Αυτή την ώρα που όλοι σχεδόν θα μιλούν —και δικαίως— για τον ανασχηματισμό, όσοι γνωρίζουν τις ανάγκες και τις υποχρεώσεις του ΣΥΡΙΖΑ, οφείλουν να εστιάσουν την προσοχή τους σε ό,τι συνέβη μια μέρα πριν, στη συνεδρίαση της κεντρικής επιτροπής: στη συμβολική κίνηση της εκλογής στη θέση του γραμματέα της ενός κυβερνητικού στελέχους πρώτης γραμμής, του Πάνου Σκουρλέτη. Φαίνεται ότι σηματοδοτεί τη συνειδητοποίηση της ανάγκης για μια αντίστροφη κίνηση, από την ενίσχυση της κυβέρνησης με στελέχη του κόμματος, που ήταν περισσότερο και από αναγκαία την πρώτη περίοδο, στην ενίσχυση του κόμματος. Γιατί χωρίς ικανό κόμμα ουδέν δύναται γενέσθαι των δεόντων.
Ορατή αναντιστοιχία
Ήταν μια ανάγκη που εντοπίστηκε και συζητήθηκε και στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να υπάρξει, όμως, πρακτική απόληξη. Η ανάγκη αυτή προέκυπτε από μια ορατή διά γυμνού οφθαλμού πραγματικότητα: ενώ η πολιτική απήχηση και η εκλογική καταγραφή του ΣΥΡΙΖΑ αυξανόταν ραγδαία, η οργανωτική ανάπτυξή του και η οργανική σύνδεσή του με την κοινωνία υστερούσε σημαντικά. Από τη στιγμή, μάλιστα, που χρειάστηκε να τροφοδοτηθεί ο κυβερνητικός μηχανισμός με στελέχη απαραίτητα για τη στοιχειώδη λειτουργία του στις νέες συνθήκες, το πρόβλημα επιτάθηκε. Ουσιαστικά, για μεγάλο διάστημα ένα κόμμα που από το 3% βρέθηκε στο 36% αναλαμβάνοντας κυβερνητικές ευθύνες σε πρωτόγνωρες συνθήκες, υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει τις αυξημένες ανάγκες του σε κατάσταση αφαίμαξης και κινδύνου διολίσθησης στη λογική του κυβερνητισμού. Αν λάβουμε υπόψη και τους κλυδωνισμούς που πέρασε μετά τον επώδυνο συμβιβασμό του καλοκαιριού του 2015, τότε μπορούμε να έχουμε μια εικόνα για την κατάσταση που βρέθηκε, την ώρα ακριβώς που οι συνθήκες απαιτούσαν να έχει τη μεγαλύτερη δυνατή συνοχή, απήχηση και αποτελεσματικότητα.
Με αυτά τα δεδομένα, για να μην χάσει το ελάχιστο από τη συμβολική αξία της η εκλογή νέου γραμματέα, χρειάζεται ακριβώς να μην περιοριστεί στο συμβολικό επίπεδο. Είναι απαραίτητο να λειτουργήσει σαν εναρκτήριο λάκτισμα, που θα επιφέρει απαραίτητες αλλαγές σε όλη τη λειτουργία, τη δράση, ακόμα και τη δομή του κόμματος, αν χρειαστεί . Από αυτή την άποψη είναι σημαντική και δεν πρέπει να χαθεί στη ρουτίνα η απόφαση της κεντρικής επιτροπής να συζητήσουν άμεσα οι οργανώσεις του κόμματος πώς βλέπουν αυτή τη διαδικασία ανασυγκρότησης, και μετά από τη συζήτηση αυτή να αποφασιστούν τα συγκεκριμένα μέτρα. Γιατί πρώτιστη ανάγκη είναι να καταστούν όλα τα μέλη συμμέτοχα σ’ αυτή την προσπάθεια.
Ανάκτηση δεσμών
Ο ΣΥΡΙΖΑ μέσα από αυτή την πρωτόγνωρη και συχνά τραυματική εμπειρία της ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών σε συνθήκες εφαρμογής μνημονιακού προγράμματος, βρίσκεται αντιμέτωπος με μια κατάσταση και μια ανάγκη. Έχει ατονήσει σε σημαντικό βαθμό η στενή επαφή των οργανώσεών του με έναν ευρύτερο περίγυρο που παρακολουθούσε τη δράση του, ακόμα και με μέλη ή οπαδούς που έχουν αδρανοποιηθεί ή αποστασιοποιηθεί. Γεγονός που έχει επίπτωση και στο βαθμό σύνδεσης των οργανώσεων και των μελών με τις ανάγκες, τις απαιτήσεις και τις προσδοκίες των κοινωνικών χώρων στους οποίους λειτουργούν. Αυτό το «έδαφος», το οποίο λειψά και μονόπλευρα καταγράφεται ακόμα και στις δημοσκοπήσεις, χρειάζεται πολιτικά και πρακτικά να ανακτηθεί. Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει από οργανώσεις και μέλη που δεν έχουν «πρόγραμμα» για το χώρο ευθύνης τους, το οποίο να απηχεί τις ιδιαίτερες ανάγκες και τα ειδικότερα προβλήματα, που δεν το εξειδικεύουν με τη δράση τους και τις καθημερινές πολιτικές παρεμβάσεις τους, δεν ελέγχουν την προώθησή του με τακτικούς απολογισμούς των ατομικών και συλλογικών προσπαθειών.
Η συγκυρία της λήξης του προγράμματος προσαρμογής και οι συγκεκριμένες δυνατότητες που μπορεί να αξιοποιηθούν από την κυβέρνηση στη νέα περίοδο, διαμορφώνουν εν δυνάμει ευνοϊκότερο περιβάλλον για την ανάπτυξη ενός τέτοιου τρόπου λειτουργίας και δράσης των οργανώσεων. Όμως, χρειάζεται να συνειδητοποιηθεί ότι δεν αρκεί η κατανόηση, αφομοίωση και εκφώνηση της γενικής πολιτικής γραμμής, ούτε μόνο η παρακολούθηση του κυβερνητικού έργου. Οι αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ στο συγκεκριμένο πεδίο γίνονται συχνά εμφανείς στις τοπικές εκλογικές αναμετρήσεις, όπου παρουσιάζεται το «ανεξήγητο» φαινόμενο στις βουλευτικές εκλογές το κόμμα να πρωτεύει και οι υποψήφιοί του στις τοπικές αναμετρήσεις να μένουν πολύ πίσω. Αν οι οργανώσεις δεν πλησιάζουν καθημερινά το ιδανικό να γίνουν «κόμμα στο χώρο τους», με ό,τι αυτό σημαίνει πολιτικά και οργανωτικά, το «ανεξήγητο» θα συνεχίσει να μας εκπλήσσει.
Η επάρκεια των οργάνων
Και επειδή μιλάμε ως τώρα μόνο για οργανώσεις και μέλη, είναι η στιγμή να αναρωτηθούμε για την επάρκεια, ως προς τη στελέχωση και τον τρόπο λειτουργίας, των συντονιστικών και βοηθητικών οργάνων σε όλες τις βαθμίδες. Θα πρέπει να είναι κοινή πεποίθηση ότι ανασυγκρότηση και ανάπτυξη δεν μπορεί να γίνει χωρίς ουσιαστική ενίσχυση σε στελεχικό δυναμικό και αναβάθμιση του αισθήματος ευθύνης κάθε μέλους και συλλογικά κάθε οργάνου για τα αποτελέσματα που παράγονται στο χώρο που τους αντιστοιχεί. Μόνο έτσι μπορεί να αποκτήσουν οι, συγκλίνουσες ή και αποκλίνουσες αν είναι ανάγκη, παρεμβάσεις του κόμματος ανάλογη βαρύτητα και σημασία με τις ενέργειες της κυβέρνησης. Ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ να μην κινδυνεύει να γίνει κυβερνητικό παρακολούθημα, αλλά απαραίτητο όργανο παραγωγής πολιτικής.
Και μια που μιλάμε για ευθύνη, ίσως θα έπρεπε η λέξη και η έννοια αυτή να αντικαταστήσει στο λεξιλόγιο του ΣΥΡΙΖΑ τη λέξη καθήκον. Αυτό θα μπορούσε ίσως να βοηθήσει και στην αλλαγή μιας αρνητικής κληρονομιάς στον τρόπο λειτουργίας και δράσης, που συχνά εξαντλείται σε μια δημοκρατική συζήτηση, χωρίς να καταλήγει σε ανάληψη συγκεκριμένης ευθύνης από κάθε μέλος. Με αποτέλεσμα η ευθύνη για την ανάληψη οποιασδήποτε δράσης να περιορίζεται στα μέλη του συντονιστικού ή, ακόμα χειρότερα, μιας ολιγάριθμης γραμματείας του. Αν κάθε μέλος οργάνωσης και οργάνου δεν αναπτύξει το αίσθημα της ευθύνης για ό,τι συγκεκριμένο, μικρό ή μεγάλο, μπορεί να αναλάβει, ένα αίσθημα που περιλαμβάνει και την ανάγκη του αυτοελέγχου, τότε διακυβεύεται για ένα κόμμα της αριστεράς ο ουσιαστικός όρος ύπαρξης και αποτελεσματικής δράσης του, που είναι η καλλιέργεια του αισθήματος προσωπικής ευθύνης για την πορεία της συλλογικής, της κοινής υπόθεσης.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή