Μάης 1936: Η ζωή και ο θάνατος του Τάσου Τούση
Ο χειμώνας του 36 ήταν θυελλώδης. Φτώχεια, ακρίβεια και απολύσεις, εξαθλίωση, εξεγέρσεις, τραυματισμοί, συλλήψεις, εξορίες. Αυτό ήταν το σκηνικό απ’ τις αρχές εκείνης της φοβερής χρονιάς. Λιμενεργάτες, αυτοκινητιστές, τροχιοδρομικοί, οι εργάτες βενζίνης (Σελλ, Γκρεκοπετρόλ), οι καπνεργάτες της Καβάλας και της Δράμας, οι κλωστοϋφαντουργοί, το ένα μετά το άλλο τα σωματεία ξεσηκώνονταν. Ακολούθησαν οι φοιτητές.
Στις 28 Μαρτίου τρεις μεγάλες εταιρίες καπνού στη Θεσσαλονίκη απολύουν ξαφνικά 200 εργάτες. Την άλλη μέρα, στις 29, οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης αποφασίζουν γενική απεργία. Ζητούν οκτάωρο και καλύτερο μεροκάματο. Την άλλη μέρα η απεργία γενικεύεται σε όλη τη χώρα. Την 1η Μαΐου, γιορτάζεται η εργατική πρωτομαγιά με συγκεντρώσεις στο Σέιχ σου και στο Μπεχτσινάρ. Τις επόμενες μέρες μπαίνουν κι άλλα σωματεία στην απεργία, κατεβαίνουν στους δρόμους, συγκρούονται με την αστυνομία. Η Θεσσαλονίκη είναι ένα πραγματικό καζάνι που βράζει. Ο Ιωάννης Μεταξάς φτάνει στη Θεσσαλονίκη από το Βελιγράδι και δίνει εντολή για την καταστολή των διαδηλώσεων.
Στις 8 Μαΐου, μέρα Παρασκευή, η Θεσσαλονίκη θυμίζει πεδίο μάχης. Χιλιάδες εργάτες συγκρούονται με την αστυνομία στην Εγνατία και αλλού. Εβδομήντα οι τραυματίες, εκατό οι συλλήψεις. Κηρύσσεται 24ωρη γενική απεργία.
(...)
Στη γωνία Συγγρού και Πτολεμαίων, μπροστά στο ξενοδοχείο «Μητρόπολις», ακούστηκε κι άλλος πυροβολισμός. Μια σφαίρα διαπέρασε το κρανίο του, απ΄ το ‘να αυτί στο άλλο. «Ωχ μάνα μου, μάνα μου!» έκανε ο Τάσος, έβαλε το χέρι στα μάτια κι έπεσε στο πεζοδρόμιο.
Οι καπνεργάτες μαζεύτηκαν γύρω του, σοκαρισμένοι. Ύστερα κάποιοι ξήλωσαν μια πόρτα από ένα μαγαζί, έβαλαν τον Τάσο επάνω, έβαψαν τα μαντήλια τους και μερικά κομμάτια ψωμιού που είχαν μαζί τους με το αίμα που έτρεχε απ’ τους κροτάφους του, σήκωσαν την πόρτα στους ώμους τους και ανηφόρισαν σε νεκρική πομπή για το Διοικητήριο.