Συμμαχία του εργατικού κινήματος με το κίνημα για τη φυλετική δικαιοσύνη
Το πραγματικό ερώτημα είναι αν το νέο κίνημα για τη φυλετική δικαιοσύνη έχει τη δύναμη να πετύχει την ικανοποίηση των αιτημάτων του. Εδώ η σύγκριση με το κίνημα για τα κοινωνικά δικαιώματα του εικοστού αιώνα είναι διαφωτιστική-και ανησυχητική. Η δράση της συνδικαλιστικής ομοσπονδίας Κογκρέσο Εργατικών Οργανώσεων στη Βιομηχανία (Congress of Industrial Organisations, CIO), τη δεκαετία του 1930, ήταν ο βασικός λόγος που οι Αφροαμερικανοί και οι σύμμαχοί τους κατάφεραν να βάλουν τα κοινωνικά δικαιώματα στην ημερήσια διάταξη, και τελικά να πετύχουν τους στόχους τους. Αυτή η συμμαχία εργατικού κινήματος και κινήματος για τα κοινωνικά δικαιώματα έγινε σε μια απολύτως πραγματιστική βάση. Όπως παρατηρεί ο ιστορικός Χάρβαρντ Σίτκοφ στο βιβλίο του A New Deal for Blacks [Ένα Νιου Ντιλ για τους Μαύρους], «ο βασικός λόγος για τον οποίο η CIO υιοθέτησε μια προοδευτική πολιτική στο φυλετικό ζήτημα ήταν γιατί διαφορετικά ο εργατικός συνδικαλισμός δεν θα μπορούσε να πετύχει τους στόχους του . . . Ο μεγάλος αριθμός μαύρων εργατών στους μαζικούς παραγωγικούς κλάδους έκανε επιτακτική την ανάγκη του συνδικαλισμού τους. Έξω από τα συνδικάτα οι μαύροι θα μπορούσαν να είναι μια -ίσως μοιραία- απεργοσπαστική δύναμη, που θα οδηγούσε στη διάλυση των συνδικάτων. Έτσι, ο φιλελευθερισμός της ομοσπονδίας CIO στο θέμα των κοινωνικών δικαιωμάτων ξεπρόβαλλε σε κάθε κλάδο στον οποίο οι μαύροι ήταν αναγκαίοι για τη δημιουργία συνδικάτου». Όμως, ο ρεαλισμός δεν ήταν ο μόνος λόγος που η CIO αγκάλιασε την υπόθεση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Πολλοί από τους ηγέτες της ήταν ειλικρινά δεσμευμένοι στην υπόθεση της φυλετικής ισότητας και της ενότητας της εργατικής τάξης, και θεωρούσαν ορθώς ότι το, υπέρ του φυλετικού διαχωρισμού και αντεργατικό, Δημοκρατικό Κόμμα στις Νότιες Πολιτείες ήταν το κύριο εμπόδιο για την επίτευξη των προγραμματικών τους στόχων. (...)
Η ανανέωση, σήμερα, της συμμαχίας μεταξύ του εργατικού κινήματος και του κινήματος για τη φυλετική δικαιοσύνη θα είναι εξαιρετικά επωφελής και για τα δύο. Όμως ακόμα και αν συμβεί αυτό, όλοι γνωρίζουν ότι το σημερινό εργατικό κίνημα δεν είναι παρά μια χλωμή σκιά του προηγούμενου εαυτού του. Το 1963, ήταν συνδικαλισμένο περίπου το 30% των αμερικανών εργατών, με το σύνολο σχεδόν από αυτούς να απασχολείται στον ιδιωτικό τομέα. Σήμερα, το ποσοστό συνδικαλιστικής πυκνότητας είναι ελάχιστα πάνω από 10%, και τα συνδικάτα του ιδιωτικού τομέα έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Αυτό που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι η παρακμή του συνδικάτου UAW. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, τα μέλη του ξεπερνούσαν το 1,5 εκατομμύριο, ενώ σήμερα έχουν πέσει στις 390.000, με την πλειοψηφία τους να μην είναι καν εργάτες της αυτοκινητοβιομηχανίας (ΣτΜ: σήμερα το συνδικάτο εκπροσωπεί τους εργαζόμενους της αυτοκινητοβιομηχανίας, της αεροδιαστημικής βιομηχανίας, της βιομηχανίας αγροτικών εργαλείων, και πολλών άλλων κλάδων). Το άλλοτε πανίσχυρο συνδικάτο είναι πια πλήρως αποδιοργανωμένο, εμπλέκεται επιπλέον και σε υποθέσεις διαφθοράς, και πιθανότατα σύντομα θα τεθεί σε διαδικασία εκκαθάρισης σε ομοσπονδιακό επίπεδο.
Προς το παρόν, δεν έχουμε κάτι που να μοιάζει έστω και λίγο με τη CIO και την ικανότητά της να συνδέει την ταξική πάλη των εκατομμυρίων μελών της εργατικής τάξης με το κίνημα για τη φυλετική ισότητα, ούτε διαφαίνεται κάτι τέτοιο στον ορίζοντα. Σ’ αυτές τις συνθήκες, δεν είναι καθόλου περίεργο που οι διαδηλωτές δεν μιλούν πάντα τη γλώσσα της ταξικής αλληλεγγύης. Πώς μπορούν να αποκτήσουν, ιδιαίτερα οι νέοι άνθρωποι, αυτού του είδους την πολιτική συνείδηση όταν δεν υπάρχουν κάποιοι σοβαροί θεσμοί να τους οργανώσουν πολιτικά σε ταξική βάση; Το σημαντικότερο είναι ότι, για όσο διάστημα η αμερικανική αστυνομία μπορεί να σκοτώνει και να κακοποιεί ανθρώπους απολαμβάνοντας ένα καθεστώς ασυλίας, και για όσο διάστημα υπάρχουν σαφείς φυλετικές διαφοροποιήσεις στην αστυνομική βία, δεν είναι ρεαλιστικό να περιμένουμε από ακτιβιστές που δεν έχουν κάποια σύνδεση με το σοβαρά εξασθενημένο εργατικό κίνημα να συνδέσουν τη φυλή με την τάξη κατά τον τρόπο που θα ήθελαν οι σοσιαλιστές. Η άσκηση κριτικής στα αιτήματα και στη γλώσσα των διαδηλώσεων είναι, για πολλούς λόγους, δικαιολογημένη. Πρέπει όμως να προσέξουμε να μην διολισθήσουμε στην κατάσταση που διακωμωδεί ο Μπρεχτ στο ποίημά του «Η λύση»: μήπως θα ήταν ευκολότερο να διαλύσουμε αυτό το λαό και να εκλέξουμε έναν άλλον;