Γυρίζοντας πίσω στα δικά μου σχολικά χρόνια, όχι εν είδει αυτοβιωματικότητας, αλλά αυτοανάλυσης και ανασυγκρότησης των γνωσιακών σχημάτων και μετα-αφηγημάτων, θυμάμαι όχι μόνο τα περιστατικά εκφοβισμού μεταξύ μαθητών, αλλά κι αυτά μεταξύ καθηγητών που νομιμοποιούσαν τα πρώτα. Θυμάμαι την καθηγήτρια Φυσικής με τη ρευστή επιτέλεση φύλου, τις μυθολογίες που κατασκεύαζαν οι μαθητές για το αν είναι γυναίκα ή άντρας ή ουδέτερο (!) και το γεγονός ότι οι υπόλοιποι καθηγητές, συχνά, συμμετείχαν σε αυτές τις κατασκευές και στερεοποιούσαν το ρευστό. Χαρακτηριστικά ανακαλώ στη μνήμη, έναν άλλο καθηγητή Φυσικής ο οποίος ισχυριζόταν ότι δεν είναι δυνατόν να ξέρει από Φυσική η «αφύσικη». Και ο καθηγητής της Ιστορίας, όμως, ενίοτε όταν κάποια φράση του την ώρα της παράδοσης «χτύπαγε»μια ψηλή οκτάβα, είτε γελούσε αυτοσαρκαστικά (αμυντικά) μαζί με τους μαθητές που γελούσαν, είτε ξερόβηχε για να δώσει το σύνθημα της προσπάθειας να κατεβάσει τη φωνή, να ξεκινήσει η κουραστική διαδικασία μιας πιο αρρενωπής ομιλιτικής πράξης.
Πώς και πού πρέπει να αναζητηθεί μια αλλαγή του σκηνικού; Σίγουρα, δεν πρέπει να είναι κανείς αντίθετος στην παρουσία ψυχολόγων στα σχολεία, δεν έχει απενοχοποιηθεί πλήρως ακόμα στη χώρα ούτε η ψυχολογική βοήθεια εν γένει, ούτε η ψυχανάλυση, και τα περισσότερα σχολεία δεν διαθέτουν καν τέτοιους επαγγελματίες, ακόμα και στην Αθήνα. Ωστόσο, γιατί να μείνει κάποιος μόνο εκεί; Γιατί να φτάσουμε απευθείας στο σημείο που εξετάζεται η εξωτερικότητα που έχει εσωτερικευθεί, γιατί να γυρίσουμε την κριτική πίσω στο άτομο, πριν καν αναζητήσουμε λίγο φως στο ίδιο το κοινωνικό, στη συγκρότηση των υποκειμένων, στην ίδια τη σχολική μικρο-κοινωνία και στη διαλεκτική της με τη μακρο-κοινωνία.