Για να αλλάξει η εργασιακή καθημερινότητα και το σημερινό μοντέλο απαιτείται μια συστηματική προσπάθεια, ώστε να διαμορφωθούν αφενός οι κατάλληλοι ιδεολογικοί και πολιτικοί συσχετισμοί, αφετέρου να υπάρξει γόνιμη συνεργασία όλων όσων ασχολούνται με το ζήτημα της εργασίας: Από την εργοδοσία, τους εργαζόμενους και τα συνδικάτα, από τα πολιτικά κόμματα και τους θεσμούς της κοινωνίας των πολιτών, μέχρι τα ερευνητικά κέντρα και την ακαδημαϊκή και επιστημονική κοινότητα που θα πλαισιώσει θεωρητικά και ερευνητικά τα μεγάλα ζητήματα της εργασίας. Όλα τα εμπλεκόμενα μέρη γνωρίζουν ότι η οικονομική κρίση που βιώνουμε και η ύφεση που αναμένουμε δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με τα ίδια εργαλεία που την προκάλεσαν, ανεξάρτητα από το εάν αναπτύσσονται διαφορετικές προσεγγίσεις για το ποια είναι η καλύτερη και πιο αποτελεσματική «συνταγή» για την έξοδο από την κρίση.
Τόσο η ισπανική όσο και η φινλανδική κυβέρνηση αναγνωρίζουν τις δυσκολίες που υπάρχουν για τη μετάβαση σε ένα νέο εργασιακό μοντέλο με όρους βιωσιμότητας, με την πρόταση για μια εβδομάδα τεσσάρων ημερών να κινείται στη σωστή κατεύθυνση, επειδή ακριβώς στοχεύει και στο ζήτημα των ανισοτήτων. Οι ανισότητες βρίσκονται στο πυρήνα των δομικών προβλημάτων του σημερινού μοντέλου, αφορούν το κόστος εργασίας, την ανταποδοτικότητα, τις ευκαιρίες, την ισότητα των φύλων, το περιβαλλοντικό αποτύπωμα – θεμελιώδη δηλαδή ζητήματα που πρέπει να εξεταστούν από διαφορετικό πρίσμα. Και, αν θέλουμε να δώσουμε πειστικές απαντήσεις, οι ανισότητες αφορούν και επηρεάζουν τα καταναλωτικά πρότυπα, την ποιότητα ζωής, την ψυχική μας υγεία, τις ανθρώπινες σχέσεις συνολικά και την εξέλιξή μας ως ανθρώπινο είδος.
Έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που απαιτείται αλλαγή μοντέλου. Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι εάν θα αλλάξουμε κατεύθυνση πλέον, αλλά προς ποια κατεύθυνση και με ποιους όρους.