Macro

Χρήστος Λάσκος: Να ξαναμιλήσουμε για την εκμετάλλευση

Την ικανότητα του οικονομολόγου, συντρόφου και φίλου Χρήστου Λάσκου να ασκεί μια τεκμηριωμένη και σε βάθος μαρξιστική πολιτική και ιδεολογική κριτική στα τεκταινόμενα, με τα βιβλία του, τα άρθρα του, αλλά και παρεμβάσεις του σε δημόσιες εκδηλώσεις και παλαιότερες κρίσιμες κομματικές διαδικασίες, την γνωρίζουμε εδώ και πολλά χρόνια. Την επιβεβαιώσαμε για μια ακόμα φορά διαβάζοντας το τελευταίο βιβλίο του με τίτλο Να ξαναμιλήσουμε για την εκμετάλλευση. Απλοϊκά μαθήματα πολιτικής οικονομίας (εκδόσεις Τόπος, 2024), στο οποίο αποδομεί την κυρίαρχη οικονομική ερμηνεία γεγονότων και εννοιών, όπως αυτή μας παρουσιάζεται καθημερινά από τους συστημικούς σχολιαστές των ΜΜΕ, την πλειονότητα των πολιτικών, αλλά και διάφορων πανεπιστημιακών. Στο προηγούμενο φύλλο της Εποχής ο Πέτρος-Λινάρδος Ρυλμόν έκανε μια πολύ ενδιαφέρουσα και περιεκτική κριτική σ’ αυτό το βιβλίο, προλαμβάνοντας το προγραμματισμένο εδώ και πολύ καιρό για τη σημερινή ημερομηνία περιεχόμενο αυτής της στήλης, στην οποία παρουσιάζουμε 4 από τα 47 «απλοϊκά μαθήματα», τα περισσότερα εκ των οποίων εμφανίστηκαν σε μια πρώτη μορφή στον καλό ιστότοπο rednblack (το κόκκινο και το μαύρο). Σε όσες και όσους αρέσει ο εύληπτος, μαχητικός, πολλές φορές σαρκαστικός, τρόπος γραφής του Λάσκου, συνιστούμε να αγοράσουν και να διαβάσουν το βιβλίο του. Θα διαπιστώσουν ότι εκπληρώνει την επιδίωξη του συγγραφέα: «…[Β]οηθάει τον πολιτικό αγώνα για τη χειραφέτηση, δίνοντας επιχειρήματα στις κατώτερες τάξεις…».
 
Χ.Γο.
 
 
Η ιδέα είναι να σχολιάζονται κεντρικά θέματα της οικονομίας με τρόπο εύληπτο, ευχάριστο, κατά το δυνατόν έγκυρο και πολύ σύντομο. Άρα, θα μείνει μακριά από ακαδημαϊκότητες και τις αντίστοιχες προδιαγραφές των «πέιπερς». Δεν θα έχει σημειώσεις ούτε αναφορές. Που σημαίνει πως η αναγνώστρια θα πρέπει να έχει εμπιστοσύνη και να θεωρεί δεδομένη την εντιμότητα του γράφοντα. Σκοπός είναι η αποδόμηση των ορθόδοξων αστικών ερμηνειών, καθώς και η διευκρίνιση των «ανορθόδοξων» επιχειρημάτων.
 
 
Απλοϊκό μάθημα #1: Παραγωγικότητα και μισθοί
 
 
Η ορθόδοξη οικονομική θεωρία ισχυρίζεται πως ο μισθός των εργαζομένων καθορίζεται από την παραγωγικότητά τους. Για να το πω περισσότερο «επιστημονικά», ο μισθός ισούται με την χρηματική αξία της οριακής παραγωγικότητας, πράγμα που σημαίνει πως είναι ανάλογος της τελευταίας. Η πολλή «επιστήμη», βέβαια, δεν είναι ιδιαίτερα αναγκαία προκειμένου να κατανοηθεί η αστοχία της κρατούσας θεωρίας-με σαφείς τους ταξικά μεροληπτικούς στόχους.
 
Η αποδοχή αυτής της άποψης «αποδεικνύει» το δίκαιον της εισοδηματικής διανομής στον καπιταλισμό, στο μέτρο που ο κάθε παραγωγικός συντελεστής αμείβεται βάσει της συμβολής του στο τελικό προϊόν, πράγμα που ισχύει και αναφορικά με τις αμοιβές των μισθωτών. Το κέρδος του επιχειρηματία αντικατοπτρίζει τη συμβολή του κεφαλαίου στη παραγωγή, ενώ η παραγωγικότητα του μεγαλομάνατζερ έναντι αυτής της δασκάλας εξηγεί το γεγονός πως ο πρώτος έχει «μισθό» μέχρι και χίλιες φορές μεγαλύτερο από την εκπαιδευτικό. Ακόμη και ο «μεσαίος» παίρνει δεκάδες φορές τα χρήματα της δασκάλας.
 
Παρακάμπτοντας το γεγονός πως ένας θεός ξέρει κατά πόσο είναι στα σοβαρά μετρήσιμες οι παραγωγικότητες αυτού του είδους, θα δώσω ένα πολύ γνωστό παράδειγμα, που αποδομεί, με διασκεδαστικό τρόπο, την ορθόδοξη θεωρία -και την αναλυτική παρουσίασή του θα βρείτε στον Χα-Τζουν Τσάνγκ1.
 
Πάρτε δύο οδηγούς λεωφορείου, που εργάζονται, αντίστοιχα, στη Στοκχόλμη και στην Καλκούτα. Ο Σουηδός έχει μισθό περίπου σαράντα φορές μεγαλύτερο από εκείνον του Ινδού. Πείτε μου, τώρα, ποιος σοβαρός άνθρωπος θα πίστευε πως αυτή η κολοσσιαία διαφορά οφείλεται στην ανάλογη διαφορά της παραγωγικότητάς τους; Ότι, δηλαδή, ο Σουηδός, στον ίδιο χρόνο, προσφέρει δεκάδες φορές «περισσότερη» υπηρεσία από τον Ινδό.
 
Ένας «μορφωμένος» ορθόδοξος οικονομολόγος θα μπορούσε, βέβαια, να ισχυριστεί πως ο Σουηδός διαθέτει πολύ μεγαλύτερο ανθρώπινο κεφάλαιο από τον Ινδό και αυτό εξηγεί την περιγραφόμενη κατάσταση. Ποιος, ωστόσο, θα θεωρούσε λογικό πως η γνώση, από μέρους του Όλαφ, των όσων συνέβησαν στις 16 Νοεμβρίου 1632 στη μάχη μεταξύ Γουσταύου Αδόλφου και Βάλενσταϊν έξω από το Λούτσεν2 προσθέτει κάτι στην εργασιακή του παραγωγικότητα;
 
Για να πάμε, όμως, στην πραγματική εργασιακή κατάσταση του καθενός. Ο Όλαφ οδηγεί στους θαυμαστούς δρόμους της πρωτεύουσας της Σουηδίας σε συνθήκες, που, τις περισσότερες φορές επιτρέπουν μια λειτουργία παρόμοια αυτής του αυτόματου πιλότου. Ο Τζαβαχαρλάλ, σε κάθε διαδρομή, είναι υποχρεωμένους να σταματάει μπροστά στις αγελάδες, να αποφεύγει ακροβατικά τις περιφερόμενες κατσίκες, με τρόπο, μάλιστα, που να μην εκσφενδονιστούν οι επιβάτες, οι οποίοι είναι κρεμασμένοι σαν τσαμπιά στο εξωτερικό μέρος του λεωφορείου. Και μαζί να κινείται μέσα σε δρόμους που κατακλύζονται από ανθρώπους, τρίκυκλα και κότες. Η περιγραφή, όπως, καταλαβαίνετε είναι συνοπτική και αφαιρετική. Είναι επαρκής, όμως, για να καταδείξει την ακαταλληλότητα της ορθόδοξης -νεοκλασσικής-θεωρίας. Ποιος πιστεύει, στ’ αλήθεια, πως ο Όλαφ είναι παραγωγικότερος του Τζαβαχαρλάλ και γι’ αυτό αμείβεται τόσο καλύτερα;
 
 
Απλοϊκό μάθημα #2: Καινοτομία και αγορά
 
 
Μια από τις σταθερές της κυρίαρχης οικονομολογίας είναι ότι το μεγάλο πλεονέκτημα της «ελεύθερης αγοράς» είναι πως προάγει την καινοτομία και, μέσω αυτής, την καθολική ευημερία. Για όσους, βέβαια, μοχθούν. Δηλαδή για τους τσέο, τους αθλητές της περιστρεφόμενης πόρτας, τις Καϊλήδες, τους ευέλικτους και τις ευέλικτες. Βέβαια και οι υπόλοιποι κερδίζουν μέσω της «διάχυσης του πλούτου» από πάνω προς τα κάτω. Πράγμα που μπορούμε να δείξουμε με ένα παράδειγμα.
 
Αναλογιστείτε ένα τραπέζι γύρω από το οποίο κάθονται ο Μασκ, ο Μπέζος, ο Γκέιτς και ο Μπράνσον, ενώ εσείς είστε στο πάτωμα, ακριβώς από κάτω. Δεν είναι προφανές πως όσο περισσότερα φαγητά εμφανίζονται στο τραπέζι τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να πέσει κάτι και κάτω, ώστε να ευνοηθείτε κι εσείς; Ηλίου φαεινότερο.
 
Ας επανέλθω, όμως στο κυρίως θέμα, την καινοτομία, που αυξάνει την ευημερία. Σύμφωνα, λοιπόν, με την κυρίαρχη άποψη, ο καπιταλισμός είναι το κατεξοχήν κοινωνικό σύστημα που προάγει την καινοτομία, αλλά και την επιστημονική ανάπτυξη, που, όλο και περισσότερο, βρίσκεται στη βάση της. Όπως το έθετε ο Σουμπέτερ, η ανθρώπινη ανάπτυξη βασίζεται στη «δημιουργική καταστροφή», που ανανεώνει την οικονομία και αυξάνει την ευτυχία. Οι καπιταλιστές έχουν κίνητρο να προωθούν διαρκώς νέες τεχνικές και προϊόντα -είναι προς το συμφέρον τους. Έτσι οδηγούν την κοινωνία σε όλο και υψηλότερα επίπεδα διαβίωσης.
 
Είναι έτσι τα πράγματα; Σε ένα βαθμό είναι. Πράγματι οι καπιταλιστές είναι διαθέσιμοι να παράγουν τα πάντα προκειμένου να κερδίσουν. Ο ανταγωνισμός όντως τους ωθεί στο να εκμεταλλεύονται κάθε νέα τεχνολογία, κάθε επιστημονικό αποτέλεσμα προκειμένου να κερδίσουν.
 
Μόνο που, όπως σε όλα όσα αφορούν το εκμεταλλευτικότερο -κι έτσι δυναμικότερο- των συστημάτων, τίποτε δεν θα προχωρούσε αν δεν λειτουργούσαν στην οικονομία και την κοινωνία και άλλα, πλην του κέρδους, κίνητρα, ακριβώς αντίθετα από αυτά που το ίδιο εισήγαγε και προάγει.
 
Πρώτον, την μεγάλη επιστήμη δημιούργησαν, ως επί το πλείστον, όχι ατομικιστικές ανθρώπινες μηχανές, αλλά γνήσια «ψώνια», που ενδιαφέρονταν, π.χ., όχι για το μάρκετινγκ, αλλά για το πόσα και ποια είναι τα κουάρκ στην Φύση. Ή, για το αν υπήρχε χρόνος πριν από το Μπινγκ Μπανγκ. Ή αν οι πρώτοι αριθμοί είναι άπειροι ή όχι. Κι άλλα τέτοια αντιπαραγωγικά.
 
Δεύτερον, σε ό,τι αφορά μεγάλες εφευρέσεις, όπως τα διαστημικά οχήματα ή τους υπολογιστές, ακόμη κι ένα πρωτόλειο ίντερνετ, η μη -ανταγωνιστική Σοβιετική Ένωση, προηγήθηκε κατά πολύ του γνήσιου και καθαρού καπιταλισμού. Τόσο που ανάγκασε τον Κένεντι να χρηματοδοτήσει αδρά την αμερικάνικη εκπαίδευση και τη διαστημική υπηρεσία γιατί κάηκε, στην κυριολεξία, ο κώλος του, όταν αντιλήφθηκε πως απαιτείται πολύς και ευρύς «κεντρικός σχεδιασμός», για να γίνει στοιχειώδης δουλειά.
 
Τρίτον, όπως αποδεικνύει η Μαριάννα Ματσουκάτο, το σύνολο, όχι μόνο της βασικής αλλά και της εφαρμοσμένης έρευνας, πραγματοποιείται πολύ μακριά από τα εργαστήρια των εταιριών, οι οποίες ως προς αυτό τρώνε τη σκόνη των πανεπιστημίων και των δημόσιων ερευνητικών κέντρων. Από το διαδίκτυο μέχρι τα κινητά και από τα αεριωθούμενα μέχρι την πυρηνική και τις ιατρικές της εφαρμογές, από τις θεραπείες των ασθενειών μέχρι τα μεταφορικά δίκτυα, κι άλλα χίλια, όλα μα όλα έχουν βασιστεί σε έρευνα δημόσιων φορέων, όπου η συλλογικότητα και η συνεργασία -κόντρα στα κυρίαρχα κίνητρα- παίζουν, όλο και περισσότερο, καθοριστικό ρόλο.
 
Κι ένα τελευταίο. Όταν αναφερόμαστε σε καινοτομίες θα πρέπει να ξέρουμε την πραγματική παραγωγική και κοινωνική τους επίπτωση.
 
Όπως έχει ειπωθεί, το πλυντήριο άλλαξε τον κόσμο πολύ περισσότερο από ό,τι το διαδίκτυο.
 
 
Απλοϊκό μάθημα #3: Το μεγάλο κεφάλαιο στον κόσμο και την Ελλάδα
 
 
Η κακή συνήθεια της Αριστεράς να βάζει στο στόχο της σχεδόν αποκλειστικά το «μεγάλο κεφάλαιο» δεν σημαίνει πως αυτό δεν συνιστά μια καταλυτική πραγματικότητα -και όχι μόνο οικονομικά. Το μικρό, το μεσαίο ή το «μικρομεσαίο» κεφάλαιο δεν παύουν, βέβαια, να είναι εκμεταλλευτικές οντότητες, βαμπίρ, που έλεγε κι ο Μαρξ, που τρέφονται απομυζώντας την ζωντανή εργασία.
 
Τα μεγέθη, ωστόσο, έχουν σημασία. Η παγκόσμια τάξη διαμορφώνεται καθοριστικά από την κυριαρχική παρουσία των γιγάντιων πολυεθνικών επιχειρήσεων στο μέτρο που πάνω από τη μισή πλανητική παραγωγή και εμπόριο διενεργούνται από μερικές εκατοντάδες τέτοιες εταιρίες.
 
Θα παραθέσω, λοιπόν, μερικά απλοϊκά στοιχεία, σχετικά, χρήσιμα για έναν πρώτο προσανατολισμό.
 
Το 2022, η κεφαλαιοποίηση της Apple, της Microsoft και της SaudiAramco ήταν, πάνω κάτω, για την καθεμιά, στα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή 10 φορές το ελληνικό ΑΕΠ, αλλά και περίπου το μισό ΑΕΠ της Γερμανίας, 5ης οικονομίας στον κόσμο!
 
Οι 100 δε μεγαλύτερες εταιρίες έχουν συνολική χρηματιστηριακή αξία 30 τρισεκατομμύρια δολάρια, όταν το παγκόσμιο ΑΕΠ είναι, όλο κι όλο, 100. Και, μάλιστα, σε μια χρονιά, στην οποία οι περισσότερες είδαν σημαντική μείωση -ως ακραίο παράδειγμα, η Tesla είδε μείωση της κεφαλαιοποίησής της κατά 70%!
 
Θα πει, βέβαια, κάποιος: καλά, γιατί να χρησιμοποιήσουμε την χρηματιστηριακή αξία, μέγεθος ευμετάβλητο, υποκείμενο σε ακραίες, συχνά, διακυμάνσεις; Για τον απλό λόγο, πως έχει σημασία να ξέρουμε πόσο τμήμα του ετήσιου προϊόντος απαιτείται, για να αγοράσουμε (sic) μια τέτοια εταιρία. Η Ελλάδα, λοιπόν, αν ήθελε να αγοράσει την Apple, στη τωρινή της, σχετικά υποβαθμισμένη τιμή της, θα έπρεπε να δώσει 12 περίπου ΑΕΠ της.
 
Ας χρησιμοποιήσουμε, όμως, έναν άλλο δείκτη, τα κέρδη που πραγματοποίησαν οι εταιρίες το 2021, χρονιά για την οποία, τη στιγμή που γράφω, έχουμε στοιχεία. Οι 5 πιο κερδοφόρες εταιρίες στον κόσμο είχαν κέρδη, κατά σειρά: η SaudiAramco 105 δισεκατομμύρια δολάρια, η Apple 101, η Berkshire Hathaway 90, η Alphabet 76 και η Microsoft 71. Σύνολο, 450 δισεκατομμύρια, που είναι ποσό μεγαλύτερο από την ετήσια αύξηση του αμερικάνικου ΑΕΠ μιας καλής σχετικά από τις τελευταίες χρονιές. Χωρίς να επικαλούμαστε και καμιά ιδιαίτερη «επιστημονικότητα» γίνεται, νομίζω, προφανής η τεράστια ισχύς των εταιρικών γιγάντων.
 
Ας έρθουμε τώρα στην Ελλάδα. Η συνολική κεφαλαιοποίηση των 30 μεγαλύτερων εταιρειών είναι γύρω στα 80 δισεκατομμύρια ευρώ, που σημαίνει το 40% του ελληνικού ΑΕΠ. Κατά σειρά, έχουμε την 3Ε με 11 δισεκατομμύρια, τον ΟΤΕ με 6, τον ΟΠΑΠ με 6, επίσης, το ίδιο και η Eurobank και η Εθνική, ενώ ο Μυτιληναίος έχει χρηματιστηριακή αξία ίση με 4 δισεκατομμύρια. Σε ό,τι αφορά την κερδοφορία έχουμε συνολικά κέρδη περίπου 11 δισεκατομμύρια, που είναι περισσότερο από την ετήσια αύξηση του εθνικού προϊόντος.
 
Γιατί αυτή η παρουσίαση; Για να φανεί πόσο μεγάλη είναι η ισχύς, που διαθέτει η ηγεμονική μερίδα της παγκόσμιας, αλλά και της εγχώριας, καπιταλιστικής τάξης. Αν η ΙΤΤ, μόνη της σχεδόν, ανέτρεψε την Unidad Popular στη Χιλή, η σημερινή δύναμη πυρός είναι κατά πολύ μεγαλύτερη. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που, εδώ και κάποιες δεκαετίες, λειτουργεί με ενιαίο τρόπο, ως υπερεθνική οντότητα με τον καθοριστικότερο, ίσως, ρόλο στη διαμόρφωση της τύχης μας.
 
 
Απλοϊκό μάθημα #4: Οι πλούσιοι δολοφονούν τον πλανήτη
 
 
Οι πλούσιοι -και μόνον αυτοί- είναι, που δολοφονούν τον πλανήτη μας. Τα στοιχεία είναι συντριπτικά. Κάνοντας μια συγχρονική σύγκριση, σήμερα, οι πλούσιες χώρες ευθύνονται σε υπερθετικό βαθμό για την παγκόσμια ρύπανση, οι πλούσιοι εντός των χωρών ρυπαίνουν δεκάδες φορές περισσότερο από τους φτωχούς, ενώ, επιπλέον, είναι οι φτωχοί, που πληρώνουν, πολλές φορές αποκλειστικά, τις συνέπειες της ρύπανσης στη ζωή τους.
 
Η διαχρονική εξέλιξη είναι ακόμη περισσότερο, από κάποιες απόψεις, προκλητική κοινωνικά. Σύμφωνα με στοιχεία της Oxfam, μεταξύ 1990 και 2015, οι εκπομπές ρύπων στην ΕΕ έχουν μειωθεί κατά 25% περίπου. Ακκίζονται μια σειρά από πράσινα ακροκεντρώα κόμματα -με πρώτους τους Γερμανούς Grünen- πως η «επιτυχία» αυτή είναι, σε μεγάλο βαθμό, αποτέλεσμα της δικής τους παρέμβασης. Στην πραγματικότητα, η συγκεκριμένη επίδοση οφείλεται, καθολοκληρίαν, μπορούμε να πούμε, και πάλι στις κατώτερες τάξεις.
 
Σύμφωνα πάλι με την Oxfam, την ίδια περίοδο, το ανώτερο 10% του ευρω-ενωσιακού πληθυσμού αύξησε (!) τους ρύπους του κατά 3%, το μεσαίο 40% τους μείωσε κατά 13%, ενώ το φτωχότερο 50% κατά 34%!.
 
Επιπλέον, τα εισοδηματικά ανώτερα κλιμάκια των 4 πλουσιότερων χωρών της ΕΕ εκπέμπουν περισσότερο από τον συνολικό πληθυσμό των 16 φτωχότερων χωρών.
 
Στην πραγματικότητα, δηλαδή, η όση, τέλος πάντων, «πράσινη μετάβαση» βασίζεται στην επιδείνωση των συνθηκών ζωής των εργατικών τάξεων, οι οποίες, μάλιστα, καταγγέλλονται και ως «περιβαλλοντικώς καθυστερημένες».
 
Κι όμως, προκειμένου να πιάσουμε τον στόχο της μη -αύξησης της θερμοκρασίας πάνω από 1.5οC, οι «πλούσιοι και όμορφοι», για να χρησιμοποιήσω έναν εύστοχο προσδιορισμό του Γερμανού κοινωνιολόγου Κλάους Ντέρε (Klaus Dörre), θα έπρεπε να μειώσουν τους ρύπους τους κατά 3%, ενώ το φτωχότερο -και ασχημότερο και πολιτισμικά καθυστερημένο- μισό του πληθυσμού κατά 50%. Τόσο εύκολο και τόσο αδύνατο! Με στοιχειώδη αναδιανεμητική μέριμνα και χωρίς και καμιά ιδιαίτερη απώλεια για τους «ευκατάστατους και ευαισθητοποιημένους» τα πράγματα θα ήταν σίγουρα καλύτερα.
 
Δεδομένων των παραπάνω εξηγείται και νομιμοποιείται απολύτως η στάση των κίτρινων γιλέκων να στασιάσουν εναντίον των λεγόμενων «πράσινων» φόρων, που εισήγαγε ο οικολόγος Μακρόν.
 
Το αίσχος, όμως, δεν τελειώνει με όσα ήδη επισημάνθηκαν. Οι πλούσιες χώρες έχουν συμφωνήσει να ενισχύσουν τις «πράσινες» πολιτικές στον Νότο. Προβάλλουν, μάλιστα, τη συνεισφορά τους ως δείγμα πλανητικής ενσυναίσθησης. Θέλω να πω, δεν αποδέχονται πως είναι οι αποκλειστικοί υπαίτιοι της κλιματικής καταστροφής και γι’ αυτό πρέπει να πληρώσουν, αλλά εμφανίζουν την χρηματοδότηση των φτωχών χωρών ως «βοήθεια». Πρόκειται για κλασσική περίπτωση φιλανθρωποκαπιταλισμού, δηλαδή, μιας από τις πιο χυδαίες μορφές στυγνού ιμπεριαλισμού.
 
Για να έχουμε μια αίσθηση των μεγεθών -και χωρίς ίχνος σπισισμού, από μέρους μου- οι Αμερικανοί ξοδεύουν τετραπλάσια ποσά από τη συνολική πραγματική χρηματοδότηση του Νότου μόνο για να ταΐζουν τους σκύλους και τις γάτες τους, ενώ, στην Ανατολική Αφρική, όπου έχει να βρέξει 7 χρόνια, η πείνα σκοτώνει 2 ανθρώπους κάθε λεπτό της ώρας.
 
Να το πω ξανά: είναι οι πλούσιοι που δολοφονούν τη Γη, ζώντας οι ίδιοι, συχνά, ζωή «κοντά στη φύση». Τα ευγενή προάστια έχουν σαφώς μεγαλύτερο οικολογικό αποτύπωμα από τις φτωχές συνοικίες, ενώ, π.χ., με όλη την «ευαισθησία», η κατανάλωση νερού από μέρους τους είναι πολύ μεγαλύτερη -ακόμη κι αν δεν διαθέτουν περίβλεπτες πισίνες.
 
Μένοντας στο τόσο σημαντικό αυτό ζήτημα, πρώτης προτεραιότητας για την ανθρωπότητα, είναι ενδιαφέρον να παραθέσω μερικούς αριθμούς αναφορικά με την ημερήσια κατανάλωση νερού κατά εισοδηματική κατηγορία. Παίρνω ως παράδειγμα το Κέϊπ Τάουν, από την αναδυόμενη Νότια Αφρική, μέλους των BRICS, μια «ενδιάμεση», δηλαδή, περίπτωση. Η ανώτερη τάξη καταναλώνει 2100 λίτρα, η ανώτερη μεσαία 1000 λίτρα, η κατώτερη μεσαία 200, η χαμηλότερη 150 και οι κάτοικοι των παραγκουπόλεων 40 λίτρα.
 
 
 
Σημειώσεις:
 
1. ΣτΕ: Νοτιοκορεάτης οικονομολόγος, καθηγητής οικονομικών στη Σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών (SOAS) του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.
 
2. Στις 16 Νοεμβρίου 1632 έγινε έξω από την πόλη Λούτσεν της Σαξονίας μια από τις κρισιμότερες μάχες του καταστροφικού για την Ευρώπη Τριακονταετούς Πολέμου (1618-1648). Στη συγκεκριμένη μάχη συγκρούστηκαν οι προτεσταντικές σουηδικές και γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις υπό τον βασιλιά Γουσταύο Αδόλφο με τις καθολικές δυνάμεις της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπό τον στρατηγό Άλμπερτ φον Βαλενστάϊν. Και οι δύο πλευρές είχαν μεγάλες απώλειες, ανάμεσα στις οποίες και ο ίδιος ο Γουσταύος Αδόλφος.
 
Χρήστος Λάσκος