιση των περιφερειακών λιμανιών στη βάση των επενδυτικών σχεδίων, που τα περισσότερα από αυτά κατάρτισαν την περίοδο 2015–2019 για τη μετατροπή τους σε «έξυπνα» και «πράσινα» λιμάνια, επιλέγει την ιδιωτικοποίηση που σημαίνει ότι προκρίνει το συμφέρον των ιδιωτών σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος. (...)
Τα περιφερειακά λιμάνια μπορούν να αποτελέσουν μηχανές ανάπτυξης για τις τοπικές και περιφερειακές οικονομίες, με αιχμές την αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ηλιακή, αιολική, κυματική), την ανάπτυξη καινοτομιών, αξιοποιώντας τη γειτνίασή τους με τα δημόσια ΑΕΙ αλλά με την προϋπόθεση ότι οι Οργανισμοί Λιμένων θα εξακολουθήσουν να υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον.