Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Η χολέρα στην Ελλάδα του 1865
Ἐλέχθη ὅτι οἱ πλεῖστοι τῶν ἀνθρώπων, τῶν παρασταθέντων τότε ὡς θυμάτων τῆς χολέρας, ἀπέθανον πραγματικῶς ἐκ πείνης. Ἴσως νὰ μὴν ὑπῆρξεν ὅλως χολέρα. Ἀλλ᾽ ὑπῆρξε τύφλωσις καὶ ἀθλιότης καὶ συμφορὰ ἀνήκουστος. Οἱ ἄνθρωποι, ὅλοι πάσχοντες, ἐσκληρύνοντο κατ᾽ ἀλλήλων, εἰς ἐπίμετρον, καὶ καθίστων τὴν δεινοπάθειαν ἀπείρως μεγαλυτέραν. Οἱ εὔποροι ἐκ τῶν καθαριζομένων ἐσκληρύνοντο κατὰ τῶν πτωχῶν, καὶ ἐμέμφοντο αὐτοὺς ὡς παραιτίους τῆς δυστυχίας δι᾽ αὐτῆς τῆς παρουσίας των. Οἱ πτωχοὶ ἐσκληρύνοντο κατὰ τῶν εὐπόρων, καὶ τοὺς ᾐτιῶντο ὡς προκαλοῦντας τὴν ἀκρίβειαν τῶν τροφίμων διὰ τῆς εὐπορίας των. Ὅλοι ὁμοῦ οἱ ὑπὸ κάθαρσιν ταξιδιῶται ἐσκληρύνοντο κατὰ τῶν κατοίκων τῆς πολίχνης, καὶ τοὺς κατηγόρουν ἐπὶ ἀσυνειδήτῳ αἰσχροκερδείᾳ καὶ σκληρότητι, ἐνῷ τὸ ἀληθὲς ἦτο ὅτι δέκα μόνον ἄνθρωποι ἐκ τῆς ἐμπορικῆς καὶ τυχοδιωκτικῆς τάξεως, ἥτις πουθενὰ δὲν λείπει, ἦσαν οἱ αἰσχροκερδεῖς καὶ οἱ σκληροὶ ἐκμεταλλευταὶ τῆς δυστυχίας. Οἱ κάτοικοι τῆς πολίχνης ἐσκληρύνοντο κατὰ τῶν ταξιδιωτῶν, καὶ ἐμίσουν αὐτούς, διότι εἶχον ἔλθει νὰ τοὺς φέρωσι τὴν χολέραν. Κακὴ ὑποψία, δυσπιστία καὶ ἰδιοτέλεια χωροῦσα μέχρις ἀπανθρωπίας, ἐβασίλευε πανταχοῦ. Ὅλα ταῦτα ἦσαν εἰς τὸ βάθος καὶ ὁ φόβος τῆς χολέρας ἦτο εἰς τὴν ἐπιφάνειαν. Θὰ ἔλεγέ τις ὅτι ἡ χολέρα ἦτο μόνον πρόφασις, καὶ ὅτι ἡ ἐκμετάλλευσις τῶν ἀνθρώπων ἦτο ἡ ἀλήθεια. Τὸ δαιμόνιον τοῦ φόβου εἶχεν εὕρει ἑπτὰ ἄλλα δαιμόνια πονηρότερα ἑαυτοῦ, καὶ εἶχε λάβει κατοχὴν ἐπὶ τοῦ πνεύματος τῶν ἀνθρώπων.