Ένα πρόσφατο ρεπορτάζ που συνέκρινε την εργασία στις ΗΠΑ μεταξύ 1910 και 2000 μάς δίνει μια ξεκάθαρη εικόνα (εικόνα που -υπογραμμίζω- αντανακλάται και στο Ηνωμένο Βασίλειο). Κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα, ο αριθμός των εργατών που ασχολούνται με τα οικιακά, τη βιομηχανία και τον αγροτικό τομέα έχει υποστεί δραματική ύφεση. Την ίδια στιγμή, νέου τύπου «επαγγελματίες» όπως managers, υπάλληλοι, πωλητές και «εργαζόμενοι παροχής υπηρεσιών» έχουν τριπλασιαστεί, αυξανόμενοι, πλέον, «από το ένα στα τρία τέταρτα του συνολικού αριθμού απασχολουμένων». Με άλλα λόγια, όπως ακριβώς είχε προβλεφθεί, οι παραγωγικές δουλειές έχουν αυτοματοποιηθεί σε τρομακτικά μεγάλο βαθμό (ακόμη κι αν συνυπολογίσει κανείς τους βιομηχανικούς εργάτες που υπάρχουν παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένης της στρατιάς ανθρώπων που μοχθούν στην Ινδία και στην Κίνα, τέτοιου τύπου εργάτες δεν αγγίζουν ούτε μετά βίας ένα υπολογίσιμο ποσοστό του συνολικού παγκόσμιου πληθυσμού, όπως συνέβαινε παλαιότερα).
Αλλά αντί η συγκεκριμένη εξέλιξη να οδηγήσει σε μια δραστική μείωση των ωρών εργασίας, απελευθερώνοντας τον πληθυσμό του πλανήτη προκειμένου να ασχοληθεί με τις προσωπικές του ασχολίες, τις απολαύσεις, τα οράματα και τις ιδέες του, αυτό που συναντούμε είναι η υπερδιόγκωση, όχι τόσο του τομέα των «υπηρεσιών», όσο του διοικητικού τομέα, έως το σημείο που δημιουργεί ολόκληρες νέες βιομηχανίες όπως αυτή των οικονομικών υπηρεσιών ή του telemarketing, ή την άνευ προηγουμένου επέκταση τομέων όπως το εταιρικό δίκαιο, η διοίκηση των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων και της υγείας, του ανθρωπίνου δυναμικού και των δημοσίων σχέσεων. Και αυτοί οι αριθμοί δεν αντανακλούν καν όλους εκείνους τους ανθρώπους των οποίων η δουλειά είναι να παρέχουν διοικητική και τεχνική υποστήριξη ή ασφάλεια σε αυτές τις βιομηχανίες, ή, πολύ πιο πέρα από αυτά, μια πλειάδα υποστηρικτικών υπηρεσιών (κομμωτήρια σκύλων, ολονύκτιες διανομές πίτσας) που υπάρχουν μόνο και μόνο επειδή όλοι οι υπόλοιποι ξοδεύουν τόσο πολύ χρόνο στη δουλειά τους.
Είναι αυτές που αποκαλώ «δουλειές του κώλου».