Ο Κ. Μητσοτάκης πριν λίγες μέρες προασπιζόταν τη μείωση της ανεργίας και την αύξηση των μισθών επί των ημερών του. Ποια είναι η επικρατούσα κατάσταση στην αγορά εργασίας, κατά τη γνώμη σας, δεδομένης και της ανυπαρξίας συλλογικών συμβάσεων και διαπραγματεύσεων;
Με αφορμή το ερώτημα σας, θα ήταν ενδιαφέρον να σκεφτούμε τις ιδεολογικές καταβολές της Δεξιάς και ειδικότερα του κ. Μητσοτάκη. Να θυμίσω ότι ο ίδιος δεν έχει μιλήσει μόνο για ανάπτυξη και αύξηση μισθών, αλλά κατά καιρούς έχει πει πράγματα που τον τοποθετούν σε μια ιδεολογικο-πολιτική περιοχή ξένη προς τη φιλελεύθερη δημοκρατία, όπως ότι οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας είναι μια ιδεοληψία της Αριστεράς, ότι η ανισότητα είναι περίπου μια φυσική κατάσταση που δεν αντιπαλεύεται. Κάθε καλόπιστος άνθρωπος, λοιπόν, αναρωτιέται τι μπορεί να κάνει μία κυβέρνηση υπό τον κ. Μητσοτάκη όσον αφορά βασικά κοινωνικά θέματα, στο κέντρο των οποίων είναι η εργασία. Και το κοινωνικό ζήτημα της εργασίας είναι συγχρόνως και οικονομικό ζήτημα, γιατί η πολιτική μείωσης των μισθών, που είναι μια πολιτική εσωτερικής υποτίμησης όπως είχε προδιαγραφεί ήδη από το δεύτερο μνημόνιο, μας έχει οδηγήσει εκεί που όλοι ξέρουμε: Έχουμε, δηλαδή, μια αγοραστική δύναμη που είναι περίπου η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων στη Βουλγαρία. Έχουμε μόνο μια μικρή απόσταση, είμαστε στη δεύτερη θέση από το τέλος. Να θυμίσω ότι το δεύτερο μνημόνιο και το εφαρμοστικό του νομοθέτημα (η πράξη 6 του υπουργικού συμβουλίου, το 2012) είχαν διακηρυγμένο στόχο την εσωτερική υποτίμηση δια της μείωσης των μισθών, προκειμένου να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Βλέπετε που έχουμε καταλήξει σήμερα. Αξίζει να σημειώσουμε ακόμα ότι όποια μέτρα λαμβάνει η κυβέρνηση από το 2019 μέχρι σήμερα, είναι μέτρα ακριβώς που συνεχίζουν αυτή την ίδια πολιτική και μάλιστα τώρα πια χωρίς τους καταναγκασμούς των μνημονίων. Είναι ελεύθερη επιλογή της κυβέρνησης. Πρόκειται για τα μέτρα που ακρωτηριάζουν τις συλλογικές συμβάσεις και τη διαιτησία και ενισχύουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την ατομική σύμβαση εργασίας και το διευθυντικό δικαίωμα. Αποτέλεσμα είναι η διάχυση των επισφαλών εργασιακών σχέσεων και έτσι έχουμε και ένα αντι-οικονομικό αποτέλεσμα, καθώς, όπως έδειξε και η εμπειρία των μνημονίων, η μείωση των μισθών πλήττει καίρια και την οικονομία, διότι το 70% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες χώρες, και τις ανεπτυγμένες, προέρχεται από την εσωτερική ζήτηση, την οποία είχαν ρημάξει οι πολιτικές των μνημονίων και συνεχίζει να ρημάζει η κυβέρνηση της ΝΔ. Δεν παίρνει κανένα μέτρο για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό της απληστίας και αυτό απεικονίζεται στην ξέφρενη άνοδο των τιμών των τροφίμων. Επομένως, βρισκόμαστε σε μία κατάσταση όπου η όποια ανάπτυξη που παρουσιάζεται, την βλέπουμε στους αριθμούς και δεν διαχέεται στην κοινωνία, γιατί λείπουν οι μηχανισμοί που θα διασφαλίσουν τη διανομή του παραγόμενου προϊόντος και την αναδιανομή του προς όφελος των εργαζομένων και της μεγάλης πλειονότητας των κοινωνικών στρωμάτων. Αυτοί είναι, πρώτιστα, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που στην Ελλάδα έχουν την ιδιαιτερότητα ότι στηρίζονται στον επικουρικό μηχανισμό της διαιτησίας. Μία κατάκτηση του 1990, με τη συναίνεση όλων των πολιτικών δυνάμεων στην τότε βουλή και την οποία κάποιες κυβερνήσεις και προ μνημονίων είχαν αρχίσει να ξηλώνουν. Αλλά ο ακρωτηριασμός της διαιτησίας έλαβε χώρα κατά το δεύτερο μνημόνιο και το εφαρμοστικό του νομοθέτημα, όπου καταργήθηκε ουσιαστικά το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, που εξασφάλιζε ότι όποια διαφωνία παρουσιαζόταν στις συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, θα μπορεί να επιλυθεί στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ). Αυτός ο δρόμος κόπηκε και έτσι κόπηκε και το πλαίσιο λειτουργίας της συλλογικής αυτονομίας, των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Γιατί όταν η εργοδοτική πλευρά δεν αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί μια διαφορά στη διαπραγμάτευση να οδηγηθεί στη διαιτησία και να βρεθεί μια ισορροπημένη λύση, τότε είναι εντελώς απρόθυμη να διαπραγματευτούν σε μια συλλογική σύμβαση εργασίας. Το αποτέλεσμα, λοιπόν, είναι ότι με αυτή τη συνθήκη και χωρίς να λειτουργεί πια η διαιτησία, η εργοδοτική πλευρά αρνείται να κάνει υποχωρήσεις στις όποιες συλλογικές διαπραγματεύσεις ανοίγουν και στη συνέχεια οι διαφορές αυτές δεν πάνε στη διαιτησία, εξαιτίας της κατάργησης της μονομερούς προσφυγής και άρα η ρύθμιση των όρων εργασίας, μισθολογικών και μη, να γυρίζει στα χέρια του εργοδότη, με εργαλείο την ατομική σύμβαση εργασίας και το διευθυντικό δικαίωμα, δύο μηχανισμοί που ενισχύονται, αφού δεν υπάρχει πια η δυνατότητα συλλογικής ρύθμισης των όρων εργασίας, όπου έτσι οι εργαζόμενοι μέσω των συνδικάτων τους βρίσκονται σε καλύτερη θέση για την προστασία και την προαγωγή των συμφερόντων τους. Αυτή είναι η κατάσταση σήμερα, στην οποία επέφερε ένα πολύ ισχυρό χτύπημα το δεύτερο μνημόνιο. Πολιτική που συνεχίζει από το 2019 η κυβέρνηση. Τότε είχαμε ένα νομοθέτημα που το σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων εργασίας άνοιξε σε πολλά σημεία, καθώς υπάρχουν πια στο Δίκαιό μας πάρα πολλές εξαιρέσεις και ευχέρειες από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας για τους εργοδότες. Παρά δε την αποκατάσταση από το ΣτΕ της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία το 2014, που έκρινε πως το δικαίωμα στηρίζεται στο Σύνταγμα, ουσιαστικά αυτή η απόφαση ανατράπηκε με νομοθέτημα του 2019, που το δικαίωμα υποβάλλεται σε τόσες διαδικαστικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις, που καθιστούν περίπου αδύνατη την άσκησή του από τη μεγάλη πλειονότητα των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Εκεί έχουμε καταλήξει και γι’ αυτό οι μισθοί καταρρέουν, γι’ αυτό η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων καταρρέει και αυτό το πληρώνει και η οικονομία και οι επιχειρήσεις που ζουν από την εσωτερική ζήτηση και γι’ αυτό περιμένουμε κάθε καλοκαίρι να αυξηθούν τα εισοδήματα και να υπάρξουν θετικές επιπτώσεις στην οικονομία από τον τουρισμό.
Ταυτόχρονα, με τον νόμο Χατζηδάκη το 2021, ξηλώθηκαν ακόμα πόσα δικαιώματα όσον αφορά τον χρόνο εργασίας, τις υπερωρίες κτλ…
Το νομοθέτημα αυτό, ανάμεσα σε άλλα, επέτρεψε στον εργοδότη να ζητά και να παίρνει από τους εργαζόμενους δύο επιπλέον ώρες εργασίας μετά το 8ωρο τους, απλήρωτες. Η επιχειρηματολογία τότε του κ. Χατζηδάκη ήταν ότι αυτές τις ώρες θα τις μετατρέψει ο εργαζόμενος σε πρόσθετα ρεπό και άδειες αναψυχής για να μπορέσουν να μαζέψουν τις ελιές τους… Αυτό μου θύμισε το παλιό «η εργασία απελευθερώνει». Μια εργασία απλήρωτη ποτέ δεν απελευθερώνει τον εργαζόμενο. Τώρα πια δε με την παράλληλη απασχόληση, ο εργαζόμενος μπορεί να εργάζεται μέχρι και 13 ώρες το 24ωρο, ενώ η τελευταία αλλαγή αφορά και στην εισαγωγή της εργασίας την 6η ημέρα, ο θάνατος δηλαδή του πενθημέρου. Η εργασία την 6η ημέρα παρέχεται και πάλι με διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη. Εκτός από κάποιους οριακούς περιορισμούς στον εργοδότη, αυτός αρκεί να προαναγγείλει την εργασία την 6η μέρα στο Εργάνη και αυτή γίνεται δεκτή λόγω του διευθυντικού του δικαιώματος. Είμαστε, δηλαδή, και ένα βήμα πίσω από την ατομική σύμβαση εργασίας. Αν η ατομική σύμβαση είναι η παρένδυση της βίας και της ανομίας στις εργασιακές σχέσεις, το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη είναι η απόλυτη μη συντεταγμένη εργοδοτική εξουσία να κάνει σχεδόν τα πάντα στις εργασιακές σχέσεις. Αυτό το λέω γιατί στην ατομική διαπραγμάτευση, ο απόλυτος κυρίαρχος είναι ο εργοδότης που υπαγορεύει όποιους όρους θέλει περίπου, με εξαίρεση τα ελάχιστα δικαιώματα που κατοχυρώνονται από τους εργατικούς νόμους -όταν συμβαίνει αυτό βέβαια. Όταν και οι νόμοι ξηλώνονται, ακόμα και αυτό το ελάχιστο πλαίσιο προστασίας καταλύεται. Από τη στιγμή που ο εργοδότης μπορεί να υπαγορεύει τους όρους εργασίας που τον συμφέρουν, αυτό αυτομάτως μεταφράζεται στις εργασιακές σχέσεις ως καθεστώς ανομίας, γιατί αυτό που συμφέρει μόνο τη μία πλευρά στις σχέσεις εργασίας, δεν μπορεί ποτέ να είναι δίκαιο. Να προσθέσουμε δε πως υπήρξε και συστηματική κακοποίηση του δικαιώματος στην απεργία, που είχε ξεκινήσει περίπου από τα μέσα της δεκαετίας του ‘80, με τα μέτρα της δεύτερης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, αλλά εντάθηκε στη συνέχεια σε εξοντωτικό βαθμό με τη στάση των δικαστηρίων απέναντι σε ένα δικαίωμα που το εγγυάται το Σύνταγμα. Στα δικαστήρια η μεγάλη πλειονότητα των απεργιών κρίνεται παράνομη. Ο πρώην εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Δ. Λινός, είχε πει σε αγόρευσή του για το δικαίωμα της απεργίας και το κριτήριο νομιμότητας, την παροιμιώδη φράση πως «το δικαίωμα της απεργίας είναι το πιο κακοποιημένο δικαίωμα» και εννοούσε από τα δικαστήρια. Τώρα πια, μετά τον νόμο Χατζηδάκη, τα συνδικαλιστικά δικαιώματα και προστασία ουσιαστικά αποκεφαλίζονται όταν δεν εγγράφονται οι συνδικαλιστικές οργανώσεις στο Γενικό Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων και έτσι έχουμε να κάνουμε με ένα εφιαλτικό θεσμικό περιβάλλον, που δεν επιτρέπει στους εργαζόμενους να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους. Βέβαια, εν τω μεταξύ το ΣτΕ έχει πάρει απόφαση που έκρινε αντισυνταγματική αυτή τη ρύθμιση, αλλά περιμένουμε την απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ για την υπόθεση.
Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε να αυξάνονται τα εργατικά ατυχήματα και δυστυχήματα. Το νομοθετικό πλαίσιο είναι επαρκές και, το κυριότερο, υπάρχουν οι απαραίτητοι μηχανισμοί ελέγχου για την τήρησή του;
Υπάρχει ένα θεσμικό πλαίσιο για την προστασία της ζωής και της υγείας των εργαζομένων, αλλά δεν τηρείται. Και όταν κάποιος κανόνας δεν τηρείται, ο νους μας πηγαίνει στα διοικητικά και δικαστικά όργανα που είναι επιφορτισμένα με τον έλεγχο της τήρησης των μέτρων. Η Επιθεώρηση Εργασίας έχει υποστεί όλα τα μεγάλα πλήγματα από το 2019 και έκτοτε, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κάνει στην πράξη τη δουλειά της, δηλαδή τον έλεγχο των εργοδοτικών παραβάσεων σ’ αυτά τα θέματα, οπότε επειδή και ο δικαστικός έλεγχος είναι υπερβολικά βραδύς ή/και ανεπαρκής, δεν επαναφέρει το σύστημα στις ράγες του. Επομένως, έχουμε μια σοβαρή στέρηση στην αντιμετώπιση των εργατικών ατυχημάτων και δυστυχημάτων και τα αποτελέσματα αυτών των κενών στο θεσμικό οπλοστάσιο και στον δικαστικό έλεγχο, τα βλέπουμε στην πράξη.
Την Τετάρτη ήταν η απεργία της Πρωτομαγιάς, ενώ και το προηγούμενο διάστημα έγιναν δύο μεγάλες πανεργατικές απεργιακές κινητοποιήσεις. Πώς πιστεύετε πρέπει να κινηθούν οι διεκδικήσεις των συνδικάτων; Θα έπρεπε πέραν της επαναφοράς κεκτημένων, να τεθούν και πιο προωθητικές προτάσεις, πχ όπως είναι η 4ημερη εργασία;
Τα συνδικάτα, ανεξάρτητα από το πού βρίσκεται σήμερα η θεσμική διάπλαση των εργασιακών σχέσεων, πρέπει να εμείνουν στα πάγια αιτήματά τους: στην επιστροφή των συλλογικών συμβάσεων στις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Για παράδειγμα, η εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας πρέπει να ξαναγυρίσει στα χέρια της ΓΣΕΕ και των εργοδοτικών οργανώσεων. Παρενθετικά να σημειώσω πως η απίστευτη προπαγάνδα που έγινε εναντίον των συλλογικών συμβάσεων εργασίας επικαλέστηκε στοιχεία που είτε ήταν ψευδή, είτε μισές αλήθειες. Αν θυμάστε το 2012, η επίσημη προπαγάνδα, που ήταν προπαγάνδα και των πιστωτών της χώρας, αλλά και της τότε κυβέρνησης, ήταν πως σε πολλές χώρες δεν αποφασίζουν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις για τον κατώτατο μισθό, αλλά το κράτος. Πρώτον, υπάρχει μια χτυπητή αντίφαση σε αυτή την επιχειρηματολογία, γιατί υποτίθεται ότι σε μια φιλελεύθερη οικονομία, το κράτος απέχει από το να καθορίζει την τιμή ενός βασικού οικονομικού και κοινωνικού αγαθού, όπως είναι η εργασία. Δεύτερον, το επιχείρημα είναι ψευδές γιατί σε όσες χώρες το κράτος αποφασίζει για τον κατώτατο μισθό, συμβαίνει γιατί δεν υπάρχουν οι θεσμικές εγγυήσεις που επιτρέπουν να καθοριστεί ο κατώτατος μισθός με συλλογική σύμβαση εργασίας. Με άλλα λόγια, στις χώρες αυτές δεν υπάρχει εθνική γενική σύμβαση εργασίας που να καλύπτει το σύνολο των εργαζομένων της χώρας, πχ το Ηνωμένο Βασίλειο όπου η κυβέρνηση Μπλερ έφτιαξε μία κρατική επιτροπή που αποφασίζει για τον κατώτατο, αλλά λόγω αδυναμίας του συστήματος. Στη χώρα μας είχαμε πάντοτε τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που καθόριζαν τους ελάχιστους όρους εργασίας των εργαζομένων και έτσι δεν υπήρχε το πρόβλημα που υπήρχε σε άλλες χώρες. Αλλά επειδή η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης βασιζόταν στη μείωση των μισθών, χρειαζόταν ένα εργαλείο που θα επέτρεπε να συμβεί αυτό. Κατά τον καθορισμό του κατώτατου μισθού από το κράτος, ποτέ δεν ακολουθήθηκε η αντίστοιχη άνοδος με αυτή των τιμών. Μετά τη δραστική του μείωση το 2012, έκτοτε έχουμε κατώτατους μισθούς που αδυνατούν να προλάβουν τον πληθωρισμό και την ακρίβεια. Γυρνώντας στα αιτήματα των συνδικάτων, αυτά πρέπει να εμείνουν στην επιστροφή των συλλογικών συμβάσεων εργασίας στα χέρια των οργανώσεων και στην υπεράσπιση του 8ωρου που έχει υποστεί πολλαπλά πλήγματα. Η πρώτη διεθνής σύμβαση εργασίας, που έγινε στην Ουάσιγκτον το 1919, είχε ως αντικείμενο το 8ωρο και έχουμε φτάσει σήμερα στην κατάλυση του 8ωρου και του 5ημέρου και σε πολλές περιπτώσεις με την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, ούτε καν μέσω ατομικής σύμβασης. Υπάρχει, τέλος, και ένα σημαντικό ζήτημα που αναφέρεται στην ετοιμότητα και διαθεσιμότητα των ανθρώπων να παλέψουν για τη ζωή τους. Αν θέλουμε να κάνουμε μία χαρτογράφηση της κοινωνικής κατάστασης των ανθρώπων, θα λέγαμε ότι χαρακτηρίζεται από την κατάρρευση της ελπίδας και από τον φόβο. Ο φόβος είναι διάχυτος και ιδίως στους εργαζόμενους μήπως χάσουν και αυτά τα λίγα που έχουν. Για να χρησιμοποιήσω μια ρήση ενός μεγάλου γερμανού δραματουργού: οι άνθρωποι ασκούν το θεμελιώδες δικαίωμά τους στον φόβο. Η συνθήκη αυτή, όμως, δεν επιτρέπει καμία απολύτως ελπίδα ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας με τον δικό της αγώνα. Όποτε μίλησε ο λαός μπορεί να έγραψε και ήττες, αλλά έγραψε και νίκες, πχ το 2001 ο πάνδημος ξεσηκωμός των Ελλήνων για τη μείωση των συντάξεων σε επίπεδο προνοιακού επιδόματος, οδήγησε στη μεγάλη ανατροπή του σχεδίου της κυβέρνησης Σημίτη. Οι κοινωνίες, λοιπόν, πρέπει να μιλάνε και στο εκλογικό επίπεδο, αλλά και στον καθημερινό αγώνα. Δεν είμαι αισιόδοξος για τη διαθεσιμότητα των εργαζομένων να υπερασπιστούν τις ζωές τους, αλλά ο θεός δεν ασχολείται και δεν λύνει τέτοιου είδους προβλήματα. Οι πολίτες πρέπει να πάρουν τις ζωές τους στα χέρια τους. Και αυτό περιμένουμε να γίνει, γιατί αυτή η υπαρκτή δημοκρατία που έχουμε, με αρκετά ολιγαρχικά στοιχεία, που κατά Χάμπερμας είναι διαβουλευτική, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι και συγκρουσιακή. Αυτό, δηλαδή, που είχε διατυπώσει και ο Ηράκλειτος: όλα είναι αποτέλεσμα της εναντίωσης και της αντίστασης.
Τζέλα Αλιπράντη