Macro

Ράνια Σβίγκου: Η αφρικανική «εκστρατεία» του Κυριάκου Μητσοτάκη

Πολλά γράφτηκαν και ειπώθηκαν, τις τελευταίες μέρες, για την ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία. Η ΝΔ, διά του Κ. Μητσοτάκη, μίλησε για μια ιστορική συμφωνία, καλώντας την αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, να “αναλάβει τις ευθύνες της”, για την ψήφισή της.
Όπως, όμως, υποστηρίχτηκε στη βουλή από την πλευρά του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Α.Τσίπρα και του εισηγητή Γ.Κατρούγκαλου, η συμφωνία έχει δύο πολύ σημαντικά προβλήματα: δεν εξασφαλίζει στρατιωτική αρωγή, εκ μέρους της Γαλλίας, εκεί που ασκείται το τελευταίο διάστημα η επιθετικότητα της Τουρκίας, ενώ, από την άλλη πλευρά, στο άρθρο 18 προβλέπει εμπλοκή με μάχιμο εκστρατευτικό σώμα της χώρας μας, στις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Γαλλίας, στο εμπόλεμο Σαχέλ. Ας σταθούμε λίγο στο δεύτερο σημείο, διότι, μαζί με την αποστολή στελεχών του στρατού και πυραύλων Πάτριοτ, στη Σαουδική Αραβία, αποτελεί μια τομή στην πάγια θέση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας.
Το ζήτημα της συμμετοχής Ελλήνων στρατιωτών σε μέτωπα στην Υποσαχάρια Αφρική, και πιο συγκεκριμένα, της συμμετοχής τους στην Ειδική Ομάδα Takuba, υπό γαλλική διοίκηση, στο πλαίσιο της επιχείρησης Barkhane, δεν ήρθε στην επιφάνεια τώρα. Ήδη από τις 7 Μαΐου του 2021, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, είχε καταθέσει επίκαιρη ερώτηση, στον υπουργό Εξωτερικών και τον υπουργό Εθνικής Άμυνας, ενώ και η γράφουσα είχε δημοσιεύσει δύο σχετικά άρθρα, τον περασμένο Απρίλιο, μιλώντας για επικίνδυνο τυχοδιωκτισμό της κυβέρνησης Μητσοτάκη, στην εξωτερική πολιτική.
Τι συμβαίνει στην περιοχή του Σαχέλ
Η περιοχή του Σαχέλ πλήττεται, όχι μόνο από τη φτώχεια, αλλά και από φονταμενταλιστικές,, τζιχαντιστικές οργανώσεις. Στη Μπουρκίνα Φάσο, το Μάλι και τον Νίγηρα, η Γαλλία έχει στείλει, ήδη από το 2013, στρατεύματα για την αντιμετώπιση τζιχαντιστικών ομάδων ανταρτών, ενώ έκτοτε μετρά 53 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, τη στιγμή που τα ουσιαστικά αποτελέσματα των στρατιωτικών επιχειρήσεων είναι μάλλον πενιχρά. Πρόκειται για τον «παντοτινό πόλεμο της Γαλλίας», όπως τον χαρακτήρισε πρόσφατα και το περιοδικό Economist, κάνοντας την αναλογία με τις ΗΠΑ και Ιράκ-Αφγανιστάν, την ίδια στιγμή που στη Γαλλία ακόμα και μετριοπαθείς αναλυτές καλούν τον Μακρόν να αποσυρθεί από την περιοχή.
Εδώ, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν μιλάμε για επιχείρηση της Ε.Ε. ή του ΟΗΕ (εξάλλου η Ελλάδα ήδη συμμετέχει με στελέχη των ενόπλων δυνάμεών της στο πρόγραμμα στρατιωτικής εκπαίδευσης της Ε.Ε. EUTM στην ευρύτερη περιοχή), αλλά για μια επιχείρηση υπό γαλλική διοίκηση, στην οποία συμμετέχουν και κάποιες άλλες χώρες. Πέρα από την άρνηση μιας σειράς μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων να συμμετέχουν σε αυτήν, ακόμα και οι χώρες που συμμετέχουν, σκέφτονται να απεμπλακούν, εξαιτίας της μεγάλης επικινδυνότητας στην περιοχή. Ταυτόχρονα, και η ίδια η Γαλλία, εξαιτίας των αντιδράσεων της κοινής γνώμης, και, ενόψει των προεδρικών εκλογών της ερχόμενης Άνοιξης, σκοπεύει να μειώσει στο μισό την δύναμη των 5 χιλιάδων στρατιωτών που δρουν, αυτή τη στιγμή, στο πεδίο. Έτσι, η ομάδα των πέντε χωρών της περιοχής ως αντίδραση σε αυτή την μείωση των γαλλικών στρατευμάτων, προσλαμβάνουν Ρώσους μισθοφόρους για να καλύψουν το κενό.
Κι όμως, η κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη, αποφασίζει να στείλει Έλληνες στρατιώτες στην περιοχή. Και, μάλιστα, όπως ρητά απάντησε ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας, στην ερώτηση των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, «σκοπός της συμμετοχής μας είναι η παροχή «Advise, Assist and Accompany at fight» Πρόκειται, δηλαδή, για μια στρατιωτική μονάδα που δεν θα έχει ρόλο υποβοήθησης ή αρωγής στα μετόπισθεν, όπως, για παράδειγμα, μονάδες του Μηχανικού ή του Υγειονομικού, αλλά θα συμμετάσχει σε μάχες.
Με αυτήν της την κίνηση, που εντάσσεται στο νέο δόγμα της χώρας μας, ως «προκεχωρημένου δυτικού φυλακίου», η κυβέρνηση Μητσοτάκη ανατρέπει την πάγια θέση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για μη συμμετοχή σε ένοπλες συγκρούσεις εκτός πλαισίου διεθνών οργανισμών.
Πρόκειται για μια επικίνδυνη εξέλιξη. Η χώρα μας δεν έχει κανένα συμφέρον να εμπλακεί με στρατεύματα σε διενέξεις τρίτων. Ούτε στη διένεξη σουνιτών και σιιτών, όπως στην περίπτωση της Σαουδικής Αραβίας, ούτε σε έναν πόλεμο με τζιχαντιστές, στα βάθη της Αφρικής. Πόσο μάλλον που, αφενός η συγκεκριμένη επιχείρηση δεν αποτελεί επιχείρηση της ΕΕ, ενώ γνωρίζουμε ότι, πλέον, οι τζιχαντιστές δεν δρουν μονάχα στις εμπόλεμες περιοχές, αλλά σε όλο τον πλανήτη.
Το νέο δόγμα Μητσοτάκη στην εξωτερική πολιτική
Όμως, το νέο δόγμα Μητσοτάκη στην εξωτερική πολιτική, δεν εκδηλώνεται μόνο με την προβληματική ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία, αλλά και με τη νέα ελληνοαμερικανική αμυντική συμφωνία. Σύμφωνα με αυτή, και για πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση, μια κυβέρνηση εκχωρεί επ’ αόριστον στρατιωτικές εγκαταστάσεις σε ελληνικό έδαφος. Ταυτόχρονα, σύμφωνα και με τις δηλώσεις του ΥΠΕΞ, Ν. Δένδια, μέσω της στρατιωτικής εγκατάστασης στην Αλεξανδρούπολη, παρέχεται η δυνατότητα «ταχείας μεταφοράς και στάθμευσης αμερικανικών δυνάμεων στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία». Με τον τρόπο αυτό, η Ελλάδα θα μπορούσε να εμπλακεί σε επικίνδυνες εντάσεις στον χώρο της Μαύρης Θάλασσας. Από την άλλη μεριά, υπάρχουν γενικολογίες και ευχολόγια σχετικά με τον σεβασμό στην κυριαρχία της χώρας.
Αντί για τη δημιουργία «αξόνων» και την άσκηση πολιτικής ως «πρόθυμου και πιστού» συμμάχου των ισχυρών, η χώρα μας πρέπει να επανέλθει σε μια πολυδιάστατη, ενεργητική και φιλειρηνική εξωτερική πολιτική, να επιδιώκει ενεργά λύσεις στις διαφορές της, όπως, για παράδειγμα, έκανε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Σε αυτό το πλαίσιο, η χώρα προωθεί την ειρήνη και τη συνεργασία, αποτελεί πυλώνα σταθερότητας και προσπαθεί να αποτελεί γέφυρα μεταξύ Ε.Ε., Βαλκανίων και χωρών της Μεσογείου, συμβάλλοντας, με τις δυνάμεις της, στην επίλυση ζητημάτων στην ευρύτερη περιοχή.
Αντί να στέλνει στρατεύματα στην υποσαχάρια Αφρική, στην προκειμένη, θα μπορούσε να αξιοποιήσει την ήπια ισχύ της, ως μιας χώρας που ουδέποτε υπήρξε αποικιοκρατική δύναμη, για να προωθηθούν προγράμματα αναπτυξιακού και ανθρωπιστικού χαρακτήρα στις χώρες του Σαχέλ. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ταιριάζει ούτε με τον μικρομεγαλισμό της ΝΔ του κ. Μητσοτάκη, ούτε με το «χάιδεμα» της ακροδεξιάς πτέρυγας του κόμματός του. Έτσι, αντί να προσπαθήσει, μέσα από μια ενεργό διπλωματία, αξιοποιώντας τις ευκαιρίες που είχε, να επιλύσει το πραγματικό ζήτημα, δηλαδή τις σχέσεις μας με την Τουρκία, βάζει τη χώρα σε επικίνδυνες περιπέτειες στα βάθη της Αφρικής.

Ράνια Σβίγκου

Πηγή: Έθνος