Μυρτώ Χατζήνα

13
03

Μυρτώ Χατζήνα: Εγκληματολογική και ψυχιατρική προσέγγιση του βιασμού

Κοινά χαρακτηριστικά των σεξουαλικών παραβατών και ειδικά των βιαστών είναι η αποποίηση της ευθύνης για τις πράξεις τους όπως και η έλλειψη ενσυναίσθησης προς τα θύματά τους. Προσπαθούν συνήθως να δηλώσουν την αθωότητά τους χωρίς, ωστόσο, σοβαρά επιχειρήματα και πολλές φορές τείνουν να μειώνουν την ευθύνη τους, αποδίδοντάς την σε άλλους παράγοντες, όπως ψυχολογικά προβλήματα, χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών. Επιπλέον, οι γνωσιακές τους διαστρεβλώσεις σχετικά  με τη συμπεριφορά των θυμάτων ή τον τρόπο που ντύνονται αποτελούν άλλον έναν λόγο βάσει του οποίου δικαιολογούν την πράξη τους. Οι βιαστές πολύ συχνά δεν δείχνουν ικανοί να κατανοήσουν τα συναισθήματα των άλλων και κυρίως των θυμάτων τους. Η ενσυναίσθηση δεν λειτουργεί σαν ανασταλτικός παράγοντας και η έλλειψή της βρέθηκε ότι σχετίζεται με υψηλά επίπεδα σεξουαλικής διέγερσης, καθώς ακόμη και η δυσφορία του θύματος μπορεί να εξιτάρει ερωτικά τον δράστη (Davis, 1983).  Το ψυχιατρικό ιστορικό παρουσιάζει ενδιαφέρον καθώς η παρουσία ψυχικών διαταραχών θεωρείται πιο πιθανή στους βιαστές σε σχέση με άλλους σεξουαλικούς παραβάτες. Συγκεκριμένα βρέθηκε σε μελέτες ότι η διάγνωση της κατάθλιψης και η διάγνωση της εξάρτησης από το αλκοόλ ήταν στα πιο υψηλά ποσοστά. Σε άλλες έρευνες, διαπιστώθηκε ότι δόθηκαν ψυχιατρικές εκτιμήσεις για διαταραχές άγχους, σχιζοφρένειας, σχιζοσυναισθηματικής διαταραχής, μείζονος κατάθλιψης και οργανικού ψυχοσυνδρόμου. Αυτές οι παρατηρήσεις δεν μπορούν να γενικευθούν σε όλο τον ετερογενή πληθυσμό των σεξουαλικών παραβατών. Μπορούν, όμως, να δείξουν ότι τα ποσοστά των καταδικασθέντων για βιασμό με ψυχική διαταραχή είναι υψηλότερα από τα αντίστοιχα ποσοστά του γενικού πληθυσμού των φυλακών. Παρατηρήθηκε, επίσης, από πολλές έρευνες υψηλό ποσοστό διαταραχής προσωπικότητας, κυρίως αντικοινωνικής, όπως και στην πλειοψηφία του κρατούμενου πληθυσμού. Πολύ συχνή είναι και η συννοσηρότητα με ψυχοπαθητικά στοιχεία καθώς και με παραφιλίες[1], με πιο συχνή στους βιαστές την επιδειξιομανία (Abel & Osborn, 1992). Οι σεξουαλικοί παραβάτες είναι ένας ετερογενής πληθυσμός για τον οποίο είναι δύσκολο να εξαχθούν γενικεύσεις. Παρόλα αυτά υπάρχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία μπορούν να συνεισφέρουν στην έρευνα του φαινομένου αλλά και στην αντιμετώπιση των δραστών. Εξετάζοντας την στάση της κοινωνίας απέναντι στη σεξουαλική βία αλλά και τους παράγοντες κινδύνου που ενδέχεται να οδηγήσουν στην παραβατική συμπεριφορά, μπορούν να χαραχθούν πολιτικές ώστε να αποτρέπεται η σεξουαλική βία αλλά και η υποτροπή των δραστών. Επιπλέον, οι κατηγοριοποιήσεις των σεξουαλικών παραβατών και η μελέτη των μεμονωμένων σεξουαλικών αδικημάτων του βιασμού, της σεξουαλικής παιδικής κακοποίησης και της σεξουαλικής παραβατικότητας μέσω διαδικτύου θέτουν τις βάσεις για περαιτέρω έρευνα με στόχο όχι απλά την τιμωρία των δραστών αλλά τον σωφρονισμό και τη θεραπεία τους. Τα περιβάλλοντα μέσα στα οποία βρίσκονται οι σεξουαλικοί παραβάτες, είτε είναι θεραπευτικά είτε είναι σωφρονιστικά, καλό θα ήταν να ενθαρρύνουν την διενέργεια ερευνών καθώς η έρευνα στον συγκεκριμένο τομέα είναι περιορισμένη στην χώρα μας. Αυτό, όμως, δεν επαρκεί για να απαλειφθούν τα περιστατικά σεξουαλικής βίας. Πρέπει παράλληλα, μέσα από την εκπαίδευση αλλά και την ευαισθητοποίηση του κοινού να δημιουργηθούν εκείνα τα στεγανά τα οποία όχι μόνο θα αντιμετωπίζουν το δράστη αλλά θα προστατεύουν και το θύμα. Η συνεχής ενημέρωση του κοινού αλλά και οι εισηγήσεις από ερευνητές στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης μπορεί να βοηθήσουν στο να καταρριφθούν οι μύθοι για τον βιασμό και να εξαλειφθεί η κουλτούρα του βιασμού. Η επαγρύπνηση και η μη ανοχή φαινομένων σεξουαλικής παρενόχλησης, τα οποία μπορεί να αποτελούν και προπομπό περαιτέρω σεξουαλικής βίας, είναι απαραίτητες ώστε το θύμα να αναγνωρίζει ότι υπέστη βία και να το καταγγέλλει. Τέλος, τα σώματα ασφαλείας, οι δικαστικοί αλλά και οι υγειονομικοί φορείς που έρχονται σε επαφή τόσο με το θύμα όσο και με το δράστη, οφείλουν να είναι ενημερωμένοι και εκπαιδευμένοι για την αντιμετώπιση τέτοιου είδους περιστατικών βίας, χωρίς να αναπαράγουν σεξιστικά στερεότυπα.