Δύο γυναίκες που έζησαν με διαφορά σχεδόν ενός αιώνα αποκάλυψαν τους μηχανισμούς δημιουργίας μονοπωλίων εξετάζοντας τις δραστηριότητες της Standard Oil του Τζον Ροκφέλερ και της Amazon του Στιβ Μπέζος. Το συμπέρασμα: τίποτα δεν έχει αλλάξει από το 1904.
Την περασμένη εβδομάδα οι λομπίστες της Amazon που δοκίμασαν να εισέλθουν στο ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αντιμετώπισαν μια δυσάρεστη έκπληξη. Οι κάρτες εισόδου τους είχαν απενεργοποιηθεί και το προσωπικό ασφαλείας τούς ενημέρωσε ότι μπορούν πλέον να εισέρχονται μόνο με πρόσκληση.
Η οργή είχε ξεχειλίσει στους διαδρόμους του Ευρωκοινοβουλίου καθώς οι υπάλληλοι του Στιβ Μπέζος κινούνταν σαν τοποτηρητές ξένης αυτοκρατορίας: έμπαιναν όποτε ήθελαν για να προσεγγίσουν ευρωβουλευτές πριν από κρίσιμες ψηφοφορίες, αρνούνταν να παραστούν σε προγραμματισμένες ακροάσεις και απαγόρευαν σε αντιπροσωπείες του ΕΚ να επιθεωρούν τις αποθήκες τους με τη δικαιολογία ότι… είχαν πολλή δουλειά. Το παράδοξο φυσικά είναι ότι οι επιθεωρητές ήθελαν να ελέγξουν ακριβώς αυτή την «πολλή δουλειά» των εργαζομένων, οι οποίοι, σύμφωνα με καταγγελίες, απασχολούνται υπό εξοντωτικές συνθήκες που οδηγούν τον ανθρώπινο οργανισμό στα όρια της κατάρρευσης.
Αν πάντως βοηθά το ηθικό των Ευρωπαίων αξιωματούχων, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η Amazon δεν αντιμετωπίζει σαν αποικιακή κτήση της μόνο τη Γηραιά Ήπειρο αλλά και την κυβέρνηση των ΗΠΑ από την οποία αποκρύπτει βασικές πληροφορίες για τη λειτουργία της. Καθώς έρχονται σταδιακά στη δημοσιότητα πληροφορίες από τη μήνυση που κατέθεσε εναντίον της εταιρείας η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου (FTC) για μονοπωλιακές πρακτικές, οι οικονομικοί συντάκτες των ΗΠΑ διαπίστωσαν με δέος ότι κανένας δεν είχε θέσει μέχρι σήμερα τη σημαντικότερη ερώτηση: Από πού προέρχονται τα κέρδη της πολυεθνικής που μετέτρεψε τον Τζεφ Μπέζος σε έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους στην ανθρώπινη ιστορία; «Σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά την ίδρυσή της ακόμη δεν έχουμε ιδέα», έγραφε προ ημερών στο The Atlantic η Στέισι Μίτσελ, οικονομική αναλύτρια με ειδίκευση στο λιανικό εμπόριο και συγγραφέας του βιβλίου «Big-Box Swindle», που θεωρείται ένα από τα δριμύτερα «κατηγορώ» εναντίον των πολυεθνικών του εμπορίου και συγκεκριμένα της Amazon.
Το πρόβλημα δεν είναι ότι η εταιρεία δεν παρουσιάζει στις φορολογικές αρχές τον τζίρο της, αλλά ότι παρουσιάζει μια «σούμα» στην οποία κανείς δεν γνωρίζει ποιες θυγατρικές της είναι κερδοφόρες και ποιες όχι. Αν και αυτή η παρατήρηση ακούγεται σαν μια λεπτομέρεια που μπορεί να ενδιαφέρει μόνο μερακλήδες λογιστές, στην πραγματικότητα βρίσκεται στην καρδιά του μηχανισμού με τον οποίο ο σύγχρονος καπιταλισμός παράγει μονοπώλια. Το 1904 η Ίντα Τάρμπελ, γνωστή και ως «μητέρα της ερευνητικής δημοσιογραφίας», αποκάλυψε πως η Standard Oil του Τζον Ροκφέλερ λειτουργούσε χωρίς κέρδη σε αρκετές πολιτείες (προκειμένου να στραγγαλίσει τον ανταγωνισμό) και μετέφερε τη ζημιά σε καταναλωτές σε περιοχές όπου είχε ήδη εξασφαλίσει μονοπωλιακή παρουσία.
Συνεχίζοντας το έργο της Τάρμπελ στην εποχή της Amazon, η Στέισι Μίτσελ εξηγεί πώς η εταιρεία του Μπέζος, ενώ παρουσιάζεται σαν ένας ουδέτερος μεσολαβητής ανάμεσα σε εμπόρους και καταναλωτές, στην πραγματικότητα επιβαρύνει και τους δύο. Όπως επιβεβαιώνουν και τα στοιχεία της FTC, η εταιρεία επιβάλλει δυσθεώρητα λειτουργικά έξοδα στους εμπόρους τα οποία μεταβιβάζονται μερικώς ή στο σύνολό τους στους καταναλωτές ωθώντας τις τιμές προς τα πάνω σε ολόκληρο το διαδίκτυο. Το αποτέλεσμα είναι ο καταναλωτής να πληρώνει πολύ περισσότερα από όσα του υποσχόταν η ελεύθερη αγορά και ο έμπορος να ζει με τον διαρκή φόβο ότι, αν προσπαθήσει να πουλήσει φτηνότερα εκτός της συγκεκριμένης πλατφόρμας, η Amazon θα τον μπλοκάρει οριστικά οδηγώντας τον με σχετική βεβαιότητα στη χρεοκοπία.
Για να καταλάβει κανείς τα μεγέθη του παιχνιδιού αρκεί να θυμάται ότι η Amazon ελέγχει σχεδόν το 40% των ηλεκτρονικών πωλήσεων στις ΗΠΑ, ενώ κάθε 24 ώρες ανοίγουν στην πλατφόρμα της περίπου 2.000 νέοι λογαριασμοί εμπόρων – έχοντας φτάσει το 2021 τα έξι εκατομμύρια.
Σύμφωνα με τη Μίτσελ, αυτός ο μηχανισμός, που χρησιμοποιείται από αρκετές πολυεθνικές του διαδικτύου, μπορεί να λειτουργεί ανενόχλητος για όσο διάστημα δεν δημοσιεύονται στοιχεία για το ποια τμήματα της αυτοκρατορίας του Μπέζος πουλάνε κάτω του κόστους και ποια καλύπτουν τις ζημιές σε κλάδους που έχουν ολιγοπωλιακό ή μονοπωλιακό έλεγχο της αγοράς.
Σε αρκετές περιπτώσεις αυτή η μυστικότητα παραπέμπει περισσότερο στη λειτουργία της μαφίας καθώς, σύμφωνα με καταγγελία της FTC, η εταιρεία κατέστρεψε στοιχεία δύο ετών από εσωτερικές επικοινωνίες στελεχών της παρά το γεγονός ότι έλαβε κλήση να τα παρουσιάσει ενώπιον ειδικής επιτροπής. Παρ’ όλα αυτά, ύστερα από χρόνια ερευνών και συνεντεύξεις με εκατοντάδες υπαλλήλους και whistleblowers της εταιρείας, η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου έχει συγκεντρώσει 100 terabytes στοιχείων σε σκληρούς δίσκους – που αντιστοιχούν σε 50 εκατομμύρια τυπωμένες σελίδες. Μεταξύ άλλων τα στοιχεία που ήρθαν στο φως αναφέρονται σε «πειραγμένους» αλγόριθμους οι οποίοι αυξάνουν τεχνητά τις τιμές των προϊόντων αποφέροντας κέρδη εκατοντάδων εκατομμυρίων. Σύμφωνα με την Amazon, η σχετική πρακτική, γνωστή με την κωδική ονομασία Project Nessie, τερματίστηκε το 2019 αν και η FTC υποστηρίζει ότι μπορεί να επανεμφανιστεί ανά πάσα στιγμή – κατά τη γνωστή πρακτική του… τέρατος του Λοχ Νες από όπου πιθανότατα πήρε και την ονομασία της.
Η δίκη εναντίον της Amazon, η οποία δεν αναμένεται να ξεκινήσει πριν από το 2026, είναι μία από εκείνες τις σπάνιες αντιμονοπωλιακές υποθέσεις που μπορούν να αλλάζουν το τοπίο του αμερικανικού καπιταλισμού – όχι αναγκαστικά προς το καλύτερο αλλά σίγουρα ανακατεύοντας την τράπουλα. Στις αρχές του 20ού αιώνα οι αποκαλύψεις της Ίντα Τάρμπελ οδήγησαν στη διάλυση της Standard Oil και της δημιουργία της FTC, η οποία σήμερα καλείται να αντιμετωπίσει το τέρας του Αμαζονίου.
Άρης Χατζηστεφάνου