Στο πρόσφατο 12ο Συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας εκλέχτηκε ως μέλος της Πολιτικής Επιτροπής ο Αχιλλέας Λιούλιας, ο οποίος έλαβε 309 ψήφους και κατέλαβε την 11η θέση μεταξύ των 150 υποψηφίων που τελικά εκλέχτηκαν. Η θέση που κατέχει στο κόμμα ο κ. Λιούλιας είναι «Αναπληρωτής Γραμματέας Οικουμενικού Ελληνισμού».
Την ίδια θέση κατείχε και τον Απρίλιο του 2016, όταν είχε και πάλι εκλεγεί μέλος της Πολιτικής Επιτροπής στο 10ο συνέδριο του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Μάλιστα τότε είχε έρθει δεύτερος στις προτιμήσεις των συνέδρων, συγκεντρώνοντας 560 ψήφους.
Η αξιοσημείωτη επίδοση του κ. Λιούλια ερμηνεύτηκε από ορισμένα μέσα ενημέρωσης σε υποστήριξη από τον πρώην γραμματέα της Ν.Δ. Ανδρέα Παπαμιμίκο, αλλά ο ίδιος έσπευσε να διαψεύσει την εικασία αυτή και να δηλώσει πίστη στην παράδοση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Είναι γεγονός ότι ο κ. Λιούλιας διατηρεί πολύ στενούς δεσμούς με την οικογένεια Μητσοτάκη, ενώ τον τελευταίο καιρό έχει αναφερθεί το όνομά του και σε σχέση με την υπόθεση της Energa-Hellas Power, εφόσον είναι πατριός του εμπλεκόμενου επιχειρηματία B. Μηλιώνη, αλλά και κουμπάρος του κ. Αλ. Δημητριάδη, ο οποίος διετέλεσε δικηγόρος του Αρ. Φλώρου, αλλά και σύμβουλος του θείου του, δηλαδή του Κυρ. Μητσοτάκη. Η υπόθεση της Energa αναμένεται να εξεταστεί σε δεύτερο βαθμό στις 15 Ιανουαρίου.
Στην οργάνωση του Πλεύρη
Το ιδιαίτερο στοιχείο στην περίπτωση του κ. Λιούλια είναι ότι η είσοδός του στην πολιτική έγινε σε πολύ νεαρή ηλικία, αλλά με κάθε άλλο παρά «φιλελεύθερες αρχές». Οπως προκύπτει από σύνολο έγγραφων ντοκουμέντων, υπήρξε βασικό στέλεχος της νεοναζιστικής οργάνωσης του Πλεύρη «Κόμμα 4ης Αυγούστου» (Κ4Α), η οποία έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο τόσο στην προετοιμασία του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 όσο και κατά τη διάρκεια της δικτατορικής διακυβέρνησης. Στελέχη της οργάνωσης μετείχαν στη σφαγή του Πολυτεχνείου, στο πλάι των χουντικών δυνάμεων καταστολής, ενώ κάποια από αυτά αναμείχθηκαν τα χρόνια της Μεταπολίτευσης στις τρομοκρατικές βομβιστικές ενέργειες.
Από τη μήτρα της ίδιας οργάνωσης ξεπήδησαν ένας από τους πιο ονομαστούς δολοφόνους του Πολυτεχνείου (ο Ηλίας Τσιαπούρης), ένας από τους πιο γνωστούς νεοφασίστες της Μεταπολίτευσης με πολύχρονη φυλάκιση για τρομοκρατική βομβιστική δράση (ο Αριστοτέλης Καλέντζης) αλλά και ο ιδρυτής της πιο πετυχημένης μεταπολεμικής ναζιστικής οργάνωσης (ο Νίκος Μιχαλολιάκος).
Ο Αχιλλέας Λιούλιας εμφανίζεται να μετέχει με ηγετικό ρόλο στην οργάνωση του Πλεύρη τουλάχιστον από το 1970. Σε απόρρητο έγγραφο του Γραφείου Εθνικής Ασφαλείας της Διεύθυνσης Χωροφυλακής Βοιωτίας προς το Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως (αρ. πρωτ. 5/16/6, 15.6.1970) με θέμα «Κυκλοφορία εφημερίδος “4η Αυγούστου” και βιβλίων “Η Κοσμοθεωρία του Εθνικισμού” και “Μετακομμουνισμός” του Κ. Πλεύρη», διαβάζουμε:
«Την 20ήν ώραν της 11.6.70 αφίχθησαν εν Σχηματαρίω εξ Αθηνών, δι’ ιδιωτικού αυτοκινήτου οι α) Δημόπουλος Δημήτριος, γεν. 1939, Μηχανολόγος, Δημοτικός Σύμβουλος Αθηνών, β) Τζέλας Σταύρος, γεν. τω 1932, γ) Λιούλιας Αχιλλεύς-Σπυρίδων, γεν. 1952 εις Αθήνας, σπουδαστής Ιατρικής.
Την άφιξιν των ανωτέρω ενέμεναν οι Μ.Α., Π.Χ., Π.Χρ., Δ.Δ. και Δ.Γ., άπαντες κάτοικοι Σχηματαρίου, εθνικόφρονες εις το εκείσε καφενείον Γ.Π. Εις το Α.Τ. Σχηματαρίου εδήλωσαν ότι μετέβησαν εκείσε δι’ επίσκεψιν του Μ.Α. αφ’ ενός και διά να διαφημίσουν τα εν θέματι έντυπα εφ’ ετέρου.
Παρέμειναν εις Σχηματάριον μέχρι της 22ας ώρας της αυτής ότε ανεχώρησαν δι’ Αθήνας. Κατά το διάστημα της 2ώρου παραμονής των εκείσε δεν εσημείωσαν τι το ύποπτον, αλλ’ αντιθέτως εξεφράσθησαν υπέρ της Εθνικής Κυβερνήσεως. Εδώρησαν ανά έν εκ των εν θέματι εντύπων εις τα αναφερόμενα πρόσωπα. Επίσης εδώρησαν ανά έν των εντύπων τούτων και εις τον Δ/ντήν του Α.Τ. Σχηματαρίου».
Το διαβιβαστικό έγγραφο περιγράφει ως εξής τις διαπιστώσεις της Χωροφυλακής:
«Η Δ.Χ. Βοιωτίας ανέφερεν ότι την 11.6.1970 μετέβησαν εις Σχηματάριον αντιπρόσωποι της εφημερίδος “4η Αυγούστου” προς συνάντησιν φίλων και διαφήμισιν τόσον της εφημερίδος ταύτης όσον και των βιβλίων άτινα εκδίδει ο Κ. Πλεύρης, αντικομμουνιστικού περιεχομένου. Υπό Υ.Γ.Α. [Υπηρεσία Γενικής Ασφαλείας] Αθηνών να αναφερθή αν δρα ενταύθα παραλλήλως και οργάνωσις υπό την ανωτέρω επωνυμίαν καθ’ όσον ο εκ των αντιπροσώπων της Λιούλιας Αχιλλεύς φέρεται ως ο “Τοπικός Αρχηγός”, εις γενομένην επί βιβλίου αφιέρωσιν» (16.6.1970).
Αυτή η «αφιέρωση» αναφέρεται και στο έγγραφο της Γεν. Διευθύνσεως Εθνικής Ασφαλείας προς την ΥΓΑ Αθηνών, από την οποία ζητείται να αναφέρει αν υφίσταται και δραστηριοποιείται «οργάνωσις υπό την ανωτέρω ή ετέραν επωνυμίαν, καθ’ όσον ο Λιούλιας Αχιλλεύς, δωρήσας έν αντίτυπον του βιβλίου Κ. Πλεύρη “Ο Μετακομμουνισμός”, κάτω της ιδιοχείρου αναγραφείσης αφιερώσεως “εις τον αγαπημένο μου θείο και άξιο συνεργάτη, Α. Λιούλιας”, ετέθη υπ’ αυτού έντυπος εξ ελαστικού σφραγίς έχουσα άνωθεν το σήμα “Ω” και κάτωθι αυτού τας λέξεις “Αχιλλεύς Λιούλιας, Τοπικός Αρχηγός”» (αρ. πρωτ. 9141/143554, 19.6.1970).
Ασφαλώς ξενίζει τον σημερινό αναγνώστη το γεγονός ότι η Ασφάλεια και η Χωροφυλακή παρακολουθούσαν την περίοδο της δικτατορίας ακόμα και την οργάνωση του Πλεύρη. Αλλά αυτό ήταν το χαρακτηριστικό του χουντικού καθεστώτος: μια απόλυτη αστυνομοκρατία. Ειδικά η οργάνωση «Κ4Α» και ο αρχηγός της βρίσκονταν υπό παρακολούθηση επειδή επιχειρούσαν να επιβάλουν τη δική τους «εθνικοσοσιαλιστική» ατζέντα στο καθεστώς, μέσω του πιο σκληρού πραξικοπηματία, του Ιωάννη Λαδά. Ο Πλεύρης υπήρξε επικεφαλής του ιδιαίτερου γραφείου του Λαδά και διατηρούσε προσωπική σχέση με τον Παπαδόπουλο, ενώ δίδασκε και στη Σχολή Αξιωματικών της Αστυνομίας και Γενικής Μορφώσεως του ΓΕΣ.
Τη σχέση του κ. Λιούλια με την οργάνωσή του επιβεβαιώνει και ο Πλεύρης, ο οποίος σε αυτοβιογραφικό του πόνημα τον αναφέρει μεταξύ των τεσσάρων ηγετικών στελεχών του «Κ4Α» που συνέλαβε η ΕΣΑ του Ιωαννίδη στις 29.5.1974 (οι άλλοι ήταν ο Δενδρινός, ο Κόμπης και ο Μεταξογένης). Βέβαια οι «τεταρταυγουστιανοί» ως «υπερεθνικόφρονες» δεν είχαν τη σκληρή αντιμετώπιση των αντιστασιακών και φυσικά δεν υπέστησαν βασανιστήρια. Ο Πλεύρης υποστηρίζει ότι έγινε φίλος με τον ανακριτή του και προσθέτει: «Οι φύλακές μας ήταν εικοσάχρονα χωριατόπαιδα που τα εκοροϊδεύαμε. […] Ο ιατρός Λιούλιας επραγματοποίει συνδυασμούς φαρμάκων κι έριχνε την πίεσή του κι όλο τον μετέφεραν έξω. Ο Μεταξογένης τους ηνώχλει, επειδή άφησε μουστάκι Χίτλερ» (Κ.Α. Πλεύρης, «Γεγονότα 1965-1974», Αθήνα 2009, σ. 589-591).
Το γιατί έγιναν αυτές οι συλλήψεις, δεν έχει διευκρινιστεί πλήρως. Ο Πλεύρης θεωρεί ότι αιτία ήταν οι αντιεβραϊκές του θέσεις, ενώ ισχυρίζεται ότι ο Ιωαννίδης τού είπε (το 1977) πως φοβόταν ότι «συνωμοτούσε με Παλαιστινίους για να τον δολοφονήσει» (ό.π., σ. 703).
Ο συγγραφέας μιας απολογητικής βιογραφίας του Ιωαννίδη ισχυρίζεται ότι ο Ιωαννίδης τού ανέφερε πως οι συλληφθέντες είχαν επαφές με τη Λιβύη, η οποία είχε τότε ταχθεί «υπέρ της Τουρκίας» (Ανδρέας Σταθόπουλος, «Ο στρατηγός Δημήτριος Ιωαννίδης», σ. 62-63). Σημειωτέον ότι, πέραν των μελών του «Κ4Α» είχαν συλληφθεί και ορισμένοι άλλοι ακροδεξιοί, όπως ο Δημήτριος Ναστούλης (επικεφαλής της «Νέας Τάξης» και στη συνέχεια της «Εθνικοσοσιαλιστικής Οργάνωσης»), ο οποίος είχε σχέσεις με τη Λιβύη, όπως και ο Πλεύρης.
Οι καταγγελίες της Μεταπολίτευσης
Τα στοιχεία για τη δράση του Λιούλια που είχαν συγκεντρωθεί από το πρώτο δημοκρατικά εκλεγμένο Δ.Σ. των φοιτητών της Ιατρικής δημοσιεύτηκαν στο 16σέλιδο «Ενημερωτικό Δελτίο» που κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 1975. Μεταξύ άλλων αναφέρονται τα εξής:
«Στην 1η κατάληψη της Νομικής ο Λιούλιας βρισκόταν μαζί με αξιωματικούς της Ασφάλειας και προκαλούσε δημοκράτες φοιτητές. Στη 2η κατάληψη βρισκόταν εκεί, μαζί με ομάδα τραμπούκων και έδερναν και κατέδιδαν φοιτητές στην Ασφάλεια. Ισχυριζόταν ότι κατά τη διάρκεια των γεγονότων της νύχτας του Πολυτεχνείου βρισκόταν σ’ αυτοκίνητο, απ’ όπου πυροβολούσαν διαδηλωτές. Στις 9 Οκτωβρίου είδαν τον Λιούλια στο σπίτι του Ι. Λαδά. Με το πρόσχημα της ίδρυσης Ελληνο-Αραβικού συλλόγου έφερε συνάδελφο στην Ασφάλεια, όπου του έγινε πρόταση να γίνει χαφιές. Συναναστρεφόταν τους ασφαλίτες της Σχολής (Χριστάκη, Σωτηρόπουλο, κ.ά.) και τον είδαν μαζί τους σε συγκέντρωση στο Πολυτεχνείο.
Συνάδελφος, κατά τη διάρκεια της σύλληψής της, είδε τον Λιούλια στα γραφεία του Σπουδαστικού της Ασφάλειας. Επιχείρησε να οργανώσει συναδέλφους στη φασιστική οργάνωση “4η Αυγούστου”, προπαγάνδιζε τον φασισμό και τον Ιωαννίδη. Στην Ιατρική Σχολή οπλοφορούσε και έδειχνε διάφορα όπλα (πιστόλι, σφαίρες, στιλέτο) σε συναδέλφους.
Ισχυριζόταν ότι ήταν αξιωματικός της ΚΥΠ, της ΕΣΑ και έδειχνε σχετικές ταυτότητες σε συναδέλφους. Απειλούσε συναδέλφους, λέγοντας ότι έχει φακέλους για τη δραστηριότητα όλων των φοιτητών. Τασσόταν ανοιχτά υπέρ της επέμβασης των δολοφόνων φασιστών στο Πολυτεχνείο.
Κατεύθυνε και συντόνιζε δίκτυο καταδοτών και προβοκατόρων σε διάφορες σχολές του Πανεπιστημίου και του Πολυτεχνείου. Σε ανύποπτο χρόνο (πριν το πραξικόπημα του Σαμψών) ισχυριζόταν ότι επίκειται πραξικόπημα στην Κύπρο. Ενώ απέτυχε στις κανονικές εισαγωγικές εξετάσεις, μπήκε στη Σχολή με τις εξετάσεις των αλλοδαπών, παρ’ όλο που δεν είναι δυνατόν κάποιος να συμμετέχει και στις δύο».
Ο κ. Λιούλιας παραδέχεται τη συμμετοχή του στην οργάνωση «Κ4Α», αλλά αρνείται όλα τα υπόλοιπα. Πάντως τα περισσότερα από τα καταγγελλόμενα προκύπτουν από αυτή τη συμμετοχή, ενώ πολλοί δημοκράτες φοιτητές εκείνης της περιόδου επιβεβαιώνουν ότι προέβαινε τότε σε παρόμοιους κομπασμούς και τον θυμούνται ως τον υπ. αριθ. 1 χουντικό στην Ιατρική Σχολή.
Μετά τη δημοσιοποίηση των στοιχείων αυτών, ο Αχ. Λιούλιας κατέθεσε μήνυση εναντίον των δημοκρατικά εκλεγμένων εκπροσώπων των φοιτητών. «Τα χουντικά στοιχεία της Ιατρικής Σχολής άρχισαν να υποβάλλουν μηνύσεις ενάντια στο σημερινό Δ.Σ.», τονιζόταν σε σχετική ανακοίνωση, όπου αναφερόταν διεξοδικά και η δράση του Λιούλια. «Οι δίκες αυτές βρίσκουν αντίθετους όλους τους φοιτητές της σχολής, προσβάλλουν το κοινό περί δικαίου αίσθημα και είναι φανερό ότι αποβλέπουν στην τρομοκράτηση των δημοκρατικών φοιτητών. Στόχος τους είναι ακόμα το φρενάρισμα της διαδικασίας για τη δίκαια τιμωρία των πιο αναίσχυντων φασιστικών στοιχείων» (εφ. «Ριζοσπάστης», 25.6.1975). Ανάλογη ανακοίνωση είχε εκδώσει και η ΕΦΕΕ.
Σήμερα ο κ. Λιούλιας δεν θυμάται να έχει υποβάλει παρόμοια μήνυση. Ωστόσο το γεγονός είναι καταγραμμένο σε όλο τον Τύπο («Τα Νέα», «Ελευθεροτυπία», κ.λπ.). Μάλιστα έχουν καταγραφεί όλες οι περιπέτειες της δίκης, λ.χ. η αναβολή της τον Ιανουάριο του 1976, εξαιτίας της απουσίας του μηνυτή και των μαρτύρων κατηγορίας. Τελικά, οι μηνυθέντες φοιτητές απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες που τους είχε απευθύνει ο Λιούλιας για «παράνομη βία» και «απειλές» (εφ. «Ελευθεροτυπία» και «Τα Νέα», 16.2.1976).
Στη δίκη του Πολυτεχνείου
Στις 15.10.1974, ο δημοσιογράφος Γρηγόριος Παπαδάτος παρέδωσε στον αρμόδιο εισαγγελέα Τσεβά, ο οποίος είχε αναλάβει την προανάκριση για τη σφαγή του Πολυτεχνείου, υπόμνημα, στο οποίο μεταξύ άλλων αναφέρονταν και τα ακόλουθα:
«Ο φοιτητής της Ιατρικής Λιούλιας Αχιλλέας [υπήρξε] γνωστός προβοκάτορας, διαθέτων μίαν ενδιαφέρουσα συλλογή όπλων, καθώς και ταυτότητας Μονίμου Ανθυπολοχαγού και Υπαστυνόμου και διηγείτο μέχρι πρότινος μετ’ υπερηφανείας την εις το Πολυτεχνείον δολοφονικήν δράσιν του και τας σχέσεις του με τους Ιταλούς φασίστας. [Μαζί με τον] εκ των κατηγορουμένων του πορίσματος του κ. Τσεβά Τσιαπούραν Ηλίαν ανήκουν και οι τρεις εις τας φασιστικάς οργανώσεις 4η Αυγούστου, Φασιστικόν Κόμμα Ελλάδος και Σώμα Ελλήνων Αλκίμων. Ο τελευταίος δε, Τσιαπούρης Ηλίας, την νύκτα της 16.11.1973 ευρίσκετο έμπροσθεν του παλαιού κτιρίου της γωνίας Αβέρωφ και Τοσίτσα και επυροβόλει εις το ψαχνό διά τυφεκίου Μ1. Είναι δε ο φονεύσας εν ψυχρώ και εξ επαφής σχεδόν τον υπ’ εμού μεταφερόμενον τραυματίαν, τον οποίον αναφέρω εις την μήνυσίν μου» («Το πόρισμα για το Πολυτεχνείο», εφ. «Το Βήμα», 16.10.1974).
Τα ίδια κατέθεσε ο Παπαδάτος και στη δίκη του Πολυτεχνείου (31.10.1975), με αποτέλεσμα να κληθεί από το δικαστήριο και ο Λιούλιας. Στη δική του κατάθεση (28.11.1975) παραδέχτηκε ότι γνώριζε τον Παπαδάτο, καθώς και τον λοχαγό Τσερμπέλη, αλλά αρνήθηκε ότι είχε οιαδήποτε σχέση («θετική ή αρνητική», όπως είπε) με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Η μαρτυρία του σημαδεύτηκε από τις φωνές μιας γυναίκας από το ακροατήριο που τον κατήγγειλε ως «δολοφόνο του παιδιού της». Ηταν η μητέρα του φοιτητή του ΕΜΠ Γ. Κωνσταντίνου, ο οποίος συμμετείχε στο αντιδικτατορικό κίνημα, είχε λάβει μέρος στην κατάληψη της Νομικής τον Φεβρουάριο του 1973 και είχε απειληθεί από την Ασφάλεια ότι «θα πέσει από κανένα παράθυρο». Ο Κωνσταντίνου είχε βρεθεί απαγχονισμένος στις 4.5.1973, αλλά η οικογένειά του δεν είχε πιστέψει ότι είχε αυτοκτονήσει. Τελικά το δικαστήριο δεν θεώρησε αξιόπιστη τη μαρτυρία Παπαδάτου ως προς τον Λιούλια και δεν δόθηκε καμιά συνέχεια.
Για τελευταία φορά συναντάμε το όνομα του Αχ. Λιούλια τον Μάρτιο του 1977, όταν είχε κληθεί για εξέταση από τον ανακριτή Δ. Γυφτάκη, σε σχέση με τα αιματηρά επεισόδια που είχαν προκαλέσει ομάδες χουντικών κατά την κηδεία του απότακτου αστυνομικού Ευάγγελου Μάλλιου τον Δεκέμβρη του 1976. Ούτε αυτό το γεγονός θυμάται σήμερα ο κ. Λιούλιας. Σύμφωνα πάντως με τα ρεπορτάζ της εποχής, είχε κληθεί μαζί με τον Νικόλαο Μιχαλολιάκο (τον γνωστό) και τον Νικόλαο Σιμωνετάτο (νεοφασίστα, ο οποίος αργότερα καταδικάστηκε σε φυλάκιση δυόμισι χρόνων).
Το φάντασμα της σκληρής Δεξιάς
Η σημερινή Ν.Δ. αντιμετωπίζει με αμηχανία τη σκοτεινή εκείνη ιστορική περίοδο. Ο ίδιος ο πρόεδρός της έχει εκπέμψει δύο απολύτως αντιφατικά μηνύματα. Από τη μια πλευρά έχει θέσει μόνος του το ζήτημα της προσωπικής στάσης των στελεχών της παράταξης απέναντι στη δικτατορία, με εκείνο το αμίμητο «εγώ ήμουν πολιτικός κρατούμενος σε ηλικία έξι μηνών από τη χούντα» (22.7.2016). Από την άλλη, έχει υποστηρίξει τη διαγραφή της πρόσφατης ιστορικής μνήμης, με τον εξωφρενικό ισχυρισμό ότι δεν χρειάζεται να θυμόμαστε τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, εφόσον «το παιδί των 17 ετών που θα ψηφίσει για πρώτη φορά δεν ενδιαφέρεται για το τι έγινε το 1963».
Δεν πρόκειται για πολιτική σχιζοφρένεια. Αυτή η αντίφαση τροφοδοτείται από την ανάγκη του κ. Μητσοτάκη να συμβιβάσει την κληρονομιά της μεταπολιτευτικής Κεντροδεξιάς των Κων. Καραμανλή και Κων. Μητσοτάκη με την επανάκαμψη στη «δεξιά πολυκατοικία» του ρεύματος που είχε εκφραστεί από τον Γ. Καρατζαφέρη και είχε εκδιωχθεί την περίοδο του Κώστα Καραμανλή. Εδώ πρέπει να συνυπολογιστεί και η ειδική επιρροή της τάσης του εθνικιστικού ρεβανσισμού που εκφράζει τους τελευταίους μήνες με την ηγετική του παρουσία ο Αντώνης Σαμαράς.
Η ομιλία του Αχ. Λιούλια στο συνέδριο της Ν.Δ. εκφράζει αυτήν ακριβώς την αντίφαση. Ο στενός συνεργάτης του Κων. Μητσοτάκη δεν δίστασε να καταγγείλει τον «σοβινισμό», τις «εθνικιστικές κορόνες» και τις «εθνοκαπηλίες», ενώ υπενθύμισε ότι η Ν.Δ. επί Κων. Καραμανλή «αποποινικοποίησε το πολιτικό φρόνημα» και επί Κων. Μητσοτάκη προχώρησε σε «σύμπραξη ακόμη και αντίθετων κοινωνικών απόψεων». Ομως δεν παρέλειψε να κλείσει το μάτι προς την ακροδεξιά πτέρυγα, συγκρίνοντας τον Κυριάκο με τον… Ιωνα Δραγούμη (εδώ θα ανατρίχιασε ο κ. Σαμαράς), και επιλέγοντας από όλους τους διανοητές της σύγχρονης Ελλάδας να παραθέσει λόγια του Περικλή Γιαννόπουλου.
Το σχετικό παράθεμα είναι μεν ανώδυνο («Ελληνες, μη φοβάστε την αλήθεια. Τα ψέματα καταθάπτουν τους λαούς»), αλλά το παράδειγμα του Γιαννόπουλου είναι το πιο ακατάλληλο για κάποιον που θέλει να πολεμήσει τον σοβινισμό και την εθνοκαπηλία. Ως πρώιμος εθνικοσοσιαλιστής, αλλά και ακραίος φυλετιστής, ο Γιαννόπουλος είναι ο αγαπημένος του Βεζανή, του Πλεύρη και του Μιχαλολιάκου. Οσο για το συγκεκριμένο παράθεμα, δεν αναφέρει τη λέξη «Ελληνες». Η ακριβής διατύπωση είναι «Ζωντόβολα, μη φοβάσθε την Αλήθεια» («Εκκλησις προς το Πανελλήνιον Κοινόν», 1907, σ. 25). Θα συναντήσουμε τη φράση σε όλα τα έντυπα του ακροδεξιού χώρου που δυσκολεύονται να χρησιμοποιήσουν την ανάλογη του Σολωμού («Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό»).
Η φράση αυτή ειπώθηκε μάλιστα και στην ελληνική Βουλή τον Φεβρουάριο του 2012 από τον Κ. Κιλτίδη. Ατυχής σύμπτωση. Ο κ. Κιλτίδης υπήρξε επί χρόνια στέλεχος της Ν.Δ., αλλά τότε που αναφερόταν στον Γιαννόπουλο ήταν βουλευτής του ΛΑΟΣ. Οσο για τη δική του πολιτική διαδρομή, ξεκινά κι αυτή από το «Κ4Α». Ο κ. Κιλτίδης υπήρξε στη μεταπολίτευση επικεφαλής της ΦΕΠ, της φοιτητικής δηλαδή οργάνωσης του «κόμματος» Πλεύρη.
Οι 50 αποχρώσεις του μπλε-μαύρου συνυπάρχουν στην αξιωματική αντιπολίτευση.
Αχ. Λιούλιας: «Από το 1974 είμαι στέλεχος της Ν.Δ.»
Υποβάλαμε στον κ. Λιούλια μια σειρά ερωτημάτων για την ένταξή του στην οργάνωση «Κόμμα 4ης Αυγούστου» και για τη δράση του την περίοδο της δικτατορίας. Το μέλος της Πολιτικής Επιτροπής της Ν.Δ. μάς έδωσε την ακόλουθη απάντηση:
Μετά την οικογενειακή επιστροφή στην Ελλάδα, σαν Ελληνόπουλο της διασποράς, είχα στα πλαίσια μιας ακομμάτιστης διδαχθείσας αγάπης για την πατρίδα, εκτίμηση και στο πρόσωπο του εκφραστού της χώρας, όταν αυτή δέχθηκε την ιταλική φασιστική και γερμανική ναζιστική επίθεση.
Αυτό ήταν και το αίτιο της σχέσης με την “4η Αυγούστου”. Ολοκληρωτικές ή άλλες αντιδημοκρατικές απόψεις ήταν ξένες από μένα. Η σύντομη σχέση περατώθηκε προ περίπου πέντε δεκαετιών και ακολούθησε η σύλληψη και κράτησή μου επί δίμηνο στην ΕΣΑ, μέχρι τη χορηγηθείσα αμνηστία από την μεταπολιτευτική κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή.
Εκτοτε, από το 1974, πιστεύοντας στις αρχές τού τότε νεοσύστατου κόμματος της Ν.Δ., υπήρξα σταθερός υποστηρικτής, μέλος και στέλεχος σε συνδικαλιστικά και κομματικά όργανα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τη μοναδική συνεισφορά της Ν.Δ. στην εθνική συμφιλίωση, στην παγίωση της Δημοκρατίας και στη διαμόρφωση της Νέας Ελλάδας της Ευρώπης. Μια πολιτική του Κ. Καραμανλή που ακολούθησαν και οι επόμενοι αρχηγοί, διευρύνοντας την απήχηση και στελέχωση της μεγάλης φιλελεύθερης παράταξης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στο πλευρό του Κ. Μητσοτάκη συστρατεύθηκε ο βάρδος μιας ολόκληρης γενιάς και σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα, ο Μίκης Θεοδωράκης. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι το ίδιο κάνει η σημερινή Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Τέλος, θεωρώ ότι πέρα από την αναπαραγόμενη παραφιλολογία του παρελθόντος που συνοδεύει συνήθως ιδιαίτερα σκοτεινές περιόδους του τόπου, η πορεία ενός ανθρώπου κρίνεται από τη διαχρονική καθημερινή πρακτική του ως ατόμου και λειτουργού και τη συνολική κοινωνική προσφορά του.
Δημήτρης Ψαρράς
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών