Macro

Αποκλιμάκωση, διάλογος και mare nostrum

Η απόσυρση του «Ορούτς Ρέις» γεννά σε κάθε λογικό άνθρωπο ανακούφιση. Εχουμε μια σαφή κίνηση αποκλιμάκωσης. Το ενδεχόμενο θερμού επεισοδίου απομακρύνεται. Και, μολονότι δεν γνωρίζουμε το σχετικό παρασκήνιο και τι συμφώνησαν οι δύο πλευρές, είναι εύλογο να υποθέσουμε πως η απόσυρση αποτελεί μέρος ευρύτερης διαδικασίας με στόχο τον διάλογο. Η διπλωματία φαίνεται να νικά.

Οι επίσημες ελληνικές αντιδράσεις υπήρξαν θετικές. Ωστόσο, το κλίμα που διαχέεται από ΜΜΕ, διεθνολόγους και πολιτικούς είναι σκεπτικισμός και ανησυχία. Μη χαίρεστε, μας λένε, πρόκειται για «τερτίπι» της Αγκυρας για να αποφύγει τις κυρώσεις. Δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων πως εμμένουν στις θέσεις τους θεωρούνται «πρόκληση», ενώ αντίστοιχες δικές μας απολύτως φυσιολογικές. Στρατιωτική αποκλιμάκωση δεν υπάρχει, διατείνονται, ώσπου τα τουρκικά πολεμικά να πάνε στη… Μαύρη Θάλασσα.

Φαίνεται πως αρκετοί θα προτιμούσαν να πάμε στην ευρωπαϊκή συνάντηση κορυφής με ακραία ένταση, αν όχι και με προηγηθέν θερμό επεισόδιο. Και δυστυχώς δεν πρόκειται για απόψεις ακραίων. Τέτοιες λογικές φαίνεται να κατηύθυναν συχνά την πρόσφατη πολιτική μας. Μόνο έτσι εξηγείται πως, με δική μας κίνηση, ναυάγησε η συμφωνία με τη γερμανική μεσολάβηση τον Αύγουστο και πως κάτι ανάλογο επιχειρήθηκε με τη νατοϊκή μεσολάβηση. Μόνο έτσι εξηγούνται τα περί προετοιμασίας επέκτασης των χωρικών υδάτων σε τμήμα του Αιγαίου, που βέβαια γνωρίζαμε πως θα προκαλούσαν αφύπνιση του τουρκικού casus belli. Και μάλλον έτσι εξηγείται το επεισόδιο με το «Λήμνος» που ζήλεψε ίσως τη δόξα του «Νικηφόρου».

Τελικά επικράτησε ευτυχώς μέχρι στιγμής η λογική. Η Ελλάδα δεν προσέφυγε σε στρατιωτικά μέσα. Εγκαταλείφθηκε μια «κόκκινη γραμμή» – που κακώς είχε εξαγγελθεί. Και χρειάστηκε ένας Μάκης Βορίδης να εξηγήσει πως οι σεισμικές έρευνες εκτός χωρικών υδάτων είναι μεν προκλητικές, αλλά όχι παράνομες, ανεξαρτήτως απόστασης από τα νησιά μας (με τον ΣΥΡΙΖΑ να τον επικρίνει για ενδοτισμό – πού φτάσαμε!). Ομως η αποκλιμάκωση είναι εύθραυστη και δεν δικαιολογεί εφησυχασμό.

Χρειάζεται να πέσουν οι τόνοι, γιατί διαμορφώνουν ένα κλίμα που δυσχεραίνει τον διάλογο και τις αμοιβαίες υποχωρήσεις, αναγκαίες για κάθε λύση. Το να αποκαλείται η Ελλάδα «μεζές» προφανώς δεν συμβάλλει στην εξεύρεση λύσεων. Ούτε όμως και τα δικά μας περί «χαστουκιών» και «μαστιγίου». Καρότο και μαστίγιο χρησιμοποιούνται -και κακώς- σε γαϊδάρους, όχι σε χώρες με τις οποίες θέλουμε να συμβιώσουμε ειρηνικά.

Είναι η ώρα να εστιάσουμε στο πώς θα πάμε στον διάλογο και όχι στις κυρώσεις και τους εξοπλισμούς. Οι προσδοκίες που καλλιεργούμε για κυρώσεις είναι υπερβολικές, ιδίως μετά τις νέες εξελίξεις. Αλλά και αν ακόμη αποφασίζονταν, θα προκαλούσαν σκλήρυνση της τουρκικής στάσης, όχι αποκλιμάκωση. Η χώρα πρέπει ασφαλώς να διατηρεί ισχυρή άμυνα, αλλά η επιλογή της στιγμής για εξαγγελία με τυμπανοκρουσίες τεράστιων νέων εξοπλισμών στέλνει λάθος μήνυμα. Σε μια πιο ήρεμη φάση θα μπορούσαν να συζητηθούν ψύχραιμα τα σχετικά προγράμματα και το μέγεθός τους.

Επείγει να ευρεθεί λύση για τη διανομή τυχόν ενεργειακών εσόδων ανάμεσα στις δύο κοινότητες στην Κύπρο και να υπάρξει απεμπλοκή στο Κυπριακό. Ειδάλλως, η Κύπρος κινδυνεύει να συμπαρασύρει σε ναυάγιο μια ελληνο-τουρκική συμφιλίωση.

Η λογική της διαπραγμάτευσης εμπεριέχει πάντα έναν μαξιμαλισμό στις θέσεις εκκίνησης. Αν όμως επιθυμούμε λύσεις και όχι απλά να επιρρίψουμε την ευθύνη της αποτυχίας στην άλλη πλευρά, πρέπει να διατηρήσουμε μια ευελιξία. Λ.χ. το δόγμα για «ένα και μοναδικό» θέμα προς διαπραγμάτευση είχε παλαιότερα μετριασθεί με διάφορες μεθοδεύσεις. Το σημαντικότερο είναι να πείσουμε, με λόγια και με έργα, πως ουδόλως αποβλέπουμε να αποκλείσουμε την Τουρκία από τη Μεσόγειο και το Αιγαίο, δεν απεργαζόμαστε μια αντιτουρκική συμμαχία και είμαστε ειλικρινά έτοιμοι να συζητήσουμε και να επιλύσουμε τις διαφορές μας. Οπως τόσοι άλλοι γείτονες στον κόσμο.

Σύσσωμη η χώρα υποδέχτηκε με ενθουσιασμό τη δυναμική εμπλοκή της Γαλλίας του προέδρου Μακρόν στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό είναι κατανοητό. Οι μέχρι σήμερα «σύμμαχοί» μας στην περιοχή είναι ακραία αντιδραστικά ή τυχοδιωκτικά καθεστώτα (Αίγυπτος, ΗΑΕ, Ισραήλ του Νετανιάχου, Χαφτάρ), που επιπλέον δεν θα ήθελαν ή δεν θα μπορούσαν να μας συνδράμουν ουσιαστικά σε περίπτωση στρατιωτικής σύγκρουσης. Στην Ευρώπη, πέρα από τις τελετουργικές δηλώσεις αλληλεγγύης, στη συγκρότηση αντιτουρκικού μετώπου πρωτοστατούν οι απανταχού ακροδεξιοί και οι σκληροί ξενοφοβικοί δεξιοί (Βέμπερ, Κουρτς, Πολωνία).

Τον «φιλελληνισμό» των τελευταίων είχαμε βιώσει σκληρά στις προηγούμενες κρίσεις (οικονομική και μεταναστευτική). Εξάλλου, η δικαιολογημένη απέχθεια των προοδευτικών για τον αυταρχισμό του καθεστώτος Ερντογάν δεν ταυτίζεται με στήριξη μιας Ελλάδας που συμμαχεί με ακόμη χειρότερα καθεστώτα και πρωταγωνιστεί στην αντιπροσφυγική πολιτική. Ομως τώρα μας συμπαραστέκεται μια ισχυρή στρατιωτική δύναμη και μια κυβέρνηση αναμφίβολα δημοκρατική.

Θα ήταν, ωστόσο, μέγα λάθος η στήριξη Μακρόν, που έχει φυσικά τα δικά της κίνητρα, να αποπροσανατολίσει από την αναζήτηση διαλόγου με την Αγκυρα.

Ας θυμηθούμε πως η Γαλλία έχει μια μακρά, κακόφημη και γεμάτη αποτυχίες παράδοση αποικιοκρατίας και ιμπεριαλισμού στη Μεσόγειο (πόλεμος Αλγερίας, πόλεμος Σουέζ, …). Πιο πρόσφατα πρωταγωνίστησε στην ανατροπή του Καντάφι, φέρνοντας όμως το χάος στη Λιβύη, επιδίωξε, μαζί με τους Βρετανούς, στρατιωτική επέμβαση κατά του Ασαντ (ευτυχώς τους απέτρεψε ο Ομπάμα) και τώρα κατηγορεί τον Ερντογάν για ανάμειξη στα εσωτερικά της Συρίας. Ανεπιτυχής είναι και η πολυετής παρέμβαση στο Σαχέλ.

Συνέχεια αυτής της παράδοσης αποτελεί δυστυχώς η σημερινή μεσογειακή πολιτική Μακρόν. Ο Γάλλος πρόεδρος αξιοποιεί το γεγονός πως με το Brexit η Γαλλία είναι πια η μόνη μείζων στρατιωτική δύναμη της Ε.Ε. για να ενισχύσει τη θέση της έναντι της Γερμανίας και να βαπτίσει τα γαλλικά συμφέροντα στη Μεσόγειο ευρωπαϊκά. Ακόμη, με μια αντιτουρκική πολιτική, ελπίζει να περιορίσει την επιρροή της Λε Πεν, καθώς η εσωτερική του πολιτεία είναι αντιδημοφιλής και η σημαντικά θετική συνεισφορά του στην ευρωπαϊκή υπόθεση δεν έχει απήχηση στη γαλλική σκληρή Δεξιά.

Δεν θα είχε κανείς αντίρρηση στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας με γαλλική πρωτοκαθεδρία, ούτε στην εξισορρόπηση του βάρους της Γερμανίας. Ακόμη δε λιγότερο σε μια πιο «γεωπολιτική» Ε.Ε. Αρκεί αυτά να γίνονται στη βάση ευρωπαϊκών αρχών και συμφερόντων και όχι νεοαποικιακών πολιτικών, ισλαμοφοβικών αντανακλαστικών και των συμφερόντων βιομηχανιών όπλων και πετρελαίου.

Τι μας λέει όμως ο Μακρόν; Η Μεσόγειος είναι mare nostrum [δική μας θάλασσα]. Υιοθετεί δηλαδή τον όρο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που χρησιμοποιούσε και ο Μουσολίνι, την ώρα που παράκτιες της Μεσογείου είναι 14 χώρες-μη μέλη της Ε.Ε. με 325 εκατομμύρια κατοίκους (έναντι 8 κρατών-μελών της Ε.Ε. με 190 εκατομμύρια). Και ενώ βέβαια η Τουρκία έχει πάνω από 4.000 χιλιόμετρα ακτογραμμή σε Μεσόγειο και Αιγαίο. Ο δε Κυριάκος Μητσοτάκης τον επαναλαμβάνει, όπως ο μικρός που κομπάζει για τη βοήθεια του μεγάλου του αδελφού ενάντια σε ενοχλητικό συμμαθητή.

Ο Μακρόν δηλώνει ακόμη πως δεν μπορούμε να αφήσουμε την ασφάλεια της Μεσογείου σε άλλα χέρια, δηλαδή πως η ασφάλεια αυτή είναι αποκλειστικά δική μας υπόθεση, ενώ βέβαια είναι κοινή υπόθεση της Ε.Ε. με τις άλλες μεσογειακές χώρες όπως η Τουρκία, αλλά και με τη Ρωσία.

Η αλαζονική αυτή ρητορική παραγνωρίζει πως η Τουρκία, σημαντική και ανερχόμενη δύναμη, έχει δικαίωμα να διεκδικεί την οικονομική και γεωπολιτική θέση που της αναλογεί στην περιοχή. Θα πρέπει να διαχωρίζουμε τα νόμιμα συμφέροντα και τις ευαισθησίες της, από επιθετικές πολιτικές τις οποίες πρέπει να αντικρούουμε, αλλά και να μην υποθάλπουμε με δικές μας συμπεριφορές. Η εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έχει ασφαλώς περάσει, όπως όμως και της Ρωμαϊκής.

Η θορυβώδης προβολή αεροπλανοφόρων και Ραφάλ την ώρα που η γερμανική προεδρία επιδιώκει την αποκλιμάκωση, μόνο ως υπονόμευση των προσπαθειών του Βερολίνου μπορεί να ερμηνευτεί. Και αν το Παρίσι, με το βάρος του, κατορθώσει να παρασύρει την Ε.Ε. σε μια συγκρουσιακή λογική με την Τουρκία, τίποτε το καλό δεν θα προκύψει για την Ευρώπη.

Οσον μας αφορά, είμαστε πολύ κοντά στην Τουρκία και δεν έχουμε κανένα συμφέρον να ακολουθήσουμε τη Γαλλία σε μια επικίνδυνη διεκδίκηση ηγεμονίας στην περιοχή μας. Εμείς και όχι ο Μακρόν θα πληρώσουμε τα σπασμένα μιας σύγκρουσης με την Αγκυρα, ανεξαρτήτως έκβασης. Χρειαζόμαστε ζωτικά ειρηνική συμβίωση και συνεργασία με την γείτονα. Ας μη λησμονούμε, εξάλλου, πόσο μας στήριξε το Παρίσι πριν από έναν αιώνα, αφού μας είχε παρακινήσει σε πολεμικές περιπέτειες.

Τα σενάρια για υπέρβαση της ελληνο-τουρκικής κρίσης είναι στην ουσία δύο: πόλεμος ή διάλογος. Η αποκλιμάκωση και ο διάλογος είναι, πιστεύω, μονόδρομος, αν θέλουμε να αποφύγουμε μια εθνική καταστροφή. Ας τα επιλέξουμε χωρίς διφορούμενα και χωρίς να παρασυρόμαστε από γεωπολιτικά παιγνίδια άλλων.

Ο Σωτήρης Βαλντέν είναι διδάσκων στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών