Ελφη Κιλλαχίδου-Λεφέβρ

25
10

Γιατί αργούν να μιλήσουν;

Πρόκειται, λοιπόν, για μια αποδοχή που αποτελεί άθλο στην καθημερινή μας ζωή και πολύ περισσότερο μετά από μια βίαιη, τραυματική εισβολή στην ψυχική και σωματική μας υπόσταση. Πόσοι από μας θα δεχόμασταν έναν θάνατο, μια αναπηρία μετά από τροχαίο ατύχημα ή μια ανίατη αρρώστια χωρίς το παραμικρό αίσθημα αδικίας, χωρίς την επιφωνητική φράση: «Γιατί έτυχε σε μένα; Γιατί τώρα; Τι φταίω; Δεν μου άξιζε τέτοια τύχη!». Πόσοι μπορούν απλώς και μόνον να μιλήσουν για θάνατο, αποχωρισμούς, ατυχίες ή αποτυχίες, ασθένειες που φέρνει η ζωή και όχι η αυθαίρετη εγκληματική θέληση ενός αγνώστου που γίνεται ο δήμιος της δικής μας θέλησης και ελευθερίας; Χρειάζεται, λοιπόν, μια αποποίηση των φαντασιώσεων περί παντοδυναμίας, μια αποδοχή ότι η ζωή είναι ένα είδος παλίμψηστου, ότι η μουτζούρα αποτελεί υπογραφή της εμπειρίας και όχι στίγμα προς απόκρυψη ή εξαφάνιση. Η ψυχανάλυση δεν οχυρώνεται πίσω από την άρνηση του πραγματικού, όπως εξάλλου και τα «θύματα» που καταθέτουν έστω δέκα, είκοσι, τριάντα ή και περισσότερα χρόνια μετά την τραυματική εμπειρία, τα οποία όλο και πιο συχνά αρνούνται τον χαρακτηρισμό «θύμα», εφόσον έχουν μπορέσει να αρθρώσουν δικό τους λόγο –και έχουν αφήσει πίσω τους το καθεστώς αντικειμένου στο οποίο συρρικνώθηκαν από τον δράστη του αδικήματος–, να ανασκευάσουν και να επανεγκαθιδρύσουν τις συμβολικές τους συντεταγμένες. Μια τέτοια ψυχική επεξεργασία είναι μακροχρόνια και επώδυνη, είναι έργο ζωής. Πράγμα που αναγνωρίζει εν μέρει ο νομοθέτης, εφόσον ο γαλλικός Ποινικός Κώδικας δίνει δικαίωμα καταγγελίας έως και τριάντα χρόνια μετά τη διάπραξη του αδικήματος αλλά χωρίς να έχει προβλέψει τη μη παραγραφή του! Οπότε, παρά την εκδίκαση, ο δράστης δεν εκτίει άλλη ποινή πέραν της κοινωνικής απαξίωσής του. Ο ελβετικός Ποινικός Κώδικας προβλέπει τη διά βίου μη παραγραφή αδικημάτων εξαναγκασμού σε γενετήσιες πράξεις όταν στρέφονται ενάντια σε παιδιά που δεν έχουν συμπληρώσει το δωδέκατο έτος της ηλικίας τους. Κατά τον αυστριακό Ποινικό Κώδικα, η παραγραφή αρχίζει από τη συμπλήρωση του εικοστού όγδοου έτους της ηλικίας του θύματος και κατά τον γερμανικό με το τριακοστό. Ο ελληνικός Ποινικός Κώδικας ορίζει ότι «η παραγραφή επέρχεται δεκαπέντε χρόνια μετά την πράξη, αν δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, και είκοσι, αν έχει εκκινήσει η ποινική διαδικασία».