“Το προσφυγικό είναι η μεγάλη προδοσία του ευρωπαϊκού πολιτισμού, όλων αυτών των αρχών δηλαδή πάνω στις οποίες υποτίθεται ότι στηρίζεται η Γηραιά Ήπειρος. Είναι η βία που ασκείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την οποία πρέπει ως πολίτες να αποφασίσουμε εάν συνεχίζουμε να ανεχόμαστε”. Αυτό υποστηρίζει ο 42χρονος Βρετανός θεατρικός συγγραφέας Άντερς Λουστγκάρτεν, ένας ενσυνείδητος πολίτης, ακτιβιστής με αριστερές καταβολές και ανήσυχο πνεύμα, που βρέθηκε προχθές στην Αθήνα για να παρακολουθήσει την παράσταση του έργου του “Λαμπεντούζα”, το οποίο παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.
Μια ιστορία που αφηγείται την καθημερινότητα του Ιταλού ψαρά Στέφανο στο νησί της Λαμπεντούζα, τον οποίο ερμηνεύει ο Αργύρης Ξάφης, που περισυλλέγει σώματα μεταναστών από τα κρύα νερά της Μεσογείου. Είναι ταυτόχρονα και η ιστορία της Ντενίζ, την οποία υποδύεται η Χαρά – Μάτα Γιαννάτου, μιας Κινεζοεγγλέζας εργαζόμενης φοιτήτριας στο Λονδίνο, που πηγαίνει πόρτα – πόρτα για να μαζέψει δόσεις καταναλωτικών δανείων για λογαριασμό μιας εισπρακτικής εταιρείας και η οποία, ως μιγάδα, εισπράττει διακρίσεις από εκείνους που θέλουν να την ξεφορτωθούν.
Ο Στέφανο και η Ντενίζ, “θύματα του ίδιου συστήματος”, όπως τα χαρακτηρίζει ο δημιουργός τους, αναγκάζονται να κάνουν άβολες δουλειές. Πρόκειται για ανθρώπους που η φτώχεια, η κρίση και η ανεργία έχουν ρίξει στο περιθώριο.
“Οι παράγοντες δημιουργίας της κρίσης”, εξηγεί στην “Αυγή” ο Άγγλος συγγραφέας, “μπορεί να ξεκινούν από την κλιματική αλλαγή στη Συρία με πέντε συνεχόμενα χρόνια μεγάλης ξηρασίας, η οποία και εξανάγκασε τους κατοίκους σε μια μεγάλη εσωτερική μετανάστευση, την ίδια ώρα που η περιβαλλοντική πολιτική της Ευρώπης είναι υπεύθυνη για αυτή την κλιματική αλλαγή. Ο άλλος παράγοντας δημιουργίας της κρίσης είναι η οικονομική επέκταση της Ευρώπης, με αποτέλεσμα τη μετακίνηση των φτωχών πληθυσμών, κάτι που ωστόσο η ίδια η Ευρώπη ποτέ δεν έχει παραδεχτεί”.
“Η Μεσόγειος γέννησε τον κόσμο” αναφέρεται στην έναρξη του έργου, όπου γίνεται μια σύντομη ιστορική αναφορά όσων διέπλευσαν αυτή τη θάλασσα που τα τελευταία χρόνια έχει μετατραπεί σε υγρό τάφο.
“Η έναρξη του έργου πατάει στην Ιστορία, προσπαθεί να εντάξει τα γεγονότα μέσα σε ένα ιστορικό πλαίσιο. Το θέμα δεν είναι να μιλήσεις για κάποιους που διασχίζουν τη Μεσόγειο για να αλλάξουν τόπο. Αλλά είναι να μιλήσεις για τη θέση μας στον κόσμο ως Ευρωπαίων. Όλων όσων δηλαδή καταγόμαστε από τους Έλληνες που έφεραν τον πολιτισμό στον κόσμο. Τους Έλληνες, που οι Ευρωπαίοι δεν αντιμετωπίζουν καθόλου ως ιστορικό μέγεθος. Σε αυτό έχουν παταγωδώς αποτύχει” μας λέει.
Στην ερώτηση πόσο οι καλλιτέχνες μπορούν με το έργο τους να επηρεάσουν την αλλαγή του κόσμου, ο Άντερς Λουστγκάρτεν απαντά πως “Η τέχνη μπορεί να πετύχει ό,τι δεν μπορεί η πολιτική, που είναι εντελώς διαβρωμένη. Ακόμα και οι αριστερές παρατάξεις λειτουργούν μέσα σε έναν αυτισμό. Έτσι ο κόσμος δεν μπορεί με κανέναν άλλο τρόπο να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του, παρά μόνο με την τέχνη. Αυτή ναι, μπορεί να ανοίξει τον δρόμο”.
Παραδέχεται πως οι περισσότεροι συγγραφείς είναι βολεμένοι αστοί, που δεν ασχολούνται με θεματικές που ενδιαφέρουν και απασχολούν τον κόσμο.
Ακτιβιστής και παρών στα γεγονότα και τη ζώσα Ιστορία, ο Άγγλος συγγραφέας επιμένει πως “η οικολογική καταστροφή του πλανήτη είναι μια σκοτεινή πτυχή του καπιταλισμού, κάτι που δεν έχουμε πλήρως συνειδητοποιήσει. Αρκεί μόνο να αναφέρω πως σύμφωνα με δημοσιευμένα επίσημα στοιχεία, τα 2/3 των φυτών έχουν εξαφανιστεί” λέει.
Σε ένα σημείο του έργου αναφέρεται πως “στην Ευρώπη του 2016 πρέπει να φυλάγεσαι”, κάτι που ο ίδιος εξηγεί λέγοντας πως “καλλιεργείται η άποψη ότι κινδυνεύουμε από τους ξένους ακόμα και σε επίπεδο θέσεων εργασίας, κάτι που δεν ισχύει στατιστικά”, όπως λέει.
Από τους λίγους Άγγλους που ασχολούνται με το πολιτικό θέατρο, ο Άντερς Λουστγκάρτεν ήδη γράφει το επόμενο έργο του, το οποίο αναφέρεται στην πρωθυπουργική περίοδο του Τόνι Μπλερ ανάθεση του Εθνικού Θεάτρου της Αγγλίας.
Όσον αφορά το “Λαμπεντούζα”, ο συγγραφέας σημειώνει πως κατά την παρουσίασή του στο Λονδίνο είχε μεγάλη ανταπόκριση. “Εκεί λάτρεψαν τον Στέφανο και μίσησαν την Ντενίζ”, όπως λέει. “Στον Βορρά έγινε ακριβώς το αντίθετο, καθώς υπήρξαν άνθρωποι που αναγνώρισαν τον εαυτό τους στη μετανάστρια και την ιστορία της, που, αν και γνωστή, δεν ακούγεται σχεδόν καθόλου”.