Η σφαγή έχει ένα έντονο ελληνικό στοιχείο. Η Ελλάδα συνδέθηκε όσο καμιά χώρα με τον σερβικό εθνικισμό. Ολόκληρη σχεδόν η πολιτική τάξη, η Εκκλησία, πνευματικοί θεσμοί και μεγάλο μέρος του λαού είχαν συστρατευτεί μαζί του. Τα ΜΜΕ προπαγάνδιζαν τον σερβικό επεκτατισμό, η Εκκλησία ευλογούσε τα σερβικά όπλα. Τον Κάραζιτς η κοινή γνώμη στην Ελλάδα τον θεωρούσε ήρωα. Έγινε ανοιχτή συγκέντρωση στην Αθήνα προς τιμήν του και από μικροφώνου ο εγκληματίας πολέμου φώναξε: «Όχι, δεν είμαστε μόνοι. Έχουμε μαζί μας τον Θεό και τους Έλληνες».
Ακόμα χειρότερα, υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία πως στη σφαγή έλαβαν μέρος μερικές δεκάδες Έλληνες παραστρατιωτικοί, μέλη της Ελληνικής Εθελοντικής Φρουράς. Αναρτήθηκαν ελληνική, βυζαντινή και σημαία της Βεργίνας δίπλα στη σερβική σημαία την επομένη της σφαγής.
Πρόκειται για την πιο σκοτεινή σελίδα του μεταπολιτευτικού φασισμού. Οι έλληνες φασίστες ήταν εκεί ακριβώς, στα χωράφια, στις αποθήκες και στα γήπεδα, όπου γίνονταν οι άγριες μαζικές εκτελέσεις δεμένων κρατουμένων και αιχμαλώτων. Ακριβώς στα σημεία συγκέντρωσης και εξόντωσης των βόσνιων μουσουλμάνων, όπου δολοφόνησαν τους άντρες και τα αγόρια και κατόπιν άνοιγαν μαζικούς τάφους. Πολύ κοντά και σε πολύ στενή σχέση με επίλεκτους παραστρατιωτικούς-μισθοφόρους του σερβοβοσνιακού στρατού. Όπως αποδεικνύεται και από τα τεκμήρια του Διεθνούς Δικαστηρίου –που αποτελούν, πλέον, τεκμήρια της ενοχής των καταδικασμένων–, όχι μόνο βρίσκονταν στα χωράφια που γίνονταν οι εκτελέσεις και οι μαζικές ταφές, μαζί με τον διοικητή τους και άλλους διοικητές και στελέχη του σερβοβοσνιακού στρατού, αλλά έβγαζαν και φωτογραφίες από τους μελλοθάνατους αιχμαλώτους ή και από τις εκτελέσεις.