Το κεντρικό πρόβλημα που αφορά το μέλλον της Αριστεράς στην Ελλάδα περιστρέφεται γύρω από το ζήτημα της διάκρισης της διακυβέρνησης με την αντιπροσωπευτικότητα. Το δίλημμα θα μας απασχολήσει σοβαρά για τα επόμενα χρόνια μέχρι την επάνοδο ή όχι του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία. Άπτεται όλων των πλευρών της πολιτικής. Της οργανωτικής κατάστασης και ετοιμότητας του ΣΥΡΙΖΑ και της επεξεργασίας κυβερνητικού προγράμματος.
Αφορά, επίσης, και το επίπεδο των προγραμματικών διακηρύξεων του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και το ποιες θα είναι οι αντιδράσεις του στο άμεσο μέλλον, δηλαδή στο αν θα περιοριστεί να κάνει απλώς, μια σοβαρή προγραμματική αντιπολίτευση, πλην όμως μόνο σε επίπεδο κοινοβουλευτικών ή επικοινωνιακών παρεμβάσεων, ή αν θα ξαναπιάσει το σημαντικότερο σημείο της στρατηγικής του, την ενεργοποίηση του κοινωνικού παράγοντα και των κινημάτων. Φυσικά τα ερωτήματα αυτά δεν μπορούν να έχουν μία μονοσήμαντη απάντηση, χρειάζεται συζήτηση σε βάθος. Τελική απάντηση δεν υπάρχει ούτε ένα συνέδριο μπορεί να το κάνει.
Αναγκαία η διαλεκτική σύνθεση
Είναι γεγονός ότι η τάση των 53+, έθεσε πρώτη το ερώτημα της διάκρισης ανάμεσα στην διακυβέρνηση και στην εκπροσώπηση, θέτοντας όμως θα έλεγα την αρνητική πλευρά του ερωτήματος, με τη μορφή του συνθήματος «όχι πάση θυσία κυβέρνηση». Στη σημερινή όμως εποχή, αφού ήδη δοκιμάσαμε μία κυβέρνηση Αριστεράς με σχετική επιτυχία, αλλά ταυτόχρονα ήττες και αποτυχίες, νομίζω ότι το πρόβλημα δεν είναι να αναδείξουμε τη διάκριση ή τις διαφορές ανάμεσα στη διακυβέρνηση και την εκπροσώπηση, αλλά να δούμε με ποιο τρόπο θα επιτευχθεί η διαλεκτική σύνθεση αυτών των δύο πολιτικών εννοιών.
Αυτή η σύνθεση προφανώς δεν είναι κενό σύνολο, δεν είναι άδειο πουκάμισο, αλλά αναγκαιότητα επειδή είναι, πολύ πιθανό, ο ΣΥΡΙΖΑ να κληθεί να ξανακυβερνήσει. Πολύ πιθανά και σε σύντομο χρονικό διάστημα. Επίσης, προϋποθέτουν ένα πολύ μεγάλο σύνολο ενεργειών, πολιτικών δράσεων και παρεμβάσεων, που αν τις γνωρίζει μια νέα κυβέρνηση, θα αποφύγει πιθανές ήττες ή λάθη και παραλείψεις στο μέλλον.
Το μόνο πράγμα για το οποίο είμαστε απολύτως βέβαιοι, είναι ότι, αν ο ΣΥΡΙΖΑ περιοριστεί στην προγραμματική αντιπολίτευση, όπως τον πιέζουν (το περίφημο «θα είστε σοβαροί ή θα ξαναβγείτε στους δρόμους;»), θα σημάνει την στρατηγική του ήττα. Μπορεί ο Βενιζέλος να εννοούσε στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ να τον προσπεράσει εκλογικά το ΚΙΝΑΛ, και αυτό να μην έγινε, αλλά τώρα, οι συστημικές πιέσεις προς τον ΣΥΡΙΖΑ για οριστική μετάλλαξη, είναι ισχυρότερες από ποτέ και ο κίνδυνος στρατηγικής ήττας προ των πυλών. Μάλιστα, ενισχύεται επιπλέον ο κίνδυνος, επειδή υπάρχουν δυνάμεις και εντός του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, που πιέζουν γι’ αυτό. Το θέμα είναι ανοικτό και αντικείμενο διεκδίκησης.
Τρία συμπεράσματα
Η ανάγνωση των πρόσφατων εκλογικών επιδόσεων του ΣΥΡΙΖΑ, αν την δει κανείς μέσα από το πρίσμα του διλήμματος που συζητάμε, οδηγεί σε τρία συμπεράσματα.
• Το πρώτο, είναι σχετικό με τις ευρωεκλογές, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πέτυχε υψηλό ποσοστό, επειδή οι κοινωνικές τάξεις που ήθελε να εκπροσωπήσει, δεν αισθάνθηκαν κάτι τέτοιο, άσχετα από το γεγονός αν υπήρχαν οι προϋποθέσεις να το κάνει ή όχι. Αδιαφόρησαν και τον τιμώρησαν ψηφίζοντας κάποιο μικρό κόμμα. Άρα στο θέμα της εκπροσώπησης, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πήγε ιδιαίτερα καλά, χωρίς όμως να έχει ο ίδιος την αποκλειστική ευθύνη.
• Αντίθετα (δεύτερο), στις βουλευτικές εκλογές, εκδηλώθηκε η ισχυρή προτίμηση της πλειοψηφίας αυτών των κοινωνικών κατηγοριών, να κυβερνά ο ΣΥΡΙΖΑ παρά η ΝΔ, αναγνωρίζοντας ότι κατέβαλλε προσπάθειες και ότι διαχειρίστηκε πολύ καλύτερα από κάθε προηγούμενη κυβέρνηση τα δημοσιονομικά (όχι την οικονομία σαν σύνολο επειδή δεν υπήρχαν δυνατότητες). Στο παρελθόν υπήρξαν κυβερνήσεις που πέτυχαν υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά με τεράστιο δημοσιονομικό κόστος και μας οδήγησαν στα μνημόνια. Ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε μικρή αύξηση του ΑΕΠ, έλεγχο των δημοσιονομικών, διάσωση του ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού συστήματος (φυσικά με κόστος μια μικρή μείωση των συντάξεων) και διάσωση του τραπεζικού συστήματος, το οποίο όμως δεν έπαιξε κανένα ενισχυτικό προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ρόλο. Πέτυχε, επίσης, ένα διάδρομο ασφαλείας δεκαπενταετίας ως προς το εξωτερικό χρέος και άφησε 34 δις προίκα στην σημερινή κυβέρνηση. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι αντιμετώπισε την φτώχεια και την κοινωνική καταστροφή και μείωσε δραστικά την ανεργία. Επομένως, στο θέμα της διακυβέρνησης τα πήγε αρκετά καλά , παρά τα λάθη που δεν είναι της ώρας να τα συζητήσουμε.
• Το τρίτο είναι ότι στις αυτοδιοικητικές εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ, πλήρωσε την τεράστια αδυναμία του σε αριθμό και ποιότητα μεσαίων στελεχών, με αποτέλεσμα να σημειώσει σημαντική υποχώρηση σε σχέση με το 2014, όπου η μερική επιτυχία τότε δεν οφειλόταν στην πληθώρα ή την ποιότητα των μεσαίων στελεχών αλλά στην ανοδική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ. Μάλλον το μεγαλύτερο όλων των προβλημάτων και το δυσκολότερο να λυθεί σε αυτή την φάση, είναι το πρόβλημα των μεσαίων στελεχών, δηλαδή το πρόβλημα της αμεσότερης επαφής ή αντιστοίχισης με την κοινωνία. Επομένως στο θέμα της διακυβέρνησης στο αυτοδιοικητικό πεδίο, δεν είχε τις προϋποθέσεις για να τα καταφέρει και αυτό είναι υστέρημα που πρέπει να απαντήσει ή τουλάχιστον να το προσπαθήσει. Φυσικά δεν μπορεί να πει κανείς ότι, η πρώτη Αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα οικοδομούσε μια μεταβατική κοινωνία, αλλά η έλλειψη κινημάτων και η έκδηλη τάση ανάθεσης δεν βοηθούσε.
Θέλω να πω, καταλήγοντας, ότι δεν είναι σωστό να περιοριστούμε στο ποσοστό του 32% των βουλευτικών εκλογών και να πούμε όλα πάνε καλά. Πρέπει να δούμε σαν σύνολο τις εκλογικές μάχες, να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας και αναλόγως να πράξουμε
Αντώνης Βασιλείου
Πηγή: Η Εποχή