Macro

Κώστας Μελλάς: Η ελληνική οικονομία το 2023: Επιβράδυνση και αβεβαιότητες

Η ελληνική οικονομία προβλέπεται ότι θα επιβραδυνθεί σημαντικά το 2023. Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό, κατά 3,8 (5,6 στο 1,8) ποσοστιαίες μονάδες. Αντίστοιχα, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, κατά 4,7 (6,2 στο 1,5) π.μ. Η σημαντική αυτή επιβράδυνση, μεγαλύτερη από την αντίστοιχη στην Ευρωζώνη (2,9 π.μ.), ουσιαστικά κοντεύει να αξιολογηθεί και ως θετικό βήμα της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής.
 
Η σημαντική αυτή προβλεπόμενη επιβράδυνση οφείλεται πρωταρχικά στην επιβράδυνση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 6,2 π.μ., η οποία αποτελεί τον κύριο παράγοντα μεγέθυνσης του ΑΕΠ δεδομένου ότι εξακολουθεί να συμμετέχει κατά 70,0% στον προσδιορισμό του, παρά τους σχεδιασμούς των Μνημονίων και όλων των υπόλοιπων σχεδιασμών ότι θα πρέπει να μειωθεί προς τον μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε. (51% το 2021).
 
Η επιβράδυνση της ιδιωτικής κατανάλωσης οφείλεται κύρια και πρωταρχικά στη μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών (ονομαστικό διαθέσιμο εισόδημα μείον πληθωρισμός). Αυτό σημαίνει ότι όλες οι αυξήσεις του ονομαστικού εισοδήματος των νοικοκυριών που έχει προγραμματίσει η κυβέρνηση (μεταξύ των οποίων την κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στον ιδιωτικό τομέα, με επέκταση του μέτρου στο Δημόσιο και στους συνταξιούχους), δεν θα καλύψουν την αύξηση του ρυθμού πληθωρισμού. Ενώ η κυβέρνηση αποφεύγει επιμελώς να αναφερθεί σε αυτή την πρόβλεψη, η Τράπεζα της Ελλάδος (Νομισματική Πολιτική, Ενδιάμεση Έκθεση 2022, Δεκέμβριος 2022, σ.63) είναι κατηγορηματική: «Για το 2023 ο ρυθμός προβλέπεται να επιβραδυνθεί στο 1,5%, αντανακλώντας κυρίως την εξασθένηση της ιδιωτικής κατανάλωσης λόγω της μείωσης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών». Αναφέρω ότι το πρώτο εξάμηνο του 2022 το ονομαστικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 2,0%, ενώ ο μέσος πληθωρισμός (ΔΤΚ) στο ίδιο διάστημα κατά 9,28%, και συνεπώς το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε κατά 7,28% (ΕΛΣΤΑΤ).
 
Με καθηλωμένες τις αμοιβές εργασίας κάτω από τον πληθωρισμό και την αδυναμία των όποιων ευκαιριακών επιδοτήσεων να καλύψουν τη διαφορά, η υψηλή εξάρτηση του ΑΕΠ από την κατανάλωση υποδηλώνει ότι η δυναμική της οικονομίας το επόμενο διάστημα θα προσδιοριστεί σε μεγάλο βαθμό από την εξέλιξη του χρηματοοικονομικού ισοζυγίου των νοικοκυριών, δηλαδή ουσιαστικά από την αύξηση των υποχρεώσεών τους (λόγω κυρίως αύξησης των τιμών ενέργειας, των τιμών τροφίμων και της αύξησης των επιτοκίων) και ως αντιστάθμισμα από το μέγεθος των αποταμιευτικών πόρων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν πέρα από τα τρέχοντα εισοδήματά τους.
 
Το 2022 η κατανάλωση των νοικοκυριών αυξήθηκε με μεγαλύτερο ρυθμό από το διαθέσιμο εισόδημα, με συνέπεια οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών να είναι εκ νέου αρνητικές (το πρώτο εξάμηνο του 2022 παρουσίασαν μείωση κατά 7,118 δισ. ευρώ – ΕΛΣΤΑΤ). Η συνθήκη αυτή, ενώ λειτουργεί σταθεροποιητικά για την κατανάλωση και την εγχώρια οικονομική δραστηριότητα, υπονομεύει τη χρηματοπιστωτική κατάσταση των νοικοκυριών και επιδεινώνει την ευθραυστότητα της οικονομίας, γιατί περιορίζει την ικανότητα των νοικοκυριών να αντεπεξέλθουν στις φορολογικές και τις δανειακές τους υποχρεώσεις (που συνιστούν το μεγάλο πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους, το οποίο βαίνει αυξανόμενο). Επίσης, ανάλογα με την εξέλιξη του διαθέσιμου εισοδήματος, η χρηματοπιστωτική αυτή κατάσταση δύναται να επηρεάσει τη μεσοπρόθεσμη εξέλιξη της κατανάλωσης. Για να υπάρξει διατηρήσιμη επέκταση της κατανάλωσης, θα πρέπει να ενισχυθεί το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Συνεπώς, η στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος μέσω της αύξησης της απασχόλησης και των μισθών και της μείωσης της φορολογίας θα προσδιορίσει τη δυναμική και τη διατηρησιμότητα της μεγέθυνσης της οικονομίας το επόμενο χρονικό διάστημα. Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται ορατό και πραγματοποιήσιμο το 2023. Αν λάβουμε επίσης υπόψη την προοπτική μετάβασης της οικονομίας σε δημοσιονομικά πλεονάσματα την επόμενη περίοδο, τότε είναι πιθανό να παγιωθεί το έλλειμμα στο ισοζύγιο των νοικοκυριών. Μια τέτοια εξέλιξη θα επέφερε αρνητική επίδραση στην καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών και στη χρηματοπιστωτική φερεγγυότητά τους.
 
Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό για το 2023, η μεγέθυνση του ΑΕΠ θα προέλθει κυρίως από την αύξηση των επενδύσεων κατά 15,5%. Δεν είναι εύκολο να εκτιμηθεί αν θα πραγματοποιηθεί αυτή η πρόβλεψη σε ένα οικονομικό περιβάλλον σημαντικής επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας. Όλες οι ελπίδες στηρίζονται στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης… Αν το 2022 ο ΑΣΠΚ αυξήθηκε με 10,0% (η αρχική πρόβλεψη ήταν 25,5%) και με σαφώς ευνοϊκότερο περιβάλλον, πώς μπορεί κάποιος να θεωρήσει ως πιθανή μια τέτοια πρόβλεψη; Οι πληροφορίες που υπάρχουν δείχνουν για τον επενδυτικό σχεδιασμό των επιχειρήσεων κάτι που συνάδει και με την οικονομική θεωρία (με τη θέση του λεγόμενου επιταχυντή): η αύξηση των επενδύσεων συναρτάται με την αύξηση του ΑΕΠ. Εκ της φύσεώς τους οι επενδύσεις εμπεριέχουν υψηλή αβεβαιότητα, σε ένα περιβάλλον έμπλεο αβεβαιοτήτων και σημαντικής επιβράδυνσης του ΑΕΠ μάλλον οι εξελίξεις θα είναι δυσμενείς.
 
Αβεβαιότητα επικρατεί και στον εξωτερικό τομέα, τόσο των αγαθών όσο και των υπηρεσιών. Οι αβεβαιότητες είναι συνδεδεμένες με το δυσμενές ευρωπαϊκό και παγκόσμιο περιβάλλον και την ακολουθούμενη συσταλτική οικονομική πολιτική (νομισματική και δημοσιονομική). Αυτό μπορεί να μεταφρασθεί σε μειωμένη ζήτηση τόσο των αγαθών όσο και των υπηρεσιών (κυρίως στον τουριστικό τομέα). Στον τομέα των αγαθών υπάρχει επιπλέον το εξής ζήτημα: Ενώ η ανταγωνιστικότητα τιμών της οικονομίας βελτιώθηκε σε όρους κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (συγκράτηση του κόστους κάτω από την παραγωγικότητα), επιδεινώθηκε σε όρους σχετικών τιμών λόγω της ταχύτερης ανόδου των τιμών σε σύγκριση με τους βασικούς εμπορικούς εταίρους, σύμφωνα με την ΤτΕ (όπως παραπάνω σ. 63). Προφανώς η αύξηση του ποσοστού κέρδους ανά μονάδα προϊόντων έχει συμβάλλει σε αυτή την κατάσταση. Παρά την όποια σταδιακή μείωση του πληθωρισμού, το 2023 το γενικό επίπεδο των τιμών θα συνεχίσει να αυξάνει, με φθίνοντα ρυθμό. Επομένως οι απώλειες της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών δεν μπορούν να αναπληρωθούν από αυτό το γεγονός. Μόνο η αύξηση των αμοιβών μπορεί να επιφέρει τη σχετική αντιστάθμιση.
 
* Ο Κώστας Μελάς είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο