ΣΥΡΙΖΑ

Από το brand name στο DNA του ΣΥΡΙΖΑ

Η πολύ καλή υποδοχή που έτυχε το σχέδιο απολογισμού στην κεντρική επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ το προηγούμενο σαββατοκύριακο, ήταν ένα πολύ καλό σημάδι ότι η πορεία προς το συνέδριο μπορεί, παρά τα θρυλούμενα και τα καλλιεργούμενα από μερίδα του τύπου, να έχει μια απόληξη άξια των προσδοκιών δεκάδων χιλιάδων μελών και οπαδών, και πολλών εκατοντάδων χιλιάδων εν δυνάμει ψηφοφόρων.

Σε μια τέτοια εκτίμηση συνηγορούν και τα διαρκώς βελτιούμενα αποτελέσματα της καμπάνιας εγγραφής νέων μελών. Δεν είναι μόνο ο αριθμός, υπερδιπλάσιος των υπαρχόντων, είναι και η ποιότητα των προσερχομένων: πρόκειται κυρίως για ανθρώπους που παρακολουθούν και ψηφίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια, από το έδαφος της ευρύτερης αριστεράς και του προοδευτικού κινήματος, και κρίνουν σήμερα ότι πρέπει να κάνουν ένα ακόμη βήμα, να γίνουν μέλη του, γιατί αξίζει να στηρίξουν αυτό το κόμμα. Όχι μόνο γιατί έδωσε σε δύσκολες συνθήκες τη μάχη της υπεράσπισης της μεγάλης πλειονότητας, ιδίως των πιο αδύναμων, και της εξόδου από τα μνημόνια, αλλά και γιατί έδειξε ότι αντέχει και υποδεικνύεται από τον ίδιο το λαό ως κύριος διεκδικητής της νίκης στη μάχη εναντίον της παλινόρθωσης της παλαιάς πολιτικής τάξης και της διαπλοκής.

 

Σε τέτοιες συνθήκες είναι δικαιολογημένο να αγωνιούν όλοι για την αίσια έκβαση αυτής της συλλογικής προσπάθειας και να αναζητούν τρόπους να τη θωρακίσουν απέναντι στον κίνδυνο της διάψευσης των προσδοκιών, είτε εξαιτίας της υποτίμησης των δυνατοτήτων, είτε εξαιτίας αλμάτων με πόδια που δεν πατούν στέρεα στο έδαφος.

 

Ηγεσία και μέλη:

μια σχέση διαδραστική

 

Ο κόσμος της αριστεράς, αλλά και κόσμος που εμπιστεύτηκε άλλοτε το ΠΑΣΟΚ, έχει αρνητική πείρα από στιγμές ή περιόδους που οι δικές του προσδοκίες διαψεύστηκαν, μέσα από μια διαδικασία απομάκρυνσης της ηγεσίας και των επιλογών της από τη βάση. Μπορούμε να αναφέρουμε αρκετά πιο παλιά και πιο πρόσφατα παραδείγματα από την ιστορία και της αριστεράς και του ΠΑΣΟΚ. Και είναι εδραιωμένη η πεποίθηση ότι αυτή η διαλεκτική, αυτή η διάδραση είναι απαραίτητο να διατηρείται σαν κόρη οφθαλμού και να βελτιώνεται διαρκώς. Τόσο με οργανωτικά, δομικά μέσα, όσο και με την καλλιέργεια  της ιδέας της συλλογικότητας. Γιατί όταν αυτή η διάδραση αδυνατίζ, ή πολύ χειρότερα, γίνεται ανέφικτη, καραδοκεί ο κίνδυνος μιας καταστροφικής αυταπάτης: ότι η κάθε πλευρά του «διδύμου» μπορεί μόνη της όχι μόνο να εξασφαλίσει την ορθή κρίση σαν προνόμιο, αλλά και να διεκδικήσει την αυθυπαρξία, ως ανώτατο στάδιο της ψευδαίσθησης της αυτάρκειας. Είναι να απορεί κανείς με τους ανθρώπους που διεκδικούν αυτή την ψευδαίσθηση, όταν όλοι γνωρίζουν πως από τα λάθη μας μαθαίνουμε.

Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε την τύχη από την ίδρυσή του όχι μόνο να συντονιστεί με τις ανάγκες και τις προσδοκίες του μεγαλύτερου τμήματος του εκλογικού σώματος και να τις εκφράσει πολιτικά εκτοξευόμενος από το 4% στο 36% σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, αλλά και να αποκτήσει μέσα από αυτή τη διαδικασία μια ηγεσία, που για πρώτη φορά η απήχησή της και η αποδοχή της δεν περιοριζόταν στο πλαίσιο της αριστεράς, αλλά έβρισκε αναγνώριση σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Αυτό που είναι ευχής έργο, μπορεί εύκολα να αποδειχθεί κατάρα, εάν συντελέσει στη διεύρυνση αυτής της απόστασης και απόσπασης, για την οποία μιλήσαμε πιο πάνω. Γιατί η λύση στο πρόβλημα δεν είναι μόνο η επικοινωνιακή αξιοποίηση αυτής της ευρύτερης απήχησης, αλλά και η μεταβίβασή της σε όλο το σώμα του κόμματος και στο επίπεδο των οργανωμένων μελών.

 

 

Τα μέλη κυοφορούν την ηγεσία

Πώς μπορούν αυτές να αποκτήσουν απήχηση και αναγνώριση μεγαλύτερη και από την εν δυνάμει εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ; Με την ανάδειξή τους σε χρήσιμη δύναμη, που μπορεί να εντοπίζει τοπικά ζητήματα και να προωθεί δίπλα στα κοινωνικά κινήματα, με ένα επεξεργασμένο τοπικό πρόγραμμα, τη λύση τους προς όφελος των πολλών. Αυτό που λέμε κόμμα στο χώρο του. Μ΄ αυτό τον τρόπο, όλα τα κύτταρα του κόμματος αναβαθμίζονται, ώστε να επωφεληθούν από την «αναγνωρισιμότητα» της ηγεσίας, να τη στερεώσουν μέσα στην κοινωνία και να της δώσουν διάρκεια, αναδεικνύοντας προοπτικά και τα νέα στελέχη εκείνα, που θα διαδεχθούν τις παλιότερες γενιές. Αν ο Αλέξης Τσίπρας δεν υποδεικνυόταν (από… συνιστώσα, όχι από το κομματικό κέντρο) ως αουτσάιντερ υποψήφιος υποψήφιος δήμαρχος Αθήνας, ως επιλογή με προοπτική, δεν θα συμπαρέσυρε μια ολόκληρη γενιά νέων στελεχών, που, δίπλα στα παλιότερα, μαζί με τα παλιότερα, σήκωσαν το βάρος όχι μόνο της αλματώδους εκλογικής ανόδου, αλλά και μιας δύσκολης κυβερνητικής ευθύνης. Κι αν αυτή η σύνθεση παλιότερης και νεότερης γενιάς δεν πίστευε στις δυνατότητές του και δεν τον στήριζε, αυτή η προοπτική θα έμενε ανεκπλήρωτη.

 

  Το ενωτικό DNA του ΣΥΡΙΖΑ

 

Αυτή η συλλογικότητα, ο εν τη γενέσει του ΣΥΡΙΖΑ, με τις συνιστώσες του ακόμα, ούτε καν με τις τάσεις του, ήταν η μήτρα που απέδειξε ότι μπορεί να κάνει όχι μόνο ορθές  πολιτικές εκτιμήσεις, ενωτικές οργανωτικές επιλογές, συνθετικές προγραμματικές διακηρύξεις, αλλλά και επιτυχείς επιλογές προσώπων. Και αποδείχθηκε, σε πολύ δύσκολες πολιτικές και εσωκομματικές συνθήκες, ότι όχι μόνο μπορούσε να παράγει πολιτική, αλλά και να τη στηρίζει με στελέχη και μέλη που συχνά είχαν πολύ διαφορετικές απόψεις μεταξύ τους. Πώς το κατάφερνε; Εξαντλούσε, έστω και με επίμονες πιέσεις, τις δυνατότητες συλλογικής και δημοκρατικής λειτουργίας, που είναι αλήθεια ότι ποτέ δεν ήταν αγαθό εν επαρκεία. Πάντως, εσωτερικοί εχθροί δεν αναζητήθηκαν ούτε κατασκευάστηκαν ακόμα και την «ώρα της κρίσεως», το καλοκαίρι του 2015. Το ότι ακούγονται απρόσεκτα απαξιωτικές αναφορές στις τάσεις, και μάλιστα από ηγετικά χείλη, δεν έχει βάση στην αντικειμενική πραγματικότητα. Αντίθετα, χωρίς αυτές η ορθοφροσύνη θα ήταν αγαθό εν ανεπαρκεία ελλείψει κριτικής.

Δεν θα πρέπει, λοιπόν, με τίποτα να αφήσουμε να εννοηθεί ότι η διαφωνία, και σε σοβαρά και κρίσιμα ζητήματα, είναι «φυσιολογικό» να οδηγεί σε διασπάσεις, σε χωρισμούς συναινετικούς ή «αιματηρούς», όπως μπορεί να παρεξηγηθεί η σχετική αναφορά του Αλέξη Τσίπρα στη συνέντευξή του στον Alpha. («Όταν διαφωνούμε, δεν υπονομεύουμε, ο καθένας ακολουθεί το δρόμο του»). Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, από την ίδρυσή του ως σήμερα είναι μια απόδειξη περί του αντιθέτου. Αν δεν φτάνει αυτό, μπορούμε αρκετοί προερχόμενοι από το ΚΚΕ Εσωτερικού να καταθέσουμε την εμπειρία μας. Γιατί κι εμείς «ξανασυναντηθήκαμε» μετά από χρόνια με τους «αντιπάλους» μας, αλλά εν τω  μεταξύ ο Συνασπισμός είχε φτάσει στο σημείο κινδύνου εξαφάνισης. Χωρίς εμείς, που «ακολουθήσαμε το δρόμο μας», να «ωφελούμαστε» από τη φθορά του.

Αυτό που προέκυψε με τη συνθετική μορφή του ΣΥΡΙΖΑ, δεν ήταν ένα εγκεφαλικό κατασκεύασμα· ήταν απότοκο μιας εμπειρίας, ήταν ένας τύπος κόμματος που προέκυπτε από τις ανάγκες μιας κατακερματισμένης αριστεράς και τη ριζοσπαστικοποίηση μεγάλων τμημάτων, που έκανε ορατή την επικείμενη μετατόπιση, την τεκτονική μετακίνηση μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος από το κέντρο προς τα αριστερά. Το σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσε να ήταν «όταν διαφωνούμε, χωρίζουμε», αλλά «παρότι διαφωνούμε, συνυπάρχουμε». Αυτό είναι το DNA του ΣΥΡΙΖΑ και σ΄ αυτό το πεδίο αν χρειαστεί πρέπει να δοθεί μάχη, πολύ σοβαρότερη από το παρακολούθημα του τίτλου. Γιατί η καταστροφή του DNA είναι που καταλύει έναν οργανισμό.

 

Προσφυγή ή διαφυγή;

Αυτό το ποιοτικό ενοποιητικό χαρακτηριστικό δεν μπορεί να αντικατασταθεί από την αρχή της σιωπηρής ομοφωνίας ή της σιωπηρής πλειοψηφίας. Όταν ο Αλέξης Τσίπρας, από τη θέση του προέδρου του κόμματος, υποστηρίζει πως η καλύτερη και δημοκρατικότερη λύση είναι η προσφυγή στα μέλη του, αγγίζει άλλο ένα ουσιαστικό ζήτημα λειτουργίας του κόμματος. Υπάρχουν αρκετά θέματα εδώ: Ποιος αποφασίζει την προσφυγή σε «δημοψημισματικού» τύπου λύσεις; Ποιος διατυπώνει το ή τα ερωτήματα; Πώς συζητούν τα μέλη τις διαφορετικές απόψεις; Για όσους έχουν θητεύσει σε κόμματα της ανανεωτικής αριστεράς δεν είναι άγνωστος ο τρόπος συζήτησης με βάση διαφορετικές απόψεις, που τίθενται ισότιμα σε συζήτηση, πριν από οποιαδήποτε σημαντική απόφαση, που λαμβάνεται μετά λόγου γνώσεως, μετά από ανταλλαγή επιχειρημάτων και όχι συνθημάτων. Και η απόφαση αυτή μπορεί, τελικά, να είναι μια σύνθεση που προκύπτει από τη συζήτηση, η οποία σύνθεση αποκλείεται, όταν ζητάς από τα μέλη μια απάντηση με «ναι», ή «όχι». Τότε είναι που η όποια συζήτηση καταντάει άγονη, μοιάζει με σπατάλη χρόνου, αν δεν είναι απλώς προσχηματική.

 

Χαράλαμπος Γεωργούλας

Προδημοσίευση από την εφημερίδα Η Εποχή του φύλλου της 23ης Φλεβάρη