Αναμφίβολα, είναι από τις περιπτώσεις που το έργο ξεπερνά τον δημιουργό, γίνεται κτήμα όλων, ανοίγει δρόμους συνάντησης και συμπόρευσης. Ασχέτως, ωστόσο, της εμβέλειας και της απήχησης που μια καλλιτεχνική δημιουργία αποκτά στο πέρασμα των χρόνων, μπορεί να ιδωθεί αποκομμένη από τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες δημιουργήθηκε; Μπορεί να προσεγγιστεί έξω, μακριά από το γίγνεσθαι της συγκεκριμένης περιόδου γέννησής της; Και ακόμα κι αν μπορεί, επιτρέπεται να παραχαράσσεται, να αλλοιώνεται ή να αγνοείται η πηγή έμπνευσης του δημιουργού;
Η Αριστερά γέννησε τα έργα του, τους φτωχούς λαϊκούς ανθρώπους είχε κατά νου όταν έβαλε τους μεγάλους ποιητές σε χαμηλοτάβανα σπίτια, αριστερό πρόσημο είχε ο διεθνισμός του. Από την Ελλάδα μέχρι την Κούβα και την Παλαιστίνη, από τη Σουηδία μέχρι τη Ρωσία, από τη Χιλή μέχρι την Αμερική, από την Ιρλανδία μέχρι τα βουνά του Αφγανιστάν και την Τουρκία, αριστερούς ανθρώπους κινητοποιούσε η μουσική του. Η εικόνα του Κώστα Γαβρά και του Βασίλη Βασιλικού πάνω από το κλειστό φέρετρο, υπενθυμίζει πως ήταν το (παρα)κράτος της Δεξιάς αυτό στο οποίο ύψωσε ανάστημα μια ολόκληρη γενιά Λαμπράκηδων, υπενθυμίζει πως οι φυλακές και οι εξορίες –αυτές που «γέννησαν» κάποια από τα αριστουργήματα του Μίκη– ήταν γεμάτες από κομμουνιστές, αριστερούς, δημοκρατικούς ανθρώπους που το κράτος της Δεξιάς τους κυνήγησε για τις ιδέες και τα φρονήματά τους. Και υπενθυμίζει –όσο κι αν αριστοτεχνικά αποκρύπτεται– πως είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης αυτός που αναρωτήθηκε, τρία μόλις χρόνια πριν, «και τι το νοιάζει το 17χρονο η δολοφονία Λαμπράκη». Ή πως είναι η υφυπουργός Εργασίας Δόμνα Μιχαηλίδου αυτή που χαρακτήριζε «ψυχικά νοσούντες» τους αγωνιστές του αντιδικτατορικού αγώνα. Θα είχε ενδιαφέρον να δούμε λοιπόν πώς… θρηνούν σήμερα κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης της ΝΔ όπως ο Μάκης Βορίδης, ο Θανάσης Πλεύρης, ο Άδωνις Γεωργιάδης. Ή ο Κυριάκος Βελόπουλος, ο οποίος μάλιστα εμφανίστηκε στην εξόδιο ακολουθία! Να ακούγαμε τη γνώμη τους για το «Άσμα Ασμάτων», τον «Επιτάφιο», τη «Ρωμιοσύνη», το «Σφαγείο», το «Γελαστό Παιδί». Αναγνωρίζουν άραγε κι αυτοί τη μεγαλοσύνη του έργου του και το τι αυτό νοηματοδοτεί;
Ναι, ήταν ηχηρές οι παρεμβάσεις του Μίκη Θεοδωράκη για την υπέρβαση των διαχωριστικών γραμμών. Όπως ήταν εμφανής η αγωνία του για αυτό που ο ίδιος προσδιόριζε ως «εθνική συμφιλίωση». Παρά, ωστόσο, τις πολιτικές του παλινωδίες, παρά την ένταση που προκάλεσαν συγκεκριμένες επιλογές του, από κανέναν δεν αμφισβητείται ότι ο λαός ήταν πάντα στο επίκεντρο της σκέψης και της δημιουργίας του. Γι’ αυτό και δεν προξενεί εντύπωση το πώς τεχνηέντως παρακάμπτει η Δεξιά –πίσω από την αποϊδεολογικοποιημένη προσέγγιση του έργου του– την ιδεολογική μήτρα της μουσικής του. Γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσε να αιτιολογηθεί, για παράδειγμα, ο θαυμασμός ( των κυβερνώντων για την «Δραπετσώνα» όταν περνούν νόμο που απαγορεύει και ποινικοποιεί τις διασώσεις των προσφύγων στη θάλασσα ή όταν συνεχίζουν την αντιπροσφυγική προπαγάνδα στα ΜΜΕ και ξυλοφορτώνουν τους αντιρατσιστές στην Αθήνα;
Κυρίαρχη σύνδεση
Όχι, η μουσική του Μίκη δεν γράφτηκε εν κενώ. Έχει σαφές ιδεολογικοπολιτικό πρόσημο το οποίο δεν μπορεί να απαλειφθεί. Και ο ίδιος δεν ήταν «πολιτικά μόνος», ούτε «ανένταχτος». «Να αφήσω αυτόν τον κόσμο ως κομμουνιστής», ζήτησε με επιστολή του προς τον ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ ενώ για τον τάφο του θα επέλεγε τη φράση: «Πολέμησε τον Δεκέμβρη», όπως ο ίδιος είχε εκμυστηρευθεί. Αυτά δεν τον αφήνουν έξω από ένα συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο καθιστώντας κυρίαρχη τη σύνδεσή του με την Αριστερά. Όσο κι αν η δεξιά παράταξη, με πρόσχημα την οικουμενικότητα του έργου του, επιχειρεί να εργαλειοποιήσει το εθνικό πένθος. Ναι, χωρίς το Μίκη θα ήμασταν αλλιώς…