Όταν, δεκαπέντε περίπου μέρες πριν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρέθηκε στη Βαλένθια, στο συνέδριο του Λαϊκού Κόμματος της Ισπανίας (Partido Popular), η κυβέρνηση Σοσιαλιστών-Αριστεράς, ο Πέτρο Σάντσεθ και η Γιολάντα Ντίαθ, δεν είχαν καταθέσει ακόμη τον προϋπολογισμό του 2022. Απευθυνόμενος λοιπόν στους ομοϊδεάτες του, ο έλληνας πρωθυπουργός έλεγε : «Είμαι εδώ για να σας μεταφέρω το μήνυμα πως αυτό είναι εφικτό. Οι λαϊκιστές της άκρας αριστεράς, οι αντίστοιχοι των δικών σας Podemos, ηττήθηκαν στις πρόσφατες εκλογές από το προοδευτικό κεντροδεξιό κόμμα. Όταν αναλάβετε εσείς την εξουσία, είμαι βέβαιος πως θα έχετε κι εσείς το ίδιο όραμα με εμάς».
Το ίδιο όραμα… Εκ διαμέτρου αντίθετο, προφανώς, από το όραμα της σοσιαλιστικής-αριστερής κυβέρνησης της Ισπανίας και το όραμα των «λαϊκιστών της άκρας αριστεράς», όπως χαρακτήρισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης τους Podemos και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το ίδιο όραμα… Στον αντίποδα της φροντίδας για τους πολλούς, της μέριμνας για τους ευάλωτους, του νοιαξίματος για τους νέους, που αποτέλεσαν – όπως αποδεικνύεται από τα νούμερα – πρώτη προτεραιότητα για την ισπανική κυβέρνηση. Είναι ενδεικτικό πως στον προϋπολογισμό που κατατέθηκε, τον πιο κοινωνικό προϋπολογισμό στην ιστορία της Ισπανίας, σημειώνεται ρεκόρ κοινωνικών δαπανών αφού θα διατεθούν 248,39 δισ. – το 60% δηλαδή – για στήριξη της κοινωνίας.
Ο ισπανικός προϋπολογισμός
«Αυτός θα είναι ο προϋπολογισμός ”μιας δίκαιης ανάκαμψης” και οι κύριοι στόχοι του είναι να διασφαλίσει ότι η οικονομική ανάκαμψη θα φτάσει σε όλες τις οικογένειες. Δεν πρόκειται να επιστρέψουμε όπως ήμασταν πριν από την πανδημία», τόνισε η υπουργός Οικονομικών της χώρας, Μαρία Χεσές Μοντέρο . Και με αυτό το σκεπτικό προχώρησαν σε νέα αύξηση του κατώτατου μισθού, ανακοίνωσαν τον νόμο για την προστασία των ενοικιαστών, παρέτειναν -και το 2022- την κοινωνική ασπίδα προστασίας των εργαζομένων από τις απολύσεις, προχώρησαν σε αύξηση της κατώτατης σύνταξης και του κοινωνικού επιδόματος διαβίωσης κατά 3%. Ιδιαίτερη είναι η μέριμνα για τη νεολαία, η οποία και αποτελεί τη μεγάλη κερδισμένη, αφού προβλέπονται πόροι για νεανικά προγράμματα ύψους 12,5 δισ., με άνοδο 46% σε σχέση με τον προϋπολογισμό του 2021, πολιτιστικό μπόνους για νέους ύψους 400 ευρώ ενώ με βάση τον νόμο προστασίας των ενοικιαστών οι νέοι και οι νέες κάτω των 35 ετών με χαμηλά εισοδήματα θα έχουν επιδότηση ενοικίου 250 ευρώ τον μήνα.
Ο νέος προϋπολογισμός διαθέτει το μεγαλύτερο ποσό που έχει εγκριθεί ποτέ για υποτροφίες, ενισχύει σημαντικά τα κονδύλια για την επιστημονική έρευνα, την ανάπτυξη, την καινοτομία και την ψηφιοποίηση ενώ δίνεται η δυνατότητα, και τα κίνητρα, σε πολλές οικογένειες να βελτιώσουν μέσω της εκπαίδευσης –του λεγόμενου «κοινωνικού ανελκυστήρα» (ascensor social)- την κατάστασή τους.
Και δεν σταματούν εδώ. Στο «λαϊκίστικο», κατά τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τους ισπανούς δεξιούς, όραμα της σοσιαλιστικής-αριστερής ισπανικής κυβέρνησης, η Δικαιοσύνη δεν μπορεί να υπηρετείται μόνο από εύπορους εκπροσώπους της Δεξιάς και της ακροδεξιάς, όπως κατά βάση γίνεται τώρα. Γι΄αυτό το λόγο θεσπίζονται υποτροφίες σε όσους θέλουν να γίνουν δικαστές, εισαγγελείς και νομικοί των θεσμών ώστε να «υπάρχει μια δημοκρατική πρόσβαση για να γίνει κάποιος λειτουργός της Δικαιοσύνης».
Απέναντι λοιπόν σε τέτοιου είδους πολιτικές, στέκεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Και στη Βαλένθια ήταν ειλικρινής. Δεν έκρυψε ότι μέριμνες σαν αυτές που περιλαμβάνει ο ισπανικός προϋπολογισμός, αντιμάχεται. Ότι θεωρεί «λαϊκισμό» οτιδήποτε ανακουφίζει την ευαλωτότητα, ότι στο δικό του πεδίο εφαρμοσμένης πολιτικής δεν έχουν θέση παρά μόνο σκληρές, νεοφιλελεύθερες συνταγές προς τέρψη λίγων και εκλεκτών. Δεν ήταν μόνο ένας τυπικός χαιρετισμός σε ένα συνέδριο ομοϊδεατών του. Καθώς ο ίδιος και η κυβέρνησή του συγκαταλέγονται στους σκληρότερους εκπροσώπους του ευρωπαϊκού λαϊκού κόμματος, της πολιτικής οικογένειας στην οποία ανήκει η ΝΔ, θέλησε – στο γήπεδο μιας κυβέρνησης με σοσιαλιστικά-αριστερά χαρακτηριστικά και με το βλέμμα στραμμένο στην Ελλάδα και στον ΣΥΡΙΖΑ – να υπενθυμίσει πως ένα εκ διαμέτρου αντίθετο, από αυτό της ισπανικής κυβέρνησης, δικό του πρόγραμμα ήταν αυτό που του έδωσε τη νίκη στις εκλογές. Χωρίς να τον απασχολεί ο κυνισμός που αποπνέουν τα λόγια αλλά και οι πράξεις του, χωρίς να διστάζει μπροστά στα καταστροφικά-βάσει στοιχείων-για τους πολλούς αποτελέσματα της πολιτικής του, χωρίς να αναπροσαρμόζει – δεδομένης της πανδημίας – προτεραιότητες και στόχους. Η εικόνα του πολυδιαφημισμένου «επιτελικού» κράτους να καίγεται στις πυρκαγιές ή να βουλιάζει στις πλημμύρες, η εντεινόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια και ο κοινωνικός αναβρασμός, η εκρηκτική κατάσταση στην παιδεία, η έξαρση του αυταρχισμού, η αναζωπύρωση φασιστικών φαινομένων, δεν είναι-για τον ίδιον-παρά ενοχλητικές λεπτομέρειες στην εφαρμογή ενός σχεδίου από το οποίο δεν κάνει βήμα πίσω. Το έχει πει άλλωστε : «Δεν τρέφω αυταπάτες για μια κοινωνία χωρίς ανισότητες, κάτι τέτοιο είναι αντίθετο στην ανθρώπινη φύση».
Κι αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης – φορέας της συγκεκριμένης νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας – αρέσκεται, και ορθώς από την πλευρά του, να επιδεικνύει την προσήλωσή του σε αυτήν, έγκειται στους πολίτες της χώρας να αποφασίσουν αν, δυόμισι σχεδόν χρόνια μετά την εφαρμογή της πολιτικής του, αναγνωρίζουν –και πώς- τον εαυτό τους μέσα σε αυτή. Να αποφασίσουν αν η απάντηση στις δικές τους ανάγκες περνάει μέσα από δεξιά ή αριστερά μονοπάτια. Να κρίνουν και να συγκρίνουν. Η Ισπανία άλλωστε δεν πέφτει μακριά. Και να πιέσουν για την ευρύτερη δυνατή σύγκλιση των αριστερών, δημοκρατικών δυνάμεων έτσι ώστε να μπορέσει να σωθεί οτιδήποτε αν σώζεται. Εκτός αν όλο αυτό που ζούμε, είναι όντως «θέλημα θεού», όπως… εύγλωττα επεσήμανε προ ημερών ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Αννέτα Καββαδία