Η απληστία όσων είχαν αποφασίσει, διαθέτοντας τις πλάτες των κατακτητών, να αποκτήσουν, πατώντας “επί πτωμάτων” μεγάλες ακίνητες περιουσίες, είχε φτάσει στο κατακόρυφο. Σύμφωωνα με τα ενδεικτικά στοιχεία που είχε δημοσιεύσει τους πρώτους μήνες μετά την απελευθέρωση η εφημερίδα της Θεσσαλονίκης Πρωϊνή Ώρα, ένας μηχανουργός, είχε αγοράσει 14 ακίνητα, ένας κατασκευαστής υποκαμίσων είχε αποκτήσει με αυτό τον τρόπο 20 ακίνητα και ένας μικρομπακάλης, ο Σάββας Τρυφ. 13 ακίνητα. Ενώ χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση ενός καφετζή, ο οποίος παρά το γεγονός ότι ο καφές είχε εξαφανιστεί την περίοδο της Κατοχής, αυτός κατάφερε να αγοράσει κοψοχρονιάς έξι ακίνητα. Και βέβαια, όλοι αυτοί, έχοντας την εύνοια των κατακτητών. Όπως ο εκδότης της χρηματοδοτούμενης από τους Γερμανούς φιλοναζιστικής εφημερίδας Νέα Ευρώπη Γεώργιος Πολλάτοςπου είχε αποκτήσει πέντε ακίνητα επί Κατοχής: τρία σπίτια στις 18-5-1942, την 1-9-1942 και στις 26-2-1943, καθως ένα μεγάλο αγρόκτημα στις 7-5-1942 και ένα οικόπεδο στις 17-9-1942.
Λίγους μήνες μετά την απελευθέρωση, είχε εκδοθεί επί κυβέρνησης Ν.Πλαστήρα ο αναγκαστικός νόμος Α.Ν. 182/45, “Περι ειδικής φορολογίας των κατά την πολεμικήν περίοδον πλουτισάντων, με βάση τον οποίο οι “πλουτίσαντες επί Κατοχής” ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν τους φόρους που θα ορίζονταν. Η τιμωρία που αντιμετώπιζαν ήταν αυστηρή, καθώς προβλεπόταν η εκτόπιση, η φυλάκιση και η δήμευση του συνόλου ή μέρους της περιουσίας τους.
Με βάση το νόμο αυτό, η επιτροπή που είχε συσταθεί στη Θεσσαλονίκη, άρχισε να καλεί διαφόρους, κυρίως άτομα που είχαν συνεργαστεί με τους Ναζί, ζητώντας τους να καταβάλουν στο κράτος χρηματικά ποσά, ως φόρο για τις περιουσίες που σχημάτισαν επί Κατοχής. Στον πρώτο κατάλογο που έδωσε η επιτροπή στη δημοσιότητα τον Ιούλιο του 1945, φιγουράριζαν γνωστά ονόματα του δωσιλογισμού και της συνεργασίας με τους χιτλερικούς, όπως των ιδιοκτητών χαρτοπαικτικών λεσχών και πρακτόρων της Γκεστάπο, Περικλή (Πέρι) ΝΙκολαίδη και Λάσκαρη Παπαναούμ που καλούνταν να καταβάλουν από 150.000.000 δραχμές ο καθένας, του συνεργάτη των Γερμανών μεγαλοεργολάβου δημοσίων έργων Ιωάννη Μύλλερ (1000.000.000 δρχ), των δωσιλόγων δημοσιογράφων της Νέας Ευρώπης Δημήτριου Τσούρκα και Αλέξανδρου Ωρολογά που έπρεπε να καταβάλουν στο κράτος από 25.000.000 δρχ κ.α.
Είκοσι μέρες αργότερα, η επιτροπή αποφάσιζε να αυξήσει τα ποσά που έπρεπε να πληρώσουν στο κράτος οι πλουτίσαντες επί Κατοχής και έτσι καλούνταν να καταβάλουν στην Ε΄ Οικονομική Εφορεία Θεσσαλονίκης 2 δις δραχμές ο Λ.Παπαναούμ, 1.200 εκατ. ο Π.ΝΙκολαίδης, 800 εκατ. οι αδελφοί Χατζηνάκου, 600 εκατ. ο Μύλλερ, 400 εκατ. ένα άλλο “μπουμπούκι’ της εθνικοφροσύνης, ο Νικίας Ναούμ, 200 εκατ. ο εκδότης της Νέας Ευρώπης Πολλάτος και από 100 εκατ. δραχ. οι Τσούρκας και Ωρολογάς κ.α.
Η δραστηριότητα της επιτροπής αυτής, που προεδρεύονταν από τον δικαστικό Χαράλαμπο Κάππο, είχε χαιρετιστεί θερμά από τον τύπο της εποχής, με την εφημερίδα Δημοκρατία να σημειώνει:
“Η πόλις μας έχει να επιδείξει πλούσιον πάνθεον πλουτισάντων κατά την Κατοχήν. Φυσιολογική συνέπεια λοιπόν είναι μαζί με το Ειδικόν Δικαστήριον Δωσιλόγων, να έχει και την επιτροπήν εκείνην που ως σοβαρότατον μέλημά της έχει να ανακαλύψει και να φορολογήσει όλους αυτούς που όταν όλος ο κόσμος επαίνετο, συνηγωνίζοντο αδιάφοροι προς όλους, στην αύξησιν του πύργου των χρυσών εικοσαφράγκων των”.