Τρεις μέρες μετά τη βρετανική ψηφοφορία για το Brexit, στην Ισπανία διεξάγονται εκλογές, το αποτέλεσμα των οποίων θα μπορούσε να είναι ακόμα πιο καθοριστικό για το μέλλον της ΕΕ. Ο ισπανικός συνασπισμός της ριζοσπαστικής Αριστεράς, Unidos Podemos, έχει ανέλθει στη δεύτερη θέση στις τελευταίες δημοσκοπήσεις και βρίσκεται σήμερα στο 25,6%. Η θέση αυτή είναι αξιοσημείωτη για έναν παραπάνω λόγο, ότι, σε αντίθεση με την Ελλάδα, το παραδοσιακό ισπανικό σοσιαλιστικό κόμμα, το PSOE, δεν έχει καταρρεύσει, αλλά μάλλον οπισθοχώρησε στο 20%, με τη ριζοσπαστική Αριστερά να καρπώνεται τη δυναμική. Μαζί, οι Podemos και οι σοσιαλιστές, αν οι δημοσκοπήσεις είναι σωστές, θα μπορούσαν να σχηματίσουν κυβέρνηση συνασπισμού στην οποία ο ηγέτης της Αριστεράς Πάμπλο Ιγκλέσιας θα είναι ο πρωθυπουργός. Για ένα κόμμα που αναδύθηκε από το κίνημα διαμαρτυρίας του 2011, κάτι τέτοιο θα ήταν ιδιαίτερα θεαματικό. Όσο για την Ευρώπη, πρόκειται για αχαρτογράφητα ύδατα.
Το πώς φτάσαμε ως εδώ είναι, εν μέρει, μια ιστορία για μια ασθένεια που εκδηλώθηκε στη δομή της ΕΕ. Στη Βρετανία, είναι σύνηθες για την Αριστερά να υποστηρίζει πως η «λιτότητα είναι πολιτική επιλογή». Αλλά, στο πλαίσιο της ευρωζώνης, αυτή επιβάλλεται από τη Συνθήκη της Λισαβόνας, καθώς και από τους κανόνες του Συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης που τιμωρούν τις χώρες, των οποίων τα ελλείμματα και τα χρέη υπερβαίνουν τους στόχους της ΕΕ. Όταν, το 2010, η Ισπανία έφτασε στο τέλος μιας έκρηξης στην αγορά ακινήτων, με τους φοιτητές να εγκαταλείπουν τα πανεπιστήμια για να γίνουν κτίστες, οι τοπικές αποταμιευτικές τράπεζές της κατέρρευσαν. Η συνακόλουθη πυρκαγιά των ψευδαισθήσεων αποκάλυψε το πολιτικό κατεστημένο και των δύο πλευρών ‒σοσιαλιστών και συντηρητικών– ως το βαθιά υπαίτιο για μια σειρά από σκάνδαλα διαφθοράς.
Με 20% ανεργία, πτώση των πραγματικών εισοδημάτων και μια γενιά να εξαναγκάζεται σε μετανάστευση ή επισφαλή εργασία, η απογοήτευση εξερράγη, σε μια πρώτη φάση στους δρόμους. Οι εμπνευστές της διαμαρτυρίας του Μαΐου του 2011 ανέπτυξαν ένα πλάνο οριζόντιας δομής προς αντικατάσταση μιας διεφθαρμένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας με τοπικές συνελεύσεις και ψηφοφορίες βασισμένες στη συναίνεση. Επρόκειτο για μια κριτική ολόκληρου του συστήματος, όχι μόνο των φορέων του. Αρχικά ήταν ένα κίνημα που απέφευγε την παραδοσιακή πολεμική «Αριστερά εναντίον Δεξιάς».
Σφαίρες από καουτσούκ, νομική καταστολή των αντιφρονούντων και ακόμη περισσότερη λιτότητα προώθησαν το κίνημα του 2011 στην κεντρική πολιτική σκηνή. Η πρώτη απόπειρα να δημιουργηθεί ένα κόμμα ‒το Partido X‒ το 2012 απέφερε μόλις το 0,64% των ψήφων. Η δεύτερη, οι Podemos, που ξεκίνησε το 2014, απέσπασαν την προσοχή, όχι μόνο της μη οργανωμένης νεολαίας, αλλά και μιας γενιάς διανοουμένων, καλλιτεχνών και κοινωνικών δρώντων, οι οποίοι είχαν αυτοαποκλειστεί από την κυρίαρχη πολιτική σκηνή. Οι Podemos σημείωσαν ποσοστό λίγο κάτω από 8% στις ευρωεκλογές του 2014, αλλά πήραν τον έλεγχο σε τρεις μεγάλες πόλεις το περασμένο έτος ‒Βαρκελώνη, Βαλένθια και Μαδρίτη‒ σχηματίζοντας ευρείες κοινοτικές συμμαχίες με τοπικούς ακτιβιστές για τη στέγαση, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη διαφθορά. Τώρα, συμμαχώντας με το παραδοσιακό κομμουνιστικό κόμμα της Ισπανίας, οι Podemos φαίνεται να έχουν αποκτήσει την ταχύτητα που χρειάζεται για να έρθουν δεύτεροι. Αυτό θα αναγκάσει τους Ισπανούς σοσιαλιστές να εξετάσουν μια συμμαχία με μια νέα δυναμική και πιο ισχυρή δύναμη στα αριστερά τους.
Η εκλογική παρακμή της σοσιαλδημοκρατίας ‒από τη Σκωτία μέχρι την Πολωνία‒ εδράζεται στην προσχώρησή της στις πολιτικές της ελεύθερης αγοράς, τις οποίες χρειάζεται για να πετύχει αύξηση του πλούτου και ευημερία για μια ευρεία μάζα ανθρώπων. Η εμπειρία από το 2008 έχει δείξει ότι ούτε μπορεί, ούτε κάνει κάτι τέτοιο. Από τον Ματέο Ρέντσι στην Ιταλία μέχρι την Κέζια Ντάγκντεϊλ στη Σκωτία, μια γενιά κεντρώων τεχνοκρατών σε όλη την Ευρώπη έχει διαπιστώσει ότι η προσωπική γοητεία και το μοντέρνο προφίλ δεν μπορούν να εξουδετερώσουν την τοξικότητα μιας μορφής οικονομίας που παράγει μόνο ανισότητα και στασιμότητα. Η παράλυση της κεντροαριστεράς αποτελεί για τους ριζοσπαστικούς διεκδικητές μια ιστορική ευκαιρία και ταυτόχρονα μια πρόκληση.
Η ευκαιρία ‒όπως και στην Ελλάδα‒ είναι να αναδειχθεί κάτι σαν «φυσικός χώρος διακυβέρνησης» για τη δικτυωμένη γενιά που έχει πληγεί κατά τη διάρκεια της κρίσης, μετά το 2008. Η πρόκληση είναι το πώς να διατηρηθεί ο ριζοσπαστισμός μέσα στο δίκτυο της εξουσίας. Στις πόλεις που ελέγχει η Αριστερά, όπως μου είπε την περασμένη εβδομάδα ο βουλευτής των Podemos Πάμπλο Μπουστιντούι, «η μεγαλύτερη απογοήτευση έγκειται στο πόσος χρόνος χρειάζεται ώστε μια απόφαση που φεύγει από το γραφείο του δημάρχου να παράγει πραγματικά αποτελέσματα στην κοινωνία». «Καλώς ήλθατε στον πραγματικό κόσμο» θα μπορούσε να μουρμουρίσει μια κουρασμένη γενιά κεντρώων τεχνοκρατών.
Οι Podemos, όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ, έχουν ήδη παραμερίσει τη δέσμευσή τους για έξοδο από το ΝΑΤΟ. Το πραγματικό τους πρόβλημα θα είναι και πάλι οι ευρωπαϊκοί κανόνες που επιβάλλουν οι τιμωρητικές πολιτικές των Βρυξελλών εναντίον μιας κυβέρνησης που θέλει να ακυρώσει τη λιτότητα και να τονώσει την ανάπτυξη. «Δεν θα ήταν συνετό να αποκαλύψουμε την τακτική μας εκ των προτέρων» μου είπε ο Μπουστιντούι, ήταν όμως ξεκάθαρος πως το σημείο αναφοράς κάθε αριστερού συνασπισμού στην Ισπανία θα πρέπει να έρχεται σε θεαματική αντίθεση με τα ευρωπαϊκά όρια για το έλλειμα. Ερωτηθείς γιατί αυτό θα έχει καλύτερο τέλος από τη σύγκρουση της Ελλάδας με την ευρωζώνη, ο Μπουστιντούι υπογράμμισε τις λέξεις «συστημικός κίνδυνος». Η υπόθεση είναι πως η Ισπανία είναι πολύ μεγάλη για να αναγκαστεί σε χρεοκοπία. Το αν μια τέτοια ριζοσπαστική πρόθεση θα μπορούσε να επιβιώσει της ανάγκης για δημιουργία συνασπισμού με την κεντροαριστερά παραμένει ένα ερώτημα. Το πιο θεμελιώδες, όμως, ερώτημα είναι: μπορούν οι εκσυγχρονιστές της ισπανικής κεντροαριστεράς να βρουν το θάρρος, έστω και να το επιχειρήσουν;
Αυτό που αντιμετωπίζει ο ηγέτης του PSOE Πέδρο Σάντσεθ είναι το ίδιο δίλημμα που αντιμετωπίζουν πολιτικοί του Ηνωμένου Βασιλείου όπως η Υβέτ Κούπερ, όταν καλείται να απαντήσει στο φαινόμενο Κόρμπυν. Ο κεντροαριστερός σοσιαλισμός βρίσκεται ακόμα στο στάδιο του θυμού-άρνησης της διαδικασίας πένθους. Δεν έχει προχωρήσει ακόμη στη διατύπωση κάποιας θεωρίας για την αναποτελεσματικότητά του και δεν έχει παραγάγει κάποια ουσιαστική ανάλυση για το πώς αποξένωσε μεγάλα τμήματα της βάσης του, τόσο μεταξύ των προοδευτικών μισθωτών όσο και της παραδοσιακής εργατικής τάξης. Ο πειρασμός για την παραδοσιακή ισπανική σοσιαλδημοκρατία θα είναι να σχηματίσει συνασπισμό με τη Δεξιά σε μια έσχατη προσπάθεια να αρνηθεί την πραγματικότητα. Αυτό θα ήταν κακό για την Αριστερά στην Ευρώπη, τελεία και παύλα. Σε όλη την Ευρώπη, οι σοσιαλδημοκράτες πρέπει να πουν στους Ισπανούς ομοϊδεάτες τους: Σχηματίστε ένα συνασπισμό κατά της λιτότητας και επαναπροσδιορίστε τον κεντρώο σοσιαλισμό γύρω από κάτι καλύτερο από τις ουρές στο ταμείο ανεργίας και το κλομπ του αστυνομικού.
Πηγή: The Guardian