Macro

Από τον Σολωμό στη Μόρια

Οι Ελληνες του παρελθόντος έμαθαν, ως γνωστόν, από πρώτο χέρι τι θα πει προσφυγιά. Δεν υπήρξαν όμως όλοι τους πρόσφυγες. Μια σημαντική μερίδα τους βρέθηκε στην αντίπερα όχθη: των «γηγενών» που αντιμετώπισαν την «αγέλη» των κατατρεγμένων σαν ανεπιθύμητη εισβολή στον δικό τους τόπο και χώρο, σαν απειλή για το βιοτικό επίπεδο και τον τρόπο ζωής τους.

Το πιστοποιούν, με τον γλαφυρότερο δυνατό τρόπο, κάποια χαρακτηριστικά δείγματα της κοινωνικά ευαίσθητης λογοτεχνικής παραγωγής των αντίστοιχων χρόνων − ιστορικές πηγές πρώτου μεγέθους για τη διερεύνηση των τότε νοοτροπιών, που η εθνικά ορθή συλλογική μνήμη είθισται να στρογγυλεύει.

Δύο τέτοια κείμενα αποδεικνύονται εξαιρετικά διαφωτιστικά για τη διαχρονική συνέχεια ενός ορισμένου ελληνισμού: όχι μόνο της απροκάλυπτης εχθρότητας μιας μερίδας των προγόνων μας απέναντι στους κατά καιρούς πρόσφυγες, αλλά και των ιδεολογημάτων με τα οποία επενδύθηκε αυτή τους η στάση.

Τι γυρεύεις στην πατρίδα μου;

Το πρώτο κείμενο είναι η «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Διονυσίου Σολωμού, έργο ημιτελές που γράφτηκε μεταξύ 1826 και 1833 ως έμμεσο ξεκαθάρισμα προσωπικών λογαριασμών του ποιητή με το στενό οικογενειακό περιβάλλον του. Η κορυφαία στιγμή του, όταν η καλοζωισμένη Ζακυνθινιά αποφασίζει να βάλει στη θέση τους τις γυναίκες από το Μεσολόγγι που έχουν καταφύγει στο νησί της κατά την πολύμηνη πολιορκία της πατρίδας τους, θα μπορούσε κάλλιστα ν’ αφορά όσα βλέπουμε κι ακούμε στις τηλεοπτικές μας οθόνες.

Προερχόμενες από κοινωνικά στρώματα που μπορούσαν να επωμιστούν το κόστος της μεταφοράς τους στα ασφαλή μετόπισθεν των βρετανικών Επτανήσων, οι Μεσολογγίτισσες έχουν οδηγηθεί σταδιακά, για λόγους επιβίωσης, στην επαιτεία: «Στην αρχή εντρεπόντανε νάβγουνε και επροσμένανε το σκοτάδι για ν’ απλώσουν το χέρι, επειδή δεν ήτανε μαθημένες. Και είχανε δούλους και είχανε σε πολλές πεδιάδες και γίδια και πρόβατα και βόιδα πολλά. Και ακολούθως εβιαζόντανε και εσυχνοτηράζανε από το παρεθύρι τον ήλιο πότε να βασιλέψη για νάβγουνε. Αλλά όταν επερισσέψανε οι χρείες εχάσανε την ντροπή, ετρέχανε ολημερνίς».

Σ’ αυτή την «εισβολή» στην ιδιωτική της περίμετρο, η εύπορη ντόπια αντιτάσσει μια δέσμη επιχειρημάτων ανατριχιαστικά οικεία:

«Και ιδού παρεσιάζουνται ομπρός της οι γυναίκες του Μισολογγιού. Εβάλανε το δεξί τους στα στήθια και επροσκυνήσανε· και εμείνανε σιωπηλές και ακίνητες.

“Και έτσι δα, πώς; Τι κάνουμε; θα παίξουμε; Τι ορίζετε, κυράδες; Εκάμετε αναβαίνοντας τόση ταραχή με τα συρτοπάπουτσα, που λογιάζω πως ήρθετε να μου δώσετε προσταγές”. Και όλες εμείνανε σιωπηλές και ακίνητες· αλλά μία είπε: “Αμ’ έχεις δίκαιο. Είσαι στην πατρίδα σου και στο σπίτι σου, και μεις είμαστε ξένες και όλο σπρώξιμο θέλουμε”. Και ετότες η γυναίκα της Ζάκυθος την αντίσκοψε και αποκρίθηκε: “Κυρά δασκάλα, όλα τα χάσετε, αλλά από εκείνο που ακούω η γλώσσα σας έμεινε. Είμαι στην πατρίδα μου και στο σπίτι μου; Και η αφεντιά σου δεν ήσουνα στην πατρίδα σου και στο σπίτι σου; […] Σας είπα εγώ ίσως να χτυπήσετε τον Τούρκο, που ερχόστενε τώρα σε με να μου γυρέψετε και να με βρίσετε; […] Εσείς δεν έχετε άλλη δουλειά παρά να ψωμοζητάτε. Και, να πούμε την αλήθεια, στοχάζουμαι πως θε νάναι μια θαράπαψη για όποιον δεν ντρέπεται. Αλλά εγώ έχω δουλειά. Ακούστε; έχω δουλειά”».

Σκυλιά στο ξεροπήγαδο

Το δεύτερο απόσπασμα προέρχεται από τη «Λεηλασία μιας ζωής» του Μεσολογγίτη εκπαιδευτικού Αντώνη Τραυλαντώνη, που από πρωτεργάτης της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του Βενιζέλου μετεξελίχθηκε σε κατ’ εξοχήν εκπρόσωπο του μικροαστικού συντηρητισμού των επόμενων δεκαετιών.

Δημοσιευμένο το 1936, το μυθιστόρημα αποτελεί τη συνεκτικότερη ίσως λογοτεχνική προβολή του αντιπροσφυγικού αυτοχθονισμού εκείνων των χρόνων, μια δριμύτατη καταγγελία του «παραγκωνισμού» των ντόπιων από τη μικρασιατική «ογλοκρατία» που μιλούσε «όλες τις γλώσσες του κόσμου εκτός από τα ρωμέικα» κι έκανε τους «αληθινούς» Αθηναίους να νιώθουν ξένοι στον τόπο τους.

Εδώ θα σταθούμε σε μία μόνο, εξαιρετικά επίκαιρη πτυχή: την επιστράτευση των δραματικών βιωμάτων και συνθηκών ζωής των προσφύγων ως επιβαρυντικού στοιχείου, που δεν τους καθιστά μόνο «επικίνδυνους» για την υπόλοιπη κοινωνία αλλά και κάτι λιγότερο από ανθρώπους.

Οσοι δεν είδαν τον «Ελληνικό κατακλυσμό του 1922», διαβάζουμε, «ας φαντασθούν ένα μεγάλο καράβι, παραφορτωμένο με επιβάτες, που πνίγεται μεσοπέλαγα, χωρίς βοήθεια, και σκορπίζεται στη θάλασσα, σκοινιά-μαδέρια. Πλήρωμα και επιβάτες πέφτουν στη θάλασσα. Αντρες και γυναίκες, νέοι, γέροι, παιδιά, γεροί και άρρωστοι, απ’ όλες τις θέσεις, απ’ όλες τις κοινωνικές καταστάσεις, πλούσιοι, φτωχοί, πειναλέοι, αρχόντοι καλοντυμένοι και τιποτένιοι κουρελήδες, γνωστικοί και ανόητοι, σοφοί και αγράμματοι, ενάρετοι και κακούργοι, δειλοί και ατρόμητοι, ασεβείς και θεοσεβούμενοι − όλοι, όλοι στην ίδια θάλασσα, στον ίδιο θάνατο.

Με τα μάτια πεταμένα έξω, με κινήσεις σπασμωδικές, με φωνές, με θρήνους, με μουγκρητά, κυνηγούν ένα μεγάλο μαδέρι που πέρασε πλέοντας πλάγι τους. Ολοι θέλουν να κολλήσουν επάνω όσο μπορούν σφιχτότερα με την τελευταία ελπίδα για τη ζωή, και ο καθένας, με τα χέρια, με τα πόδια, με τα δόντια, με το κεφάλι, αγωνίζεται να σπρώξη τον άλλον, να τον θυσιάση, ο δούλος τον αφέντη, ο φίλος το φίλο, ο αδερφός τον αδερφό, ο εραστής την ερωμένη του, το παιδί τον πατέρα του, η μάνα το παιδί της, για να γλυτώση τη ζωή του αυτός. Γιατί όλα τα ανθρώπινα ένστικτα, όλα τα διδάγματα του πολιτισμού, της θρησκείας, της αρετής, όλα έχουν σβυστή με μιας από μια πνοή παντοδύναμη, από το αδάμαστο, το άγριο, το σκληρό και ανήλεο ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως.

Ας φαντασθούν ακόμα, όσοι θέλουν να συλλάβουν μια έννοια εκείνου του ανιστόρητου κατακλυσμού, ας φαντασθούν σκυλιά, πλήθος σκυλιά ριγμένα σ’ ένα ξεροπήγαδο. Με λύσσα, με ουρλιάσματα, με δόντια και με νύχια, το καθένα αγωνίζεται για να σπαράξη το άλλο, για να ζήση αυτό, να παρατείνη λίγες ώρες την άθλια ζωή του, με τις σάρκες του συντρόφου του, του αδερφού του.

Τέτοια απάνω κάτω στυγερή εικόνα παρουσιάζονταν στον ταξιδιώτη από το λιμάνι ώς την Ομόνοια, και σ’ όλες τις πλατείες, τα πεζοδρόμια, τους δρόμους, τα στενά, και πέρα, έξω από την πολιτεία, από τα πόδια του Υμηττού έως τα πόδια του Αιγάλεω» (επανέκδοση του 1966, σ.143-4).

Σκυλιά που αλληλοσπαράσσονται, εγκλωβισμένα σ’ ένα ξεροπήγαδο: πόσο απέχει αυτή η εικόνα για τους πρόσφυγες του ’22 από τα ρεπορτάζ των ημερών μας για τη Μόρια;

Τάσος Κωστόπουλος

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών