Ο Περικλής μου έμαθε να μην ντρέπομαι να πω, πως αυτή τη στιγμή που γράφω, με πνίγουν οι λυγμοί. Να μην αφήνω την πολιτική ορθότητα, να κρύβει την ανθρωπιά μου, είτε στην πολιτική, είτε στις σχέσεις μου είτε στη δημοσιογραφία. Μου έμαθε πως με τον πολιτικό αντίπαλο συζητάμε μέχρι τελικής πτώσεως, χωρίς να ξεχνάμε πως στην Αριστερά, από αγάπη εκπορευόμαστε, στην αγάπη πηγαίνουμε και όχι στον αλληλοσπαραγμό, που είναι η έσχατη λύση. Γι’ αυτό, όσο σκληρός ήταν στην κριτική του, άλλο τόσο πλατύς και μεγάλος στην αυτοκριτική του.
Μάθαινα για συντροφικά μαχαιρώματα που έτρωγε κατά καιρούς. Όταν πλησίαζα να τον ρωτήσω για τον τάδε μαλάκα που τον υπονόμευσε, άρχιζε να μου μιλά για την ανθρώπινη φύση και τις υπερβάσεις που άλλοι μπορούν κι άλλοι αδυνατούν να κάνουν. Για τους καημένους που δεν έχουν πάρει χαμπάρι, για τη ματαιοδοξία που δεν εξαιρεί την Αριστερά. Χωρίς θυμό. Κάποτε με πίκρα, αλλά χωρίς θυμό. Έτσι έμαθα να λέω τον λύκο λύκο, όπως έγραφε κι ο Αναγνωστάκης, ακόμα κι αν αυτός είναι ανάμεσα μας. Να προσπαθώ να καταλάβω τα κίνητρα του, χωρίς να τον σκοτώνω αλλά κυρίως χωρίς να του μοιάσω.
Να μην θεωρώ αυτονόητο τίποτα και να έχω όριο μονάχα τον ανοιχτό ορίζοντα. Τα μεγάλα ιδανικά, την ουτοπία. Να αντιλαμβάνομαι, έστω κι αν δεν τα καταφέρνω πάντα, πως όσο προοδευτική κι αν είναι η θεωρία μας, αν μας καθοδηγεί ο φθόνος και ο στείρος θυμός είμαστε χαμένοι. Μου έμαθε πως η διεκδίκηση της ελευθερίας, είναι μια καθημερινή διαδικασία πάλης, ενδοσκόπησης και εγρήγορσης ώστε να μην καταπατηθούν οι ελευθερίες του διπλανού.
Ο Περικλής, δεν ήταν απλά αλληλέγγυος στους πρόσφυγες, στους μειονοτικούς, στους παρίες. Γινόταν ένας από αυτούς, μέσα από την τεράστια ενσυναίσθηση που ήταν η μεγάλη του δύναμη. Όλα αυτά τα λόγια συμπαράστασης που γράφονται συχνά, για εκείνον ήταν καθημερινή πράξη. Όποιος τον είχε κοιτάξει μια φορά στα μάτια, είχε καταλάβει για πάντα τι εννοούμε στην Αριστερά όταν λέμε «Πάνω απ’ όλα ο άνθρωπος». Είχε καταλάβει, πως η διανόηση χωρίς την αγάπη, είναι κούφια λόγια, παρόλες για ανθρώπους μισούς.