Macro

Αννέτα Καββαδία: Σαν παλιό σινεμά

Δεν έχει υποπέσει στην αντίληψή μου αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι λάτρης των ασπρόμαυρων ελληνικών ταινιών. Αν είναι, θεωρώ βέβαιο ότι θα έχει δει δύο ταινίες που γυρίστηκαν το 1965: «Φωνάζει ο κλέφτης» –βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Δημήτρη Ψαθά, με τους Ντίνο Ηλιόπουλο, Ρένα Βλαχοπούλου, Διονύση Παπαγιαννόπουλο στους πρωταγωνιστικούς ρόλους– και «Υπάρχει και φιλότιμο» –σε σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου και πρωταγωνιστή τον γνωστό «Μαυρογιαλούρο», Λάμπρο Κωνσταντάρα. Κοινό μότο και των δύο ταινιών, η διαφθορά που μπορεί να εμφιλοχωρήσει στους διαδρόμους της εκάστοτε εξουσίας. Διαφθορά που καλλιεργείται τεχνηέντως από τους κάθε λογής επιτήδειους παρατρεχάμενους, και που έχει φτάσει να είναι όχι μόνο ο κανόνας, αλλά και η απαραίτητη συνθήκη λειτουργίας των κρατούντων, αφού θεωρείται κάτι το αυτονόητο, ένα είδος …φυσικού φαινομένου που, απλώς, τυχαίνει.
 
Αν τα σενάρια των δύο ταινιών μας θυμίζουν κάτι, είναι γιατί το 1965 δεν είναι, όπως φαίνεται, τόσο μακριά από το 2019, το 2020, το 2021, το 2022, από τη (σχεδόν) τετραετία, δηλαδή, κατά την οποία βρίσκεται η ΝΔ στο τιμόνι της χώρας. Με μία ουσιώδη διαφορά: οι δύο ταινίες κλείνουν με τους πρωταγωνιστές –τον υπουργό Μαυρογιαλούρο (Κωνσταντάρα) και τον πρόεδρο του μεγάλου δημόσιου οργανισμού (Παπαγιαννόπουλο)– αφενός να αποδεικνύεται ότι δεν ήξεραν και δεν είχαν σχέση με τις λοβιτούρες των συνεργατών τους, αφετέρου, μόλις το διασταύρωσαν, ο μεν πρώτος παραιτήθηκε από το υπουργικό αξίωμα, ο δε δεύτερος τους ξήλωσε με συνοπτικές διαδικασίες και τους παρέπεμψε στη δικαιοσύνη.
 
 
 
Στον καιρό της ΝΔ
 
Αυτά, στον κινηματογράφο. Γιατί στην πραγματική ζωή, τον καιρό της ΝΔ, κάτι αντίστοιχο φαντάζει σαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας, αφού έχουμε απέναντί μας μια κυβερνητική πλειοψηφία που τείνει να καταγραφεί ως η πιο ιδιοτελής στην ιστορία της μεταπολίτευσης, μια πλειοψηφία που έχει αναγάγει τις «μπίζνες» και τις μίζες στην υπ΄ αριθμόν ένα προτεραιότητά της. Νεποτισμός, οικογενειοκρατία, διασπάθιση του δημόσιου χρήματος, ανιψιοί, κουμπάροι και κολλητοί που απομυζούν τον κρατικό κορβανά, απευθείας αναθέσεις, στρατιές μετακλητών, αεριτζήδες και αρπακτικά μιας κρατικοδίαιτης κάστας που πλουτίζουν σε βάρος του κοινωνικού συνόλου, δίνουν τον τόνο. Κι από κοντά, η καταστρατήγηση κάθε έννοιας ατομικών δικαιωμάτων, με το απόρρητο των επικοινωνιών να έχει γίνει… σουρωτήρι, με τις παρακολουθήσεις πολιτικών αντιπάλων, δημοσιογράφων, του αρχηγού του στρατού, ακτιβιστών, ακόμα και υπουργών της ίδιας της κυβέρνησης, να επιχειρείται να αντιμετωπιστούν ως γεγονότα ήσσονος σημασίας που δεν ενδιαφέρουν τον πολύ κόσμο. Με τα χοντροκομμένα ψέματα –εν είδει αιτιολόγησης για το όργιο αισχροκέρδειας και συνεχών ανατιμήσεων, σε συνδυασμό με την κλιμάκωση του αυταρχισμού και της καταστολής– να βρίσκονται σε ημερήσια διάταξη, με τον κυνισμό του νεοφιλελεύθερου κυβερνητικού επιτελείου –και των ιμάντων του– να προκαλεί απροκάλυπτα (η υπόθεση με την έλλειψη φαρμάκων και την ανάγκη να αυξηθεί η τιμή τους προκειμένου αυτή να καταπολεμηθεί, όπως ανερυθρίαστα δηλώνει η ηγεσία του υπουργείου υγείας, είναι από τις πλέον αποκαλυπτικές).
 
Ακόμα και όταν το σκάνδαλο είναι αδύνατο να αποσιωπηθεί –παρά τις …φιλότιμες προσπάθειες της συντριπτικής πλειονότητας των ΜΜΕ– ακόμα και όταν κυβερνητικά στελέχη πιάνονται με τη γίδα στην πλάτη –οι υποθέσεις Πάτση, Χειμάρα, είναι απολύτως ενδεικτικές– ακόμα και τότε, είναι εξοργιστικός ο τρόπος που οι επιτελείς του Μαξίμου υποτιμούν τη νοημοσύνη του λαού. Αφού στην αρχή καλύπτουν τα στελέχη αυτά, στη συνέχεια δεν μιλούν για ανηθικότητα, δεν εξαντλούν την αυστηρότητά τους, δεν τα καρατομούν, απλώς ζητούν (όταν και εφόσον το κάνουν) την παραίτησή τους, με απώτερο στόχο να μην πληγεί το προφίλ του πρωθυπουργού!
 
 
 
Ανατροπή μέσω πρότασης
 
Κι αν, σε πρώτο επίπεδο, αυτό είναι το πιο εξοργιστικό, το ακόμα πιο επικίνδυνο έχει να κάνει με την εμπέδωση του αισθήματος πως «όλοι ίδιοι είναι». Πώς «τίποτα δεν αλλάζει», πως η διαφθορά και η διαπλοκή είναι σύμφυτες με την πολιτική, πως η ενασχόληση με τα κοινά είναι χαμένος χρόνος. Η Δεξιά, άλλωστε –με τις …ευλογίες και την προτροπή των κάθε είδους χορηγών της– ανέκαθεν πόνταρε στο απολίτικο, στο επιδερμικό, στον κομματικό στρατό και όχι στους συνειδητοποιημένους ψηφοφόρους, πάντα επεδίωκε την ενεργοποίηση των χαμηλότερων ενστίκτων του εκλογικού σώματος, πάντα στόχευε στη διεύρυνση των ανισοτήτων μέσω της επίδειξης «φιλάνθρωπων» αισθημάτων απέναντι στους μη έχοντες.
 
Κι εδώ αναδύονται οι ευθύνες της Αριστεράς. Η οποία ξεκινάει μεν με πλεονέκτημα –φανταστείτε αλήθεια τι θα γινόταν αν κάποιο δικό της στέλεχος πιανόταν στα πράσα, μπλεγμένο σε τέτοιες οικονομικές ατασθαλίες– οφείλει ωστόσο καθημερινά να αποδεικνύει σε όλα τα επίπεδα –πολιτικό, αξιακό, πολιτισμικό– γιατί είναι η πρώτη επιλογή και όχι «το μικρότερο κακό». Γιατί είναι η εναλλακτική και όχι απλώς ο υποδοχέας δυσαρεστημένων ψηφοφόρων. Γιατί το πρόγραμμά της –και όχι μόνο η (αναγκαία) καταγγελία των αντιπάλων– είναι η ικανή συνθήκη για τη συσπείρωση των αριστερών, δημοκρατικών, προοδευτικών πολιτών της χώρας.
 
Μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως η χρονιά που μόλις ξεκίνησε είναι, μεταξύ άλλων, και εκλογική χρονιά. Και στο μέγαρο Μαξίμου γνωρίζουν καλά πως οι δυσαρεστημένοι όλο και πολλαπλασιάζονται. Οι τιμές στα σουπερμάρκετ απογειώνονται, οι ανατιμήσεις τρέχουν, οι ελλείψεις στα φάρμακα επηρεάζουν κάθε σπίτι, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, δικηγόροι, γιατροί, έμποροι –κάποιοι εξ αυτών στυλοβάτες του «κινήματος της γραβάτας», που πρωτοστάτησαν στη δημιουργία του αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου– βλέπουν ήδη από την αρχή του μήνα να αυξάνονται οι ασφαλιστικές τους εισφορές.
 
Σε αυτό λοιπόν το περιβάλλον –κι επειδή το κυβερνητικό επιτελείο όχι μόνο δεν θα μείνει με σταυρωμένα τα χέρια, αντιθέτως θα κάνει οτιδήποτε για να πείσει πως δεδομένων των …εισαγόμενων συνθηκών, κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί– δεν αρκεί απλώς η καταγγελία. Η ανατροπή της Δεξιάς περνάει μέσα από την επεξεργασμένη, πειστική, αξιόπιστη πρόταση. Που προϋποθέτει με τη σειρά της, ριζοσπαστική λογική και ξεκάθαρη απεύθυνση.

Αννέτα Καββαδία