Σε μια περίοδο που η Δεξιά, στην Ελλάδα, την Ευρώπη και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου, είναι κυρίαρχη, έχοντας ως μόνο πολιτικό δίλημμα αν πρέπει να παλέψει για να υπερισχύσει της ταχύτατα ανερχόμενης Ακροδεξιάς-υιοθετώντας τις περισσότερες θέσεις της-ή να συμμαχήσει μαζί της, η Αριστερά στις διάφορες εκφάνσεις της οφείλει να αναζητήσει τα βαθύτερα αίτια αυτής της ζοφερής κατάστασης, που ξεπερνούν τα (απολύτως υπαρκτά) λάθη των ανά χώρα πολιτικών φορέων της. Για να γίνει, όμως, αυτή η αναζήτηση πρέπει να πάψει ο στρουθοκαμηλισμός. Η κυριαρχία της Δεξιάς-Ακροδεξιάς είναι στην ουσία η πολιτική αποτύπωση της ηγεμονίας που έχει κατακτήσει παγκοσμίως ο καπιταλισμός. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι πώς μπορεί να ανατραπεί αυτή η ηγεμονία. Πώς δηλαδή θα γίνει επίκαιρο το πρόταγμα ενός σοσιαλισμού του 21ου αιώνα. Μόνο αν επιτευχθεί αυτό, και όχι με διάφορα επικοινωνιακά κόλπα ή απαράδεκτες αξιακές υποχωρήσεις (βλ. όσα γράφτηκαν σ’ αυτήν την στήλη για την Βάγκενκνεχτ στο φύλλο της 7ης Ιανουαρίου), η Αριστερά μπορεί να έχει ελπίδες να επιστρέψει κάποια στιγμή με αξιώσεις στο πολιτικό προσκήνιο.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, καλοδεχόμαστε σήμερα το πρώτο μέρος ενός αναστοχαστικού κειμένου του Αριστείδη Μπαλτά, ο οποίος συνεχίζει τη μακροχρόνια καλή συνήθειά του να μην αρκείται στον επιφανειακό πολιτικό σχολιασμό της επικαιρότητας, και περιμένουμε τη συνέχειά του.
Χάρης Γολέμης
Η ουσιώδης απουσία πολιτικής Αριστεράς στα τεκταινόμενα του κόσμου έχει σχολιαστεί από πολλές πλευρές. Κάποιοι έχουν ονομάσει «αριστερή μελαγχολία» την κατάσταση στην οποία έχει αυτή περιέλθει. Πρόκειται για μορφή βαθιάς θλίψης που απορρέει από μια ιδιαίτερα σημαίνουσα απώλεια, απώλεια που δεν διεξήλθε, όπως θα όφειλε, τις διεργασίες του πένθους ώστε το τραύμα που προκάλεσε να αφομοιωθεί και η ζωή να προχωρήσει με τα συνεπαγόμενα διδάγματα. Ποια είναι εν προκειμένω η απώλεια; Μα το γεγονός ότι το τέλος του 20ου αιώνα βρήκε την Αριστερά όλων των αποχρώσεων στρατηγικά ηττημένη. Χωρίς να έχει ανακύψει ένας νέος πολιτικά μαχητός ορίζοντας που θα της ξανάδινε έμπνευση και θα τη φόρτιζε με νέα δυναμική. Όπου η αίσθηση της απώλειας ενός τέτοιου ορίζοντα είναι εν προκειμένω βαθιά τραυματική γιατί το αίσιο μέλλον του κόσμου –ο πολιτικά μαχητός ορίζοντας– αποτελεί καταστατική ευθύνη της Αριστεράς: η Αριστερά συγκροτείται ως Αριστερά μέσω της ανάληψης αυτής ακριβώς της ευθύνης. Ο Φρέντρικ Τζέιμσον συνοψίζει το συναφές τραύμα με ακρίβεια: είναι πλέον ευκολότερο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου παρά το τέλος του καπιταλισμού.
Το τέλος του καπιταλισμού –δηλαδή το αίτημα του σοσιαλισμού– είχε εγγραφεί στις σημαίες της Αριστεράς όλων των αποχρώσεων ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα. Με βάση αναφοράς ένα κυριολεκτικά πρωτοφανές κοινωνικό και διεθνικό κίνημα που αγκάλιαζε λίγο πολύ όλες τις χώρες της οικουμένης, κίνημα ιδεολογικά φορτισμένο και πολιτικά στοχευμένο, που αποσκοπούσε στην οριστική εξάλειψη της ταξικής εκμετάλλευσης ενόσω στηριζόταν σε μια γενναιόδωρη θεωρία που διεκδικούσε βάσιμα τίτλους επιστημονικούς. Στο τακτικό ή καθαυτό πολιτικό επίπεδο και κατά τις συναφείς ιδεολογικές επενδύσεις, οι διαφωνίες, βέβαια, υπήρξαν πολλές και ενίοτε καταλυτικές ενώ οι πολιτικές ήττες ήταν κάποτε δραματικές. Αλλά παράλληλα υπήρξαν νίκες με κοσμοϊστορική σημασία, νίκες που καθόρισαν τις τύχες του 20ου αιώνα ενόσω εξακολουθούν να προσδιορίζουν υπόκωφα πολλά από τα μεγάλα διακυβεύματα των καιρών.
Όπου το εξακολουθούν γιατί το γεγονός ότι αυτές οι νίκες έγιναν κατορθωτές σημαίνει ότι κάποιες ανάλογες μπορούν να επιτευχθούν ξανά. Πράγμα που συνιστά τον μεγαλύτερο εφιάλτη των απανταχού κυρίαρχων: το να εξαλειφθεί η ίδια αυτή δυνατότητα ακόμη και από τη φαντασία των κοινωνιών δεν μπορεί παρά να συνιστά υπαρξιακό στόχο τους. Οι τρέχουσες, μάλιστα, εκφάνσεις αυτού του εφιάλτη είναι εκκωφαντικές: ένας ακραίος ιστορικός αναθεωρητισμός που επιδιώκει να απαλείψει ολοσχερώς από τη μνήμη τη καθοριστική συμβολή της Σοβιετικής Ένωσης και των απανταχού κομμουνιστών στη νίκη κατά του ναζισμού και του φασισμού, καθώς και η «θεωρία των δύο άκρων», συνιστούν ενεργά μέτωπα σημερινών αγώνων της Αριστεράς. Ακόμη και αν δεν έχει διαμορφωθεί ρητά ο νέος στρατηγικός ορίζοντας. Γιατί η ευθύνη της Αριστεράς δεν αφορά μόνον το μέλλον. Επεκτείνεται εξίσου καθοριστικά και σε όλα όσα αφορούν την ανάγνωση του παρελθόντος…
Έτσι ή αλλιώς πάντως, οι μεγάλες νίκες της προοπτικής του σοσιαλισμού συγκρότησαν νέα καθεστώτα. Αυτά εμπνεύστηκαν τη μορφή τους από την εμπειρία της Παρισινής Κομμούνας του 1871, όπως την είχε αναλύσει ο Μαρξ, και όπως αυτή θεωρήθηκε ότι μπορούσε να προσαρμοστεί στις εκάστοτε τοπικές συνθήκες. (Για παράδειγμα, τα «σοβιέτ» ήταν επιτροπές που ιστορικά συγκροτήθηκαν «από τα κάτω» μέσω λαϊκής αυτενέργειας.) Από την άλλη πλευρά, οι ίδιες αυτές νίκες είχαν επιτευχθεί με την αποφασιστική αρωγή κομμάτων «νέου τύπου», τον χαρακτήρα των οποίων είχε προσδιορίσει ο Λένιν ήδη από το 1902. Ωστόσο, η μετέπειτα ιστορία κατέδειξε ότι τα εφόδια αυτά δεν αρκούσαν. Παρά τις κάποτε εκπληκτικές επιτυχίες, η οικουμενική ισότητα, η γενική ελευθερία και η καθολική δικαιοσύνη –το περιεχόμενο της σοσιαλιστικής προοπτικής– δεν κατόρθωσαν να κερδίσουν τη μάχη της πράξης και κατέληξαν σε κάτι σαν παρηγορητικό όνειρο. Από τη δεκαετία του 1990 είχε καταστεί εμφανές ότι το μείζον πείραμα που συνιστούσε η οικοδόμηση του σοσιαλισμού με τα διαθέσιμα εφόδια είχε αποτύχει οριστικά. Καθώς δε επαρκέστερα εφόδια δεν είχαν ούτε έχουν αναφανεί, η αίσθηση τούτης της αποτυχίας έλαβε, ακριβώς, τη μορφή «αριστερής μελαγχολίας». Πώς να φανταστούμε το τέλος του καπιταλισμού χωρίς τα νέα εφόδια που θα μας προφύλασσαν από την επανάληψη της ίδιας αποτυχίας;
Όροι αποτυχίας και λαϊκή αυτενέργεια
Το κοινωνικό-ιδεολογικό-πολιτικό κίνημα που ενέγραψε στη σημαία του το αίτημα του σοσιαλισμού διασπάστηκε με το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου: κομμουνιστές απέναντι σε σοσιαλδημοκράτες. ολική ανατροπή και επανάσταση έναντι σταδιακών μεταρρυθμίσεων. Οι δραματικές συνθήκες που είχαν προκαλέσει την τομή καθώς και οι άμεσες επιπτώσεις της μπορούν να εξηγήσουν το πάθος που τη συνόδευσε. Αλλά στις δεκαετίες που ακολούθησαν και τουλάχιστον σε κάποιες κρίσιμες ιστορικές στιγμές, η συνέχιση του πάθους συσκότισε την πολιτική λαβή πάνω στα πράγματα. Για παράδειγμα, δεν έγινε κατορθωτό να αποτραπεί η άνοδος του φασισμού και του ναζισμού. Από τότε δε που κυριάρχησε ο νεοφιλελεύθερος μονόδρομος (έχοντας απορροφήσει εν πολλοίς και τη σοσιαλδημοκρατία), η αρχική τομή ελέγχεται ως πολιτικά έωλη: μετά το 1990, τα πολύμορφα αριστερά κινήματα, ακόμη και τα πιο ριζοσπαστικά, προβάλλουν αιτήματα που ελάχιστα διαφέρουν από εκείνα της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας.
Παράλληλα, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι οι κοινωνίες που πειραματίστηκαν με την ιδέα των σταδιακών μεταρρυθμίσεων (π.χ. οι σκανδιναβικές) δεν παρώθησαν τη λαϊκή αυτενέργεια ούτε κατόρθωσαν να προσδώσουν τη δημιουργική πνοή που εγκαλούσε η προοπτική της οικουμενικής ισότητας, της γενικής ελευθερίας και της καθολικής δικαιοσύνης. Η κοινωνική ισορροπία που είχε επιτευχθεί –όσο κι αν φαντάζει σήμερα άπιαστο όνειρο– συνοδεύτηκε από κάτι σαν πολιτισμική δυσθυμία και ιδεολογική νωθρότητα. Οι ταινίες του Μπέργκμαν αποδίδουν εναργώς την ατμόσφαιρα. Υπό αυτούς τους όρους, η οικοδόμηση του σοσιαλισμού είχε αποτύχει και από αυτήν την πλευρά.
Από μακρό-ιστορική σκοπιά, η συνολική αυτή αποτυχία δεν είναι δυσεξήγητη. Προκειμένου να εδραιωθούν οι νεωτερικές κοινωνίες, χρειάστηκαν πάνω από έξι αιώνες. Έξι αιώνες αμείλικτων συγκρούσεων, νέων ιδεών και εντυπωσιακών καινοτομιών μέσα από τις οποίες ο καπιταλισμός θα γεννιόταν και θα εύρισκε τρόπους, όχι απλώς να απλωθεί παντού, αλλά και να εμπεδώσει τα πολιτικά, ιδεολογικά, πολιτισμικά και αξιακά προαπαιτούμενα που θα απορροφούσαν τα πάντα σε ένα στερεοτυπικό αφήγημα ιστορικού μονόδρομου ενόσω ο ίδιος θα εδραίωνε το δικό του καθεστώς και τον δικό του πολιτισμό. Το καθεστώς και τον πολιτισμό του κεφαλαίου. Απέναντι σε αυτούς τους έξι αιώνες, τα 150 περίπου χρόνια στα οποία εκτυλίχθηκε το μείζον κοινωνικό-πολιτικό-ιδεολογικό πείραμα που συζητάμε συνιστά διάστημα ελάχιστο. Ιδίως αν αναλογιστούμε ότι το πείραμα δεν φιλοδοξούσε τίποτε λιγότερο από το να εξαλείψει οριστικά τις τάξεις και την πάλη τους, δηλαδή τον ίδιο τον κινητήρα της μέχρι τότε ανθρώπινης ιστορίας. Υπό αυτήν την μακρο-ιστορική προκείμενη, θα ήταν μάλλον παράδοξο το να μην αποτύχει το πρώτο μείζον πείραμα με τέτοιες κοσμοϊστορικές φιλοδοξίες.
Λιγότερο ψυχρά και αποστασιοποιημένα, τούτη η αποτυχία σημαίνει ότι οι ρηξικέλευθες ιδέες και οι γενναιόδωρες πρακτικές που φλόγισαν τη διεξαγωγή του πειράματος, καθώς και τα εκατομμύρια των ανθρώπων που θυσίασαν τα πάντα για την επιτυχία του, δεν κατόρθωσαν –κι αυτό υπήρξε αυτόχρημα τραγικό– να οικοδομήσουν έναν δημιουργικό και ζωογόνο πολιτισμό, αντίπαλο εκείνου του κεφαλαίου, με σταθερούς άξονες την οικουμενική ισότητα, τη γενική ελευθερία και την καθολική δικαιοσύνη. Βέβαια, σημαντικές αλλαγές πραγματοποιήθηκαν στην οικονομική οργάνωση, στις σχέσεις παραγωγής, στο κύρος της χειρωνακτικής εργασίας, στην κοινωνική πρόνοια, στην καθολική εκπαίδευση. Αλλά ζητήματα που αφορούν την κρατική δομή, τη διάκριση των θεσμών και τον αναγκαία ανοιχτό χαρακτήρα τους, τις σχέσεις άμεσης και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, την ελευθερία της έκφρασης και τον κοινωνικό πειραματισμό, την καλλιέργεια των ιδεών, των τεχνών και του πολιτισμού, τη βαθύτερη συγκρότηση των νοοτροπιών ίσως θίχτηκαν, αλλά έκλεισαν γρήγορα.
Μπορεί η ασφυκτική πίεση των συγκυριών να επέβαλε επείγουσες αποφάσεις, αλλά ελάχιστη μέριμνα αναλήφθηκε για αναγκαίες μετέπειτα διορθώσεις ή για τη διεύρυνση του εφικτού κατά τους εν λόγω άξονες. Έτσι η κριτική στον όλο πολιτισμό του κεφαλαίου και η συναφής ιστορική επίγνωση έφτασαν να αναχθούν σε ανούσια στερεότυπα, ενώ το καίριο ζήτημα της εξουσίας ανέλαβε κατ’ αποκλειστικότητα το Κόμμα με φύλλο συκής κάποιες βολικές υποκαταστάσεις: τα θέλω και τα πιστεύω της «εργατικής τάξης» ή του «λαού» ταυτίστηκαν άνευ ετέρου με εκείνα που εκφωνούσε και έπραττε το ίδιο το Κόμμα, ήδη απολύτως κυρίαρχο εντός κράτους και θεσμών, ενώ η μορφή «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» που κυριάρχησε υπέτασσε εκ των πραγμάτων το Κόμμα σε μια οιονεί υπερβατική ηγεσία. Έτσι, η θεμελιώδης προκείμενη ότι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού δεν μπορεί παρά να συνιστά παραγωγή της ελεύθερης λαϊκής αυτενέργειας χάθηκε από το προσκήνιο αναγόμενη σε απλή επωδό στις συναφείς τελετουργίες.
Η οριστική αποτυχία του πειράματος που συζητάμε δεν αναιρεί την προοπτική του σοσιαλισμού. Το αίτημα της οικουμενικής ισότητας αναδύεται φυσιολογικά ήδη από τα παιδικά χρόνια κάθε ανθρώπου, η αναγεννητική δύναμη της ελευθερίας αφορά όλες και όλους που αποκτούν συνείδηση του εαυτού τους, η αίσθηση της αδικίας και η ανάγκη για το δίκιο, άρα η καθολική δικαιοσύνη, εμπλέκει την καθεμιά και τον καθένα. Η προοπτική του σοσιαλισμού συνιστά κάτι σαν ανθρωπολογική σταθερά. Σταθερά που μεταφράζεται σε κοινωνικά και πολιτικά αιτήματα, όπως τα μορφοποιεί κάθε εποχή διεκδικώντας τα με τους ανάλογους τρόπους. Ήδη από την εποχή του Σπάρτακου και ακόμη πιο πριν. Η ανθρωπολογική σταθερά συνιστά εν ταυτώ και ιστορική σταθερά.
Με άλλα λόγια, η αποτυχία του κορυφαίου κοινωνικού-ιδεολογικού-πολιτικού πειράματος του οποίου συμβατική απαρχή, αλλά και ιδρυτικό κείμενο, μπορεί να εκληφθεί το Κομμουνιστικό Μανιφέστο δεν ταυτίζεται με αναίρεση της σοσιαλιστικής προοπτικής εν όλω. Εκείνο που απέτυχε είναι «απλώς» (απλώς;) μια συγκεκριμένη «εφαρμογή» της αντίστοιχης θεωρητικής μήτρας. Μήτρας αναπόφευκτα ανεπαρκούς αφού, εκτός των άλλων, ούτε ο ίδιος ο Μαρξ δεν θεωρούσε τον εαυτό του μαρξιστή. Με μια λέξη, αυτό που απέτυχε είναι «απλώς» ό,τι μπορούμε να αποκαλέσουμε σοσιαλισμό του 20ου αιώνα. Αποτυχία υπό όρους που οφείλουν να αποτιμηθούν διεξοδικά. Με τα παραπάνω απλώς να σκιαγραφούν ατελώς το συναφές αδρότατο περίγραμμα.
Η ισχύς και η ταξική ευφυΐα του αντιπάλου δεν υπήρξε αμελητέος παράγων αυτής της αποτυχίας. Κάθε άλλο. Αλλά η πολιτική ευθύνη απέναντί της δεν ανήκει σε εκείνον. Αντίθετα, είναι ευθύνη της Αριστεράς που επιμένει να υπάρχει και να δρα ακόμη και υπό συνθήκες μελαγχολίας. Είναι δική της ευθύνη να προβεί στην αυτοκριτική αποτίμηση της πορείας που οδήγησε στη δική της στρατηγική αποτυχία. Αυτοκριτική πολιτικά ενεργή ήδη από σήμερα, αυτοκριτική νηφάλια, ανοιχτή, γενναιόδωρη. Αυτοκριτική που θα καταδεικνύει, όχι μόνο με λόγο βαθύ και εξαντλητικά τεκμηριωμένο, αλλά κυρίως μέσω πολιτικής πρακτικής, ότι η ίδια όντως άντλησε τα διδάγματα της αποτυχίας και άρα ότι δεν θα επιδείξει τις ίδιες ολιγωρίες ούτε θα επαναλάβει τα ίδια λάθη. Αυτοκριτική που θα στηρίζεται, εκτός των άλλων, στην επεξεργασία των εμπειριών που συσσώρευσε συναφώς ο 20ος αιώνας μέσα από πολύμορφα κινήματα που δεν έπαψαν ποτέ να υπάρχουν, στην εμπεριστατωμένη ανάλυση των μερικώς επιτυχημένων προσπαθειών αριστερόστροφης διακυβέρνησης που είδαν το φως, στη μελέτη του πλούσιου έργου που έχει αναπτυχθεί και εξακολουθεί να αναπτύσσεται στη φιλοσοφία, στην ιστορία, στις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, στα γράμματα, στις τέχνες και στον πολιτισμό.
Μόνον υπό αυτούς τους όρους θα μπορέσει ο κόσμος να απελευθερωθεί από το βάρος τούτης της ιστορικής αποτυχίας και να εμπιστευθεί εκ νέου το μέλλον του στην Αριστερά χωρίς τις εύλογες επιφυλάξεις που επέφερε και εν πολλοίς εμπέδωσε η αποτυχία. Ή ακόμη και να της συγχωρήσει ασύγγνωστες νέες ολιγωρίες ή ασύγγνωστα νέα λάθη. Γιατί θα μπορέσει πλέον να ξεδιπλώνεται άφοβα η λαϊκή αυτενέργεια και να αναπτύσσει αυτή την κριτική και ελεγκτήρια ισχύ της. Το ότι, όπως έχει λεχθεί, ο δρόμος του σοσιαλισμού ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει σημαίνει ακριβώς αυτό.
Το ότι η προοπτική του σοσιαλισμού μπορεί έτσι να αναβιώσει και να καταστεί αυτή ξανά στόχος πολιτικά μαχητός δεν συνιστά ευσεβή πόθο ούτε ατεκμηρίωτη θεωρητική αφαίρεση. Γιατί, αν προσπαθήσουμε να δούμε κάτω από τους παφλασμούς της επιφάνειας, θα διαπιστώσουμε ότι ο κόσμος δεν έπαψε ποτέ να προσβλέπει στην Αριστερά. Ακόμη και όταν οι πολιτικές συμπεριφορές του δεν συνάδουν, όλες οι σοβαρές μελέτες πιστοποιούν ότι τα αιτήματα της οικουμενικής ισότητας, της γενικής ελευθερίας και της καθολικής δικαιοσύνης –ως ανθρωπολογική και συνάμα ιστορικά σταθερά– δεν παύουν να εισχωρούν στις ρωγμές τέτοιων συμπεριφορών και να λειτουργούν υποδόρια. Δηλαδή να λειτουργούν ως σιωπηλή πρόσκληση στην Αριστερά να αναλάβει τις ευθύνες της καταστατικά δικής της στρατηγικής προοπτικής. Να απαιτούν από εκείνη, έστω μόνον έμμεσα, να διδαχθεί από τις ολιγωρίες και τα λάθη της, ώστε τουλάχιστον να μην επαναλάβει τα ίδια. Αν είναι έτσι, τότε η σημερινή πολιτική απουσία της Αριστεράς από τα τεκταινόμενα του κόσμου απλώς πιστοποιεί ότι η Αριστερά δεν έχει ακόμη ακούσει επί της ουσίας τούτο το βουβό αίτημα και δεν έχει ανταποκριθεί αντίστοιχα. Η μελαγχολία της την έχει αποτρέψει να αναγνωρίσει ενεργά ότι η προοπτική του σοσιαλισμού συνιστά όντως ανθρωπολογική και συνάμα ιστορική σταθερά, η οποία, ως τέτοια δεν αφορά μόνον το παρελθόν. Αφορά απευθείας τόσο το παρόν όσο και το μέλλον. Και ότι η πολιτική ενεργοποίηση της προοπτικής εξαρτάται από την ίδια την Αριστερά υπό τις προϋποθέσεις της αυτοκριτικής που συζητάμε.
Προφανώς η ακριβής επισήμανση των ολιγωριών και λαθών που οδήγησαν στην αποτυχία του πειράματος συνιστά έργο μεγάλο και ιδιαίτερα σύνθετο, έργο μακράς πνοής. Αλλά μολαταύτα είναι έργο αναγκαίο που οφείλει να ξεκινήσει από σήμερα. Γιατί μόνον αυτό μπορεί να αναγνωρίσει ρητά και να ομολογήσει χωρίς φόβο την απώλεια, να φέρει σε πέρας τις διεργασίες του πένθους, να επουλώσει το τραύμα και έτσι να προσδώσει στην προοπτική του σοσιαλισμού νέα πνοή. Την νέα πνοή που απαιτεί ο 21ος αιώνας. Τη νέα πνοή που θα καθιστά τον σοσιαλισμό του 21ου αιώνα διαφορετικό από εκείνον του 20ου.
Μπορούμε να αρχίσουμε να φανταζόμαστε αυτή τη διαφορά; Μπορούμε να αρχίσουμε να φανταζόμαστε τον σοσιαλισμό του 21ου αιώνα; Δηλαδή να φτάσουμε να φανταστούμε το τέλος του καπιταλισμού προκειμένου να αποφύγουμε το τέλος του κόσμου; Όταν το τέλος του κόσμου ήδη διαγράφεται από τη συσσώρευση των μεγάλων κρίσεων που αντιμετωπίζει σήμερα ο πλανήτης ολόκληρος; Ισχυρίζομαι πως μπορούμε.
Αλλά η στοιχειώδης δικαιολόγηση του ισχυρισμού δεν μπορεί να αναληφθεί από το παρόν κείμενο. Απαιτείται τουλάχιστον ένα ακόμη. Έστω εξίσου σχηματικά διατυπωμένο.
Αριστείδης Μπαλτάς
Η ΕΠΟΧΗ