Macro

Michael Roberts: Ο Κέυνς και η αριστερά

«Οι θεωρίες του John Maynard Keynes παρέχουν το στέρεο διανοητικό πλαίσιο για τις απόψεις που οι συνδικαλιστές είχαν πάντα ακολουθούσαν και ενστικτωδώς γνώριζαν ότι ήταν σωστές» (Συνομοσπονδία Εργατικών Συνδικάτων Βρετανίας, TUC, 1968, σ. 85).
 
Οι ιδέες και οι θεωρίες του John Maynard Keynes εξακολουθούν να κυριαρχούν στις οικονομικές θεωρήσεις και πολιτικές προτάσεις των ηγετών του εργατικού κινήματος στις μεγάλες καπιταλιστικές οικονομίες. Ο Κέϋνς θεωρείται ότι προσφέρει έναν «τρίτο δρόμο» μεταξύ της φιλοκαπιταλιστικής οικονομίας της «ελεύθερης αγοράς» που κυριαρχεί στα πανεπιστήμια (και μεταξύ των στρατηγικών συμβούλων της κυβέρνησης) και του αντίθετου πόλου των επικίνδυνων επαναστατικών Μαρξιστικών οικονομικών. Ο Κέϋνς υποστήριξε ότι, με μια συνετή γκάμα μέτρων πολιτικής, ο καπιταλισμός μπορεί να λειτουργήσει καλύτερα και να έχει τέτοια διαχείριση ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των πολλών, χωρίς να διαταραχθεί η κοινωνική δομή της κοινωνίας.
 
Σε αυτό το blog και αλλού, έχω αναπτύξει μια μακρά και λεπτομερή κριτική στα Κεϋνσιανά οικονομικά. Αλλά αρκεί να πούμε τώρα ότι οι οικονομολόγοι της ελεύθερης αγοράς ισχυρίζονται ότι η ευημερία θα επιτευχθεί όσο οι καπιταλιστές είναι απαλλαγμένοι από οποιουσδήποτε κανονισμούς και περιορισμούς (για περιβάλλον, ασφάλεια, υγεία κ.λπ.) ή υπερβολική φορολογία, ενώ οι αγορές διατηρούνται «ανταγωνιστικές» και απαλλαγμένες από μονοπώλια, ιδιαίτερα στην «αγορά εργασίας», π.χ. από συνδικαλιστικές οργανώσεις. Τότε οι καπιταλιστές μπορούν να ανταγωνιστούν ελεύθερα για να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη και με αυτόν τον τρόπο θα επενδύσουν σε νέα τεχνολογία για να ενισχύσουν την παραγωγικότητα της εργασίας και να απασχολήσουν περισσότερους εργάτες, των οποίων οι μισθοί στη συνέχεια θα αυξηθούν. Όλοι κερδίζουν.
 
Οι κεϋνσιανοί απαντούν ότι ο καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς («laisser-faire Economics», τον ονόμασε ο Keynes) δεν λειτουργεί επειδή η οικονομία της αγοράς έχει ρήγματα που προκαλούν μια χρόνια έλλειψη «αποτελεσματικής ζήτησης». Η συγκράτηση των μισθών για την ενίσχυση των κερδών σημαίνει ότι οι καπιταλιστές δεν μπορούν να πουλήσουν όλη την παραγωγή τους και αναγκάζονται περιοδικά σε απολύσεις εργαζομένων με συνέπεια να επέρχεται ανεργία. Είναι απαραίτητο οι κυβερνήσεις να παρέμβουν και να αυξήσουν τα επίπεδα μισθών ή/και να αυξήσουν τις κρατικές δαπάνες για να καλύψουν το κενό στην συνολική ζήτηση. Τότε αυτό θα δημιουργήσει αρκετή ζήτηση για τους καπιταλιστές να πουλήσουν τα αγαθά τους και να αποκομίσουν κέρδος. Επομένως, μια συνετή μακροοικονομική διαχείριση της οικονομίας της αγοράς μπορεί να λειτουργήσει για όλους.
 
Η μαρξιστική άποψη είναι ότι δεν πρόκειται για ένα ζήτημα έλλειψης ζήτησης ή χαμηλού μισθού, ή ανισότητας στην κατανομή των εισοδημάτων, αλλά πρόβλημα στο ίδιο το σύστημα κερδοφορίας της παραγωγής. Η αντίφαση του καπιταλισμού είναι ότι, παρά τις προσπάθειες των καπιταλιστών, η μέση κερδοφορία θα πέσει με την πάροδο του χρόνου. Αυτό προκαλεί επαναλαμβανόμενες και τακτικές κρίσεις που δεν μπορούν να επιλυθούν από τις «ελεύθερες αγορές» ή την Κεϋνσιανή μακροοικονομική διαχείριση.
 
Αυτή η μαρξιστική άποψη ασκεί ελάχιστη έλξη μεταξύ των οικονομολόγων και των ηγετών του εργατικού κινήματος. Η κυριαρχία της Κεϋνσιανής σκέψης μεταξύ της «αριστεράς» και του εργατικού κινήματος εκφράστηκε με μεγαλύτερη σαφήνεια στο Ηνωμένο Βασίλειο μόλις την περασμένη εβδομάδα σε μια έκθεση στο Συνέδριο του Βρετανικού Εργατικού Συνδικάτου (TUC) σχετικά με την κατάσταση της βρετανικής οικονομίας και την αντιμετώπιση της.
 
Η έκθεση συντάχθηκε και παρουσιάστηκε από τον Geoff Tily, κορυφαίο οικονομολόγο του TUC. Ο Τάιλι είναι ένας σταθερός και ενθουσιώδης οπαδός του Κέϋνς, το έργο του οποίου θεωρεί ριζοσπαστικό και σχετικό με την επίλυση των προβλημάτων του καπιταλισμού του 21ου αιώνα. Το βιβλίο του « Προδομένος Κέινς» θεωρείται ως ένα από τα πιο σημαντικά για την τεκμηρίωση της άποψης ότι ο Κέϋνς ήταν ένας ριζοσπάστης μεταρρυθμιστής της οικονομίας της αγοράς και των οικονομιών.
 
Η έκθεση TUC προσφέρει έναν εμπεριστατωμένο απολογισμό (με στοιχεία και αριθμούς) της συγκλονιστικής αποτυχίας του βρετανικού κεφαλαίου. Η βρετανική οικονομία δεν θεωρείται πλέον μόνο ως «ο άρρωστος άνθρωπος της Ευρώπης», αλλά και της G7 και μάλιστα των 30 κορυφαίων οικονομιών στον κόσμο, τουλάχιστον σύμφωνα με το ΔΝΤ, το οποίο εκτιμά ότι είναι η μόνη μεγάλη οικονομία που θα εισέλθει σε ύφεση φέτος.
 
Η έκθεση TUC περιγράφει την οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου σαν μία «καταδίκη σε θηλιά» (doom loop), έναν όρο που χρησιμοποιεί η σημερινή εκπρόσωπος των Εργατικών για τα οικονομικά, Ρέιτσελ Ριβς: « Αυτή η κυβέρνηση έχει εξωθήσει την οικονομία μας σε μία καταδίκη σε θηλιά – όπου η χαμηλή ανάπτυξη οδηγεί σε υψηλότερους φόρους, χαμηλότερες επενδύσεις, συμπιεσμένους μισθούς και εξασθένιση των δημοσίων υπηρεσιών. Όλα αυτά έπληξαν ξανά την ανάπτυξη» (Rachel Reeves, απάντηση στο Autumn Statement, 17 Νοεμβρίου 2022). Σύμφωνα με το επιχείρημα της “καταδίκης σε θηλιά”, η τεράστια διάβρωση περίπου του ενός τρίτου της οικονομίας του Ηνωμένου Βασιλείου και το μπλοκαρισμένο επίπεδο ζωής των εργαζομένων είναι συνέπεια των πολιτικών δημοσιονομικής «λιτότητας» που εφαρμόζονται από το 2010. Η έκθεση TUC αναφέρεται στον πρώην μαρξιστή (τώρα Κεϋνσιανός) Paul Mason, ο οποίος εξηγεί την θηλιά:
 
« η προσφορά είναι ελλιπής, αλλά η άμεση αιτία αυτής της ανεπάρκειας είναι η ενεργός ζήτηση. Αυτό σημαίνει ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής από το 2022 και το 2023 εντείνουν την συσταλτική πολιτική παρά την ανεπαρκή συνολική ζήτηση ».
 
Έτσι, η αποτυχία του βρετανικού κεφαλαίου οφείλεται στις πολιτικές λιτότητας από το 2010, με περικοπές κρατικών δαπανών που προκαλούν έλλειψη ζήτησης. Αυτό που συνέβη στο βρετανικό κεφάλαιο πριν από το 2010 αγνοείται. Η απάντηση της οικονομικής πολιτικής είναι να αντιστραφεί η λιτότητα, να αυξηθούν οι κρατικές δαπάνες και οι μισθοί και στη συνέχεια η ενεργός ζήτηση να αυξηθεί μέσω αυτού που ονομάζεται Κεϋνσιανός πολλαπλασιαστής αποκαθιστώντας έτσι την ανάπτυξη. «Με καθορισμένους αυτούς τους μηχανισμούς, η χαμένη ευημερία μπορεί να αποκατασταθεί».
 
Η έκθεση TUC επικρίνει όσους αριστερούς εκτιμούν ότι η τρέχουσα κρίση οφείλεται σε περιορισμούς προσφοράς. Αντίθετα, «αυτό που είναι λάθος είναι ότι η υπάρχουσα παραγωγική ικανότητα και οι πόροι υποχρησιμοποιούνται και όχι ότι χρειάζεται απλώς να επενδύσουμε για περισσότερο παραγωγικό δυναμικό». Η έκθεση TUC αναφέρεται σε ένα άρθρο του James Meadway, ο οποίος υποστηρίζει ότι «ο πυρήνας μιας αριστερής στρατηγικής σήμερα – συμπεριλαμβανομένου του προγράμματός της για το περιβάλλον – είναι η αναδιανομή». (Μέντγουεϊ) . Μπορεί να μην είναι αυτό το νόημα του Meadway, αλλά η έκθεση TUC θέλει να το ερμηνεύσει αυτό ώστε να σημαίνει ότι δεν είναι απαραίτητο να αντικατασταθεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, αλλά απλώς να γίνει πιο δίκαιη η αναδιανομή του εισοδήματος και η οικονομία θα πηδήξει προς τα εμπρός.
 
Το άρθρο της εφημερίδας Guardian περιέγραψε, επαινώντας την, ότι η έκθεση TUC « βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην πρόσφατη βιβλιογραφία των «Νέων Μακροοικονομικών», η οποία με τη σειρά της παραπέμπει στις ιστορικές συνεισφορές του JA Hobson (1858-1940) και του JM Keynes (1883-1946). Αυτά τονίζουν τη σχέση μεταξύ μιας πολύ υψηλής απόδοσης πλούτου και της πολύ χαμηλής απόδοσης στην εργασία, και των θεωριών υπερπαραγωγής και υποκατανάλωσης. Αντί για την ελλιπή προσφορά, το υποκείμενο πρόβλημα της παγκόσμιας οικονομίας είναι η υπερβολική προσφορά στο πλαίσιο της ελλιπούς ζήτησης». Πραγματικά – υπερβολική προσφορά!
 
Όπως αναφέρει η έκθεση TUC, το πρόβλημα είναι ότι «η υπερβολική ανισορροπία της εργασίας ως προς τον πλούτο στρεβλώνει την οικονομική δραστηριότητα μέσω μιας εξάρθρωσης μεταξύ της συνολικής παραγωγής και της συνολικής αγοραστικής δύναμης. Από τη μία πλευρά, οι πολύ χαμηλοί μισθοί κάνουν τα αγαθά και τις υπηρεσίες απλησίαστα για τους εργαζομένους. Από την άλλη πλευρά, οι τεράστιοι πόροι των πλουσίων δεν αποζημιώνουν επειδή αυτοί ενδιαφέρονται σχετικά λιγότερο για αγαθά και υπηρεσίες…. Ως εκ τούτου, η κατανάλωση υπολείπεται και το αποτέλεσμα είναι η υπερπαραγωγή».
 
Έτσι, ο Tily μας παρουσιάζει μια θολή θεωρία που βασίζεται στην υποκατανάλωση. Όπως λέει, η λογική της άποψής του « οδηγεί στο ζωτικό συμπέρασμα ότι η υποκατάσταση και η υπερπαραγωγή είναι σχετικές έννοιες: η παραγωγή είναι μόνο υπερβολική σε σχέση με την ελλιπή αγοραστική δύναμη και αμοιβή. Επομένως, μια καλύτερη ισορροπία μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου θα επιτρέψει υψηλότερη παραγωγή με την απόλυτη έννοια. Η ανάλυση αυτή άρεσε πάντα στην αριστερά, κυρίως παρακινώντας στο Εργατικό Μανιφέστο του 1945: η υπερπαραγωγή δεν είναι η αιτία της οικονομικής κατάπτωσης και της ανεργίας. Είναι η υποκατανάλωση που ευθύνεται (η υπογράμμιση δική μου)».
 
Αυτή η ακατέργαστη θεωρία της υποκατανάλωσης των κρίσεων διαψεύστηκε από τον Μαρξ πριν από 160 χρόνια και έχει αποδειχθεί εσφαλμένη εμπειρικά με την πάροδο του χρόνου . Δεν είναι καν με αυστηρούς όρους η θεωρία του Keynes. Αλλά είναι προφανώς το θεμέλιο της τρέχουσας ανάλυσης του TUC. Ποια είναι η αιτία αυτής της χρόνιας υποκατανάλωσης; Σύμφωνα με τον Tily, οι επενδύσεις δεν μπορούν να επεκτείνουν την παραγωγική ικανότητα εάν τα επιτόκια, το κόστος δανεισμού, είναι πολύ υψηλά. Ο Κέϋνς έδειξε ότι τα υψηλά επιτόκια που ορίζονται από το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο είναι αυτά που αποδυναμώνουν το παραγωγικό κεφάλαιο και όχι η υποκείμενη κερδοφορία του παραγωγικού κεφαλαίου. Όπως το θέτει ο Τάιλι: «Το επίκεντρο της ανάλυσής του και μεγάλο μέρος της πρακτικής της δουλειάς ήταν η εξασφάλιση μιας μόνιμης μείωσης του μακροπρόθεσμου επιτοκίου». Στην πραγματικότητα, τερματίζοντας εντελώς τον κανόνα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, «την ευθανασία του ενοικιαστή» όπως την αποκάλεσε ο Κέινς.
 
Ο τρόπος με τον οποίο αυτό επρόκειτο να επιτευχθεί δεδομένου του διευρυνόμενου ρόλου του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στις σύγχρονες οικονομίες δεν έχει διευκρινιστεί. Η μεταρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα μέσω «κανονιστικών ρυθμίσεων» είναι προφανώς το μέτρο πολιτικής. Καλή τύχη με αυτό! Η TUC και ο Tily δεν υποστηρίζουν ποτέ τη δημόσια ιδιοκτησία των μεγάλων τραπεζών και το κλείσιμο κερδοσκοπικών hedge funds και επενδυτικών τραπεζών. Τέτοιες πολιτικές είναι ταμπού.
 
Επιπλέον, πώς εξηγούμε γιατί τα πολύ χαμηλά επιτόκια που απολάμβανε η Βρετανία τα τελευταία 20 χρόνια δεν οδήγησαν σε ταχύτερες επενδύσεις και ανάπτυξη στον παραγωγικό τομέα; Η απάντηση του Tily είναι ότι « θα πρέπει να γίνει μια διάκριση μεταξύ των πολιτικών χαμηλών επιτοκίων του Keynes και του τρόπου νομισματικής πολιτικής την τελευταία δεκαετία. Ο Κέϋνς επεδίωξε τα χαμηλά επιτόκια πάνω απ’ όλα για να ενισχύσει τις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου και οραματίστηκε την εγχώρια δράση στο πλαίσιο του ελέγχου κεφαλαίων στον διεθνή τομέα. Οι πολιτικές χαμηλών επιτοκίων σήμερα βρίσκονται στο πλαίσιο ενός εντελώς απορυθμισμένου παγκόσμιου καθεστώτος. Αντί να ενθαρρύνουν την εγχώρια παραγωγή, τα χαμηλά επιτόκια έχουν ανακυκλωθεί για να κερδίσουν υψηλές αποδόσεις σε πιο κερδοσκοπικούς τομείς».
 
Ίσως ναι, αλλά αυτό εξακολουθεί να εγείρει το ερώτημα: γιατί αυτή τη φορά οι τράπεζες και οι μεγάλες επιχειρήσεις επιδόθηκαν σε χρηματοοικονομική κερδοσκοπία και όχι σε παραγωγικές επενδύσεις (όπως, σύμφωνα με τον Tily, συνέβη στη Χρυσή Εποχή); Ο λόγος σίγουρα είναι ότι τώρα είναι πιο κερδοφόρο να κάνεις το πρώτο από το να κάνεις το δεύτερο. Στη χρυσή εποχή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η κερδοφορία ήταν υψηλή στους παραγωγικούς τομείς και ο χρηματοπιστωτικός τομέας δεν ήταν κυρίαρχος. Είναι η πτώση της κερδοφορίας που οδήγησε στη μετάβαση στην χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία.
 
Είναι ενδιαφέρον ότι ο Tily υποχωρεί ελαφρώς από την άποψή του ότι είναι η θεωρία του Keynes για τα επιτόκια και όχι η κερδοφορία που παρέχει την εξήγηση των κρίσεων, όταν παραδέχεται ότι «σε θεωρητική βάση η ιδέα (από την πλευρά της προσφοράς) ενός μειωμένου ποσοστού κέρδους μπορεί ακόμη να είναι πειστική και να θεωρείται ότι δικαιώνεται από τα αποτελέσματα της παραγωγικότητας σε μακρύ ορίζοντα».
 
Και ο Τάιλι συνεχίζει να παραδέχεται ότι ο Κέϋνς δεν ήταν ριζοσπάστης μεταρρυθμιστής όπως ισχυρίζεται, όντας σθεναρά αντίθετος στα μαρξιστικά οικονομικά. «Ο Κέϋνς έχει καταγραφεί να κάνει ηλίθιες παρατηρήσεις, για παράδειγμα στο (1925) «Μια σύντομη άποψη της Ρωσίας»: «Πώς μπορώ να υιοθετήσω μια πίστη που, προτιμώντας τη λάσπη από το ψάρι, εξυψώνει το ανήλικο προλεταριάτο πάνω από τους αστούς και τη διανόηση ποιος, οι οποίοι παρά τα όποια ελαττώματα, είναι η ποιότητα στη ζωή και σίγουρα φέρνουν τους σπόρους όλης της ανθρώπινης προόδου;» ( CW IX, σελ. 258) Πράγματι, ο Κέϋνς αρνήθηκε να υποστηρίξει το Εργατικό Κόμμα τη δεκαετία του 1930, συμπαραστεκόμενος στους Φιλελεύθερους επειδή οι Εργατικοί ήταν «ένα ταξικό κόμμα και η τάξη αυτή δεν είναι τάξη μου. Ο ταξικός πόλεμος θα με βρει στο πλευρό της μορφωμένης αστικής τάξης».
 
Όσον αφορά την υποστήριξη των αυξήσεων μισθών για την επίλυση κρίσεων, ο Κέϋνς δεν ήταν τόσο πρόθυμος να αυξήσει τους μισθούς σαν μια λύση στην οικονομική ύφεση. «Γενικά, μια αύξηση της απασχόλησης μπορεί να συμβεί μόνο με τη συνοδεία μείωσης των ποσοστών των πραγματικών μισθών. Επομένως, δεν αμφισβητώ αυτό το ζωτικό γεγονός που οι κλασικοί οικονομολόγοι έχουν (δικαίως) υποστηρίξει ως αδιάσειστο». Πράγματι, ο Κέϋνς στα τελευταία του χρόνια τόνιζε όλο και περισσότερο την ορθότητα της «οικονομίας της αγοράς, αυτού που αποκαλούσε «κλασική οικονομία». «Δεν υποθέτω ότι η (νεο)κλασική συνταγή θα λειτουργήσει από μόνη της ή ότι μπορούμε να εξαρτηθούμε από αυτήν. Χρειαζόμαστε ταχύτερα και λιγότερο επώδυνα βοηθήματα. Μακροπρόθεσμα, όμως, αυτά τα μέσα θα λειτουργήσουν καλύτερα και θα χρειαστούν λιγότερο, αν επίσης λειτουργεί η κλασική θεραπευτική αγωγή. Και αν απορρίψουμε εντελώς το φάρμακο αυτό από τα συστήματά μας, μπορεί απλώς να περνάμε από το ένα βοήθημα στο άλλο και να μην συνέλθουμε ποτέ». (Keynes 1940).
 
Στα τελευταία του χρόνια ο Κέϋνς είπε το εξής: «Αν οι κεντρικοί μας έλεγχοι κατορθώσουν να δημιουργήσουν έναν συνολικό όγκο παραγωγής που αντιστοιχεί όσο το δυνατόν πλησιέστερα στην πλήρη απασχόληση, η κλασική θεωρία επανέρχεται από αυτό το σημείο και μετά». Έτσι, μόλις ολοκληρωθεί η πλήρης απασχόληση, μπορούμε να παραιτηθούμε από τον προγραμματισμό και τις «κοινωνικές επενδύσεις» και να επιστρέψουμε στις ελεύθερες αγορές και στην κυρίαρχη νεοκλασική οικονομία και πολιτική: «το αποτέλεσμα της πλήρωσης των κενών στην κλασική θεωρία δεν σημαίνει να ξεφορτωθούμε το « Σύστημα του Μάντσεστερ» (δλδ τις « ελεύθερες» αγορές – MR ), αλλά να υποδείξουμε τη φύση του περιβάλλοντος που απαιτεί το ελεύθερο παιχνίδι των οικονομικών δυνάμεων, προκειμένου να αξιοποιηθούν οι πλήρεις δυνατότητες της παραγωγής».
 
Όταν ο κήρυκας της ελεύθερης αγοράς Friedrich Hayek δημοσίευσε το βιβλίο του, “Ο δρόμος προς τη δουλεία” (The Road to Serfdom), το οποίο κήρυττε ότι ο κρατικός έλεγχος θα τερματίσει τη «δημοκρατία» και την ελευθερία της οικονομίας της αγοράς, ο Keynes έγραψε στον Hayek: « Ηθικά και φιλοσοφικά βρίσκομαι σε συμφωνία σχεδόν με το σύνολο (του βιβλίου), και όχι μόνο σε συμφωνία με αυτό, αλλά σε μια συμφωνία βαθιάς συγκίνησης»!
 
Όπως κατέληξε: «Στο μεγαλύτερο μέρος, νομίζω ότι ο καπιταλισμός, σοφά διαχειριζόμενος, μπορεί πιθανώς να γίνει πιο αποτελεσματικός για την επίτευξη των οικονομικών σκοπών από οποιαδήποτε άλλο υπαρκτό εναλλακτικό σύστημα, αλλά αυτό από μόνο του είναι από πολλές απόψεις εξαιρετικά απαράδεκτο. Το πρόβλημά μας είναι να δημιουργήσουμε μια κοινωνική οργάνωση που θα είναι όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματική χωρίς να προσβάλει τις αντιλήψεις μας για έναν ικανοποιητικό τρόπο ζωής ». Το κίνητρο του κέρδους πρέπει να παραμείνει: « Η απώλεια κέρδους μπορεί να οφείλεται σε κάθε λογική αιτία, αλλά εκτός από την περίπτωση να πάμε στον κομμουνισμό, δεν υπάρχει δυνατότητα θεραπείας της ανεργίας παρά μόνο με την αποκατάσταση του κατάλληλου περιθωρίου κέρδους στους εργοδότες». Όπως υποστήριξε ο Keynes ότι «η οικονομική ευημερία… εξαρτάται από μια πολιτική και κοινωνική ατμόσφαιρα που είναι ευνοϊκή για την επιχείρηση». Αυτά δεν είναι σχόλια ενός ριζοσπάστη μεταρρυθμιστή.
 
Ο Τάιλι και μία ομάδα Κεϋνσιανών οικονομολόγων που μίλησαν στην παρουσίαση της έκθεσης TUC αναφέρονται πάντα στις χρυσές μέρες της δεκαετίας του 1960, όταν οι υποτιθέμενες Κεϋνσιανές πολιτικές λειτουργούσαν και επιτυγχανόταν μια ευημερία στην οικονομία μέσω της διαχείρισης της. Αυτό όμως είναι μύθος. Τη δεκαετία του 1970 παρατηρήθηκε αύξηση της ανεργίας και του πληθωρισμού, παράλληλα με την πτώση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Πώς ήταν αυτό δυνατό αν οι Κεϋνσιανές πολιτικές ήταν τόσο λειτουργικές και πετυχημένες;
 
Σε αντίθεση με τον Κέϋνς, ο Μαρξ είπε ότι το κλειδί για την κατανόηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής βρίσκεται στη φύση της παραγωγής για την πώληση εμπορευμάτων σε μια αγορά με σκοπό τον κέρδος. Το κέρδος ήταν το κλειδί. Τώρα οι καπιταλιστές πρέπει να χρησιμοποιήσουν ένα μέρος αυτού του κέρδους για να πληρώσουν τόκους δανείων ή ενοίκια ακινήτων και, αν αυτοί οι «ενοικιαστές» (τραπεζίτες και γαιοκτήμονες) έσφιγγαν υπερβολικά τον κερδοφόρο καπιταλιστή, σίγουρα, θα μπορούσαν να προκαλέσουν κρίση στις επενδύσεις. Αλλά ακόμα κι αν τα επιτόκια είναι χαμηλά ή μηδενικά και ακόμη και αν τα ενοίκια είναι χαμηλά ή μηδενικά, θα εξακολουθούσαν να υπάρχουν κρίσεις, πτώσεις παραγωγής και υφέσεις. Γιατί; Γιατί το ενοίκιο και οι τόκοι και ο κέρδος προέρχονται από την υπεραξία, όχι το αντίστροφο.
 
Οι Keynes και Tily λένε ότι η κρίση προκύπτει από την έλλειψη «αποτελεσματικής ζήτησης», δηλαδή μια αλόγιστη πτώση των επενδύσεων και της κατανάλωσης που προκαλεί πτώση των κερδών και των μισθών. Ο Μαρξ λέει: ας ξεκινήσουμε με τα κέρδη. Εάν τα κέρδη πέσουν, τότε οι καπιταλιστές θα σταματούσαν να επενδύσουν, θα απολύονταν εργάτες και οι μισθοί θα έπεφταν και η κατανάλωση θα μειωνόταν. Τότε θα υπήρχε έλλειψη αποτελεσματικής ζήτησης, όπως θέλουν να το θέτουν οι Κεϋνσιανοί, αλλά αυτό δεν οφειλόταν σε πτώση των «ζωικών πνευμάτων» ή «εμπιστοσύνης» (συχνά ακούμε αυτή τη φράση από οικονομολόγους, «έλλειψη εμπιστοσύνης ‘), ή ακόμα και λόγω των «πολύ υψηλών» επιτοκίων, αλλά επειδή τα κέρδη είναι μειωμένα. Το πρόβλημα έγκειται στη φύση της καπιταλιστικής παραγωγής, όχι μόνο στον χρηματοπιστωτικό τομέα.
 
Οι πολιτικές που έχουν σχεδιαστεί για να μειώσουν τα επιτόκια, ή ακόμη και να προωθήσουν ορισμένες κρατικές δαπάνες, δηλαδή οι Κεϋνσιανές πολιτικές, δεν θα αποφύγουν αυτές τις πτώσεις ή ακόμη και για την ανάκαμψη. Πράγματι, περισσότερες δαπάνες για επιδόματα πρόνοιας και ανεργίας θα μπορούσαν να αυξήσουν τους φόρους και ο επιπλέον δανεισμός θα μπορούσε να αυξήσει τα επιτόκια. Και περισσότερες κρατικές επενδύσεις που αντικατέστησαν ή καταπάτησαν τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα θα μπορούσαν να είναι επιζήμιες για την κερδοφορία του κεφαλαίου. Έτσι, οι Κεϋνσιανές πολιτικές θα μπορούσαν ακόμη και να καθυστερήσουν την οικονομική ανάκαμψη.
 
Πράγματι, οι πολιτικές λιτότητας των περισσότερων κυβερνήσεων δεν είναι τόσο τρελές όσο νομίζουν οι Κεϋνσιανοί. Οι πολιτικές λιτότητας είναι απολύτως ορθολογικές: απορρέουν από την ανάγκη μείωσης του κόστους, ιδιαίτερα του μισθολογικού κόστους, αλλά και του κόστους φορολογίας και τόκων, και της ανάγκης να αποδυναμωθεί το εργατικό κίνημα ώστε να αυξηθούν τα κέρδη. Είναι μια απόλυτα ορθολογική πολιτική από την σκοπιά του κεφαλαίου, γι’ αυτό και οι Κεϋνσιανές πολιτικές δεν εισήχθησαν ποτέ και σε κανένα βαθμό τη δεκαετία του 1930.
 
Η ανάλυση του Μαρξ δείχνει ότι το καπιταλιστικό σύστημα δεν υποφέρει απλώς από μια «τεχνική δυσλειτουργία» στον χρηματοπιστωτικό του τομέα (λόγω των υψηλών επιτοκίων), αλλά έχει εγγενείς αντιφάσεις στον τομέα της παραγωγής, δηλαδή βρίσκει εμπόδιο στην ανάπτυξη που προκαλείται από το ίδιο το κεφάλαιο. Αυτό που απορρέει από τα παραπάνω είναι ότι το καπιταλιστικό σύστημα δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί ή να διορθωθεί προκειμένου να επιτευχθεί βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη χωρίς έντονες ανακάμψεις και υφέσεις – πρέπει να αντικατασταθεί. Αυτή είναι η τελική δράση πολιτικής για την αριστερά.
Michael Roberts