Χριστίνα Μαυροπούλου - Ελένη Μαυρούλη

17
09

Σάμπρα – Σατίλα: Η Γκουέρνικα της Βηρυτού

Το πρωί της Κυριακής 19 του μήνα, και ενόσω οι μπουλντόζες άνοιγαν λάκκους για τους ομαδικούς τάφους, ο Ζενέ καταφέρνει μαζί με τη Λαϊλά και δύο Αμερικανούς φωτογράφους να μπει στη Σατίλα παριστάνοντας τον δημοσιογράφο, εκμεταλλευόμενος «ένα διάστημα αστάθειας ανάμεσα στις 10 και στις 10.15’». Περιπλανήθηκε μόνος, επί τέσσερις ώρες, κάτω από έναν καυτό ήλιο, στις στενές «σαν χαραμάδες» διόδους, αποπροσανατολισμένος μέσα στα αιματοκυλισμένα στενοσόκακα και επιδιδόμενος σε μακάβριο κουτσό: «δρασκέλισα τα κουφάρια σαν να πηδούσα βάραθρα». «Το πρόσωπό της ήταν μαύρο και πρησμένο, στραμμένο στον ουρανό, το στόμα της ανοιχτό, κατάμαυρο από τη μύγα, με δόντια που μου φάνηκαν κάτασπρα, πρόσωπο που, χωρίς την παραμικρή σύσπαση, έμοιαζε να μορφάζει ή να χαμογελάει ή να βγάζει κάποιο σιωπηλό και μακρόσυρτο ουρλιαχτό. (…) Τα δάχτυλα των δύο χεριών ήταν ανοιχτά βεντάλια και τα δέκα δάχτυλα ήταν κομμένα σαν από κλαδευτήρι. (…) Τα ακροδάχτυλα, η τελευταία φάλαγγα, μαζί με τα νύχια, ήταν πεσμένα μέσα στη σκόνη». Αυτά είδε ο Ζαν Ζενέ. Κατέγραψε τη βαρβαρότητα, την απόλυτη ωμότητα αυτής της άγριας εμπειρίας στο «Τέσσερις ώρες στη Σατίλα».* Ένα κείμενο «ξερό», «κλινικό». Ένα κείμενο που δεν είναι δημοσιογραφικό ρεπορτάζ. Ούτε μία συναισθητικά φορτισμένη μαρτυρία. Ούτε λογοτεχνία. Ένα κείμενο «με την ακρίβεια και τη δριμύτητα ενός κατηγορητηρίου». Ένα κείμενο όπου οι νεκροί Παλαιστίνιου είναι σαν την πρώτη ύλη ενός γλύπτη, ο οποίος μαθαίνει την τέχνη του πάνω στο τραπέζι του χειρουργού-ανατόμου. Το σώμα είναι νεκρό, ακίνητο, παγωμένο, λιωμένο, παραμορφωμένο, ακρωτηριασμένο και η αποφορά των πτωμάτων «δεν έβγαινε από κάποιο σπίτι ούτε από κάποιο φριχτά βασανισμένο κορμί: έμοιαζε να βγαίνει από το δικό μου το κορμί, από όλο μου το είναι» γράφει για αυτή τη βαρβαρική γιορτή στην οποία «διέκρινα μόνο το μίσος και τη χαρά των φονιάδων».