Έχει πλέον παρατηρηθεί. Κάθε φορά που ο Κυριάκος Μητσοτάκης νιώθει στριμωγμένος, κάθε φορά που το Μαξίμου καλείται να αντιμετωπίσει κάποιου είδους κρίση η οποία –δυνητικά– θα μπορούσε να αγγίξει τον ίδιο, καταφεύγει σε παλιές, δοκιμασμένες συνταγές, όπως αυτή της θεωρίας των δύο άκρων. Το έκανε παλιότερα, το έκανε και την περασμένη εβδομάδα –κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού– οπότε και κυριαρχούσε στην επικαιρότητα η μελέτη Τσιόδρα–Λύτρα και το κατά πόσο ήταν ενήμερος για τα ευρήματά της. Παρεμπιπτόντως, το …μυστήριο παραμένει, κατά συνέπεια και το ερώτημα αν ο πρωθυπουργός έλεγε συνειδητά ψέματα στη Βουλή.
Απρόθυμος (γιατί άραγε;) να δώσει μια πειστική απάντηση, επέλεξε να αντιμετωπίσει το σφυροκόπημα του Αλέξη Τσίπρα με τον ίδιο ανιστόρητο, επικίνδυνο τρόπο που το έχει κάνει στο παρελθόν: ξαναζεσταίνοντας τη θεωρία των δύο άκρων και επιχειρώντας να τον ταυτίσει με μια προβοκατόρικη σπείρα φασιστοειδών, που είναι όμως τα ίδια με αυτά που η ΝΔ αγκάλιαζε στους δρόμους και στα συλλαλητήρια των «μακεδονομάχων», προκειμένου να γίνει κυβέρνηση. Στο κάλεσμα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης προς τον ελληνικό λαό να αντισταθεί και να απαιτήσει να φύγει η κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός της χώρας επέλεξε να απαξιώσει με τον πιο χυδαίο τρόπο τόσο το γράμμα, όσο και το πνεύμα του Συντάγματος, ταυτίζοντας ξεδιάντροπα τους δημοκρατικούς αγώνες για την τήρησή του με τα συγκεκριμένα φασιστοειδή.
«Σε κλίμα φόρτισης είπατε ότι “καλώ τις Ελληνίδες και τους Έλληνες να αντισταθούν. Να απαιτήσουν να φύγει η κυβέρνηση ενόχων και να κάνουν το συνταγματικό τους δικαίωμα”. Αναρωτιέμαι, με όλους αυτούς τους θεματοφύλακες του Συντάγματος, δεν έχετε σχέση με όλα όσα λέτε; Τα ίδια λένε και αυτοί. Τις ίδιες ακραίες απόψεις. Στο περιθώριο της κοινωνίας είστε μια ακόμη φορά. Το Σύνταγμα ορίζει με σαφήνεια το πού ξεκινούν και πού σταματούν τα δικαιώματα των πολιτών», είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης απευθυνόμενος στον πολιτικό του αντίπαλο υποκύπτοντας, για πολλοστή φορά, στη γοητεία του άκρατου λαϊκισμού και «νομιμοποιώντας» –ενώπιον βουλευτών που έχουν ορκιστεί να φυλάνε πίστη στο Σύνταγμα– τους επικίνδυνους εκφραστές ενός ωμού ανορθολογισμού και μιας ανεξέλεγκτης γελοιότητας. Προκειμένου να χτυπήσει τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, ανάγει σε ισότιμους συνομιλητές παραβάτες του Συντάγματος –η εκ μέρους τους, άλλωστε, επίκληση του άρθρου 120 συνιστά βαριά προσβολή των ιστορικών και κανονιστικών καταβολών του δικαιώματος αντίστασης– και εργαλειοποιεί συκοφαντικά την τήρηση του συγκεκριμένου άρθρου από τον δημοκρατικά συναθροισμένο λαό. Με την ξαναζεσταμένη θεωρία των δύο άκρων θεωρεί ότι επιτίθεται στην Αριστερά, αλλά επί της ουσίας ξεπλένει και εξιλεώνει την ακροδεξιά, ξεχνώντας φαίνεται σε ποιες επικίνδυνες ατραπούς οδηγεί μια τέτοια λογική.
Δεν είναι, ωστόσο, η πρώτη φορά που ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιλέγει να κινηθεί στον ολισθηρό αυτό δρόμο. Το έκανε πάλι πρόσφατα, στις αρχές του μήνα, όταν μιλώντας στη διαδικτυακή Σύνοδο για τη Δημοκρατία –ενώπιον του Τζο Μπάιντεν και άλλων 111 ηγετών από όλο τον κόσμο– έκανε λόγο για τη «διχαστική πολιτική συμπεριφορά και τον ακροαριστερό και ακροδεξιό λαϊκισμό που η Ελλάδα βίωσε, και απέρριψε, τα τελευταία χρόνια». Το έκανε σε κάθε ευκαιρία των δύο χρόνων της πανδημίας μέσα από τα …διαβόητα διαγγέλματά του. Το έκανε σε συνεντεύξεις του στον διεθνή Τύπο, όπως τον Ιούνιο του ’17 στην εφημερίδα Politico όπου, παρά την εν εξελίξει δίκη της Χρυσής Αυγής, έδειχνε την Αριστερά σαν «αποκλειστική πηγή της βίας». Το κάνουν πλείστα όσα κυβερνητικά στελέχη που αδυνατούν να αρθρώσουν μία λέξη καταδίκης του ναζιστικού φαινομένου στα σχολεία χωρίς να αναμασήσουν τη θεωρία των δύο άκρων.
Προφανώς η επιλογή αυτή δεν γίνεται τυχαία. Από τη μια, η καλλιέργεια μιας ιδεολογικής επίθεσης, που εξισώνει το λαϊκό κίνημα με τη δράση προβοκατόρικων και ακροδεξιών ομάδων, είναι απαραίτητη έτσι ώστε οι πολιτικές της κυβέρνησης της ΝΔ να περνούν με τις μικρότερες δυνατές αντιδράσεις. Ή, όταν οι αντιδράσεις αυτές φουντώνουν, να αιτιολογείται η ενίσχυση της καταστολής και του αυταρχισμού. Από την άλλη –με την πολύτιμη, και με το αζημίωτο, συνδρομή της πλειονότητας των ΜΜΕ– η συνεχής αποδόμηση του ΣΥΡΙΖΑ και η ταύτισή του με ό,τι πιο ανορθολογικό και επικίνδυνο, φαντάζει μονόδρομος για το κυβερνητικό επιτελείο, προκειμένου να εδραιωθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο ο νεοφιλελευθερισμός ως αναγκαιότητα.
Παρακολουθώντας το προηγούμενο Σάββατο τον Κυριάκο Μητσοτάκη στη Βουλή, αναρωτιέται κανείς αν έχει υπάρξει, ιστορικά, τέτοιο επίπεδο κατάπτωσης του κοινοβουλευτικού βίου, τέτοια και τόση κακοποίηση των εννοιών, τέτοια ασέβεια προς το μέτρο, τέτοια παράκρουση απέναντι στην αντιπολίτευση. Χωρίς ίχνος ενσυναίσθησης για τα κοινωνικά αποτελέσματα της πολιτικής που εφαρμόζει, αμετανόητα προσηλωμένος στα όσα προ πανδημίας πρέσβευε, δείχνει να έχει ξεχάσει πού οδήγησε –στο πολύ πρόσφατο παρελθόν– το «χάιδεμα» ακροδεξιών ακροατηρίων και η επένδυση στη θεωρία των δύο άκρων.
Με δεδομένο ότι οι συγκεκριμένες ιδέες είναι ταυτοτικές για ένα σημαντικό κομμάτι της δεξιάς παράταξης, φαίνεται πως το …φάντασμα της Αριστεράς που «μπορεί να μην κυβερνούσε, αλλά οι ιδέες της ηγεμόνευαν», συνεχίζει να στοιχειώνει το δεξιό στρατόπεδο. Και προκειμένου η Αριστερά «να μην ξαναβρεθεί στην εξουσία με οποιαδήποτε μορφή τη,ς γιατί οι ιδέες της είναι ελαττωματικές» (Μ. Βορίδης, 21/8/18), ο Κυριάκος Μητσοτάκης βαδίζει συνειδητά σε ολισθηρά μονοπάτια. Και μπορεί την επιλογή αυτή να τη χρεώνεται ο ίδιος, τα αποτελέσματά της όμως δυστυχώς τα βιώνει η χώρα.
Αννέτα Καββαδία
Πηγή: Η Εποχή