Η ασυνόδευτη γιαγιά μου
Γράφω για τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα, αυτά που γλίτωσαν από τις κακουχίες του πολέμου, της φτώχειας, της περιβαλλοντικής καταστροφής και της βαρβαρότητας και γνώρισαν τη σκληρότητα των χορτάτων στα Καμμένα Βούρλα, αλλά και στη Μυτιλήνη και στο Ικόνιο, στο Πέραμα και αλλού. Οι άνθρωποι που έγιναν διώκτες κατατρεγμένων ξεχνούν πως οι πλημμύρες των συμφορών πέφτουν ξαφνικά επί δικαίων και αδίκων, δεν ζητούν ταυτότητα, ούτε πιστοποιητικά γεννήσεως. Κανείς μας δεν ξέρει τι του ξημερώνει. Που και που, όμως, θα έπρεπε να ξύνουμε το λούστρο από τα οικογενειακά έπιπλα και να θυμόμαστε τον πόνο της απόρριψης, όσοι, τουλάχιστον, γεννηθήκαμε από γονείς που πιπιλούσαν κομματάκια ξύλο αντί για πιπίλα για να ξεχνάνε την πείνα τους και είχαν στραβώσει τα πόδια τους από το κουβάλημα του νερού με τον ντενεκέ. Από γονείς, που όταν ήταν παιδάκια δεν φορούσανε παπούτσια και δεν τους ήθελε κανένας. Γιατί ήτανε πρόσφυγες, αλλά και φτωχοί.
Όμως, αυτά τα παιδιά θα ζήσουν και θα μεγαλώσουν. Γιατί η ανάγκη είναι η μάνα της επιβίωσης. Γιατί το πείσμα για τη ζωή είναι δυνατότερο, γιατί πάντα θα υπάρχει έστω και ένας θείος Μανώλης, γιατί πάντα θα περισσεύει ένα τσαμπί σταφύλι, μια τριμμένη κουβέρτα, ένα τετράδιο και ένα μολύβι. Γιατί, σε πείσμα όλων των συμφορών, η αλληλεγγύη τις χτυπάει αποτελεσματικά με τα ίδια όπλα.
Δεν ζητά ταυτότητες, πιστοποιητικά και αποδεικτικά. Της αλληλεγγύης της αρκεί η διάπυρη σφραγίδα «πρόσφυγια». Κι αν, τελικά, εμείς, οι άνθρωποι, είμαστε μικρές βελονιές σε ένα εργόχειρο, ας φροντίσουμε να είμαστε «η μια βελονιά πλησίον της άλλης και όχι η μια βελονιά άνωθεν της άλλης».