Ελλάδα, η νέα ενεργειακή αποθήκη της Ευρώπης;
Αιολικές εγκαταστάσεις ξεφυτρώνουν συνεχώς σε όλη την Ελλάδα, στα νησιά και στην ηπειρωτική χώρα. Σύμφωνα με τα μέλη της πλατφόρμας "SOS Agrafa", μέχρι στιγμής έχουν υποβληθεί περισσότερες από 16.000 αιτήσεις για ανεμογεννήτριες ύψους άνω των 100 μέτρων. Το 73% των περιοχών που αφορούν αυτές οι αιτήσεις είναι προστατευόμενες φυσικές περιοχές, νησιά, δάση, κορυφογραμμές βουνών. Στο όνομα του "κοινού συμφέροντος", οι περιοχές Natura 2000 έχουν κυριολεκτικά χαριστεί από την ελληνική κυβέρνηση σε ιδιωτικές εταιρείες, ώστε να μπορούν να κατασκευάσουν τα αιολικά εργοστάσιά τους, τα υδροηλεκτρικά φράγματά τους και τους ηλιακούς συλλέκτες τους, καθώς και όλες τις υποδομές που τα συνοδεύουν (δίκτυο καλωδίων υψηλής τάσης, δρόμοι, μετασχηματιστές...).
Έτσι, η λεγόμενη «ενεργειακή μετάβαση» μεταφράζεται σε αύξηση της λεγόμενης "πράσινης" παραγωγικότητας της ενέργειας, η οποία απλώς προστίθεται στις άλλες, την ιδιωτικοποίηση και τη μονοπώληση των δημοσίων εδαφών, καθώς και την τσιμεντοποίηση και, ευρύτερα, τη βιομηχανοποίηση των μέχρι πρότινος προστατευόμενων ζωντανών περιοχών. Αυτή η λεγόμενη "μετάβαση" όχι μόνο δεν είναι οικολογική, αλλά ενσωματώνει ένα νεοφιλελεύθερο όραμα που μπορεί να προωθήσει μόνο καταστροφικά σχέδια παραγωγής, αντί για τη μείωση και την αποκέντρωση της παραγωγής ενέργειας. Πολλές περιβαλλοντικές οργανώσεις, τοπικές κοινότητες και ακτιβιστές αντιτίθενται σε αυτά τα έργα που επιβάλλονται σε ολόκληρη τη χώρα.
Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας πνέουν συχνά ισχυροί άνεμοι, συνθήκη που φαίνεται ιδανική για την παραγωγή αιολικής ενέργειας, ιδίως δεδομένου ότι τα δύο τρίτα της σημερινής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας βασίζονται σε ορυκτά καύσιμα (63,1% το 20192). Ωστόσο, η βιομηχανική εκμετάλλευση της αιολικής ενέργειας που επιβλήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση και την ΕΕ εξελίσσεται σαν ένα κλασικό εξορυκτικό σχέδιο: εκμετάλλευση ενός τοπικού και δημόσιου πόρου, χωρίς καμία διαβούλευση με τους κατοίκους και τις τοπικές αρχές, συνοδευόμενη από μεγάλες επενδύσεις από την κεντρική κυβέρνηση προς όφελος ιδιωτικών εθνικών ή πολυεθνικών εταιρειών.
Από την ΕΕ δόθηκαν ποσά ύψους 2,8 δισ. ευρώ στην Ελλάδα, κυρίως με τη μορφή δανείων, για την ανάπτυξη της αιολικής βιομηχανίας. Μέρος των χρημάτων από το πρόγραμμα της ΕΕ NextGenerationEU προορίζεται επίσης γι' αυτό το σκοπό3. Τον περασμένο Ιούνιο, ο υπουργός Ενέργειας ανακοίνωσε επί πλέον προϋπολογισμό 1 δισεκατομμυρίου ευρώ για την "πράσινη" μετάβαση4, ο οποίος περιλαμβάνει και άλλες μορφές ανάπτυξης πέρα από τα αιολικά εργοστάσια. Αυτό το ποσό είναι 10 φορές μεγαλύτερο από τον προϋπολογισμό για την υγεία.
Ο κυρίαρχος λόγος είναι σε μεγάλο βαθμό υπέρ της αιολικής βιομηχανίας, η ανάπτυξη της οποίας δεν δέχεται καμία επίκριση, παρά την έλλειψη διαβούλευσης με τους τοπικούς πληθυσμούς, την ιδιωτικοποίηση των προστατευόμενων περιοχών, την καταστροφή των οικοσυστημάτων και τα κέρδη που αποκομίζουν οι μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης τροφοδοτούν μια αποπροσανατολισιτκή συζήτηση που αντιπαραθέτει την ανάπτυξη των λεγόμενων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας με εκείνη των ορυκτών πηγών ενέργειας, σαν να μην υπήρχε υπάρχει το ζήτημα της εκβιομηχάνισης των εδαφών, λες και όσοι/ες αντιτίθενται στις ανεμογεννήτριες, το κάνουν απλά επειδή δεν τους αρέσουν και τάχα προτιμούν τις ορυκτές πηγές ενέργειας. Αυτό προφανώς δεν είναι αλήθεια.