Macro

Αννέτα Καββαδία: Περί Δικαιοσύνης και άλλων δαιμονίων

Ενα από τα σημεία της συμφωνίας για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, που δεν έτυχε της προσοχής που του αρμόζει, έχει να κάνει με το κριτήριο του κράτους δικαίου, σύμφωνα με το οποίο η εκταμίευση κονδυλίων θα εξαρτάται, μεταξύ άλλων, και από την τήρηση ορισμένων προϋποθέσεων ορθής λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών, σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ελευθερίας του Τύπου και της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης. Η αναφορά σε αυτό το κριτήριο συνδέεται, περίπου αυτόματα, με ορισμένες χώρες-συνήθεις υπόπτους που παρουσιάζουν σε ανησυχητικό βαθμό ορισμένα χαρακτηριστικά της λεγόμενης ανελεύθερης δημοκρατίας: μιας πολιτειακής κατάστασης, όπου χωρίς να έχουν καταλυθεί οι δημοκρατικοί θεσμοί ή να έχει επιβληθεί δικτατορία, μια (δημοκρατικά εκλεγμένη) κυβέρνηση επιβάλλει τέτοιους περιορισμούς και ασκεί τέτοιον έλεγχο, ώστε στην ουσία να μην μπορεί να γίνεται λόγος για δημοκρατικό κράτος δικαίου, όπως τουλάχιστον εννοείται ο όρος στη μεταπολεμική Ευρώπη.

Η Ουγγαρία του Βίκτορ Ορμπαν είναι μάλλον το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, με την Πολωνία και κάποιες άλλες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης να ακολουθούν. Βεβαίως, είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν τελικά μια απαξιωμένη, αδύναμη και διαιρεμένη Ε.Ε. είναι σε θέση να επιβάλει αυτό το κριτήριο. Αλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι και οι δύο αυτές χώρες συνυπέγραψαν την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου μολονότι, τύποις, βρίσκονται υπό έλεγχο. Το πολιτικό, ωστόσο, ερώτημα που ανακύπτει έχει να κάνει με το κατά πόσον είναι μόνο οι «συνήθεις ύποπτοι» που στην πράξη δεν σέβονται τις αρχές του κράτους δικαίου στη σημερινή Ευρώπη. Μήπως είναι ώρα να κοιτάξουμε και την περίπτωση της δικής μας χώρας;

Ποιοι είναι οι τρεις βασικοί πυλώνες μιας ανελεύθερης δημοκρατίας; Η δυσανάλογη περιστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των συνταγματικών ελευθεριών από ένα αυταρχικό κράτος καταστολής, ο ασφυκτικός έλεγχος του Τύπου και η χειραγώγηση της Δικαιοσύνης. Υπάρχει κάποια αμφιβολία σε οποιονδήποτε δημοκρατικό πολίτη ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη διαπρέπει με ξεχωριστή «αριστεία» και στα τρία αυτά πεδία; Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε εκτενώς στο κατάπτυστο νομοσχέδιο Χρυσοχοΐδη – Μητσοτάκη για την απαγόρευση των δημόσιων συναθροίσεων χωρίς αστυνομική άδεια. Ή στη διαβόητη λίστα Πέτσα – Μητσοτάκη που κυριολεκτικά διδάσκει καινοτόμες μεθόδους χειραγώγησης της ενημέρωσης μέσα από έναν άκρως επιτελικό μηχανισμό διοχέτευσης δημόσιου χρήματος σε ΜΜΕ και (συχνά ανύπαρκτα) sites–λιβανιστήρια της κυβέρνησης με, ταυτόχρονη, οικονομική ασφυξία όσων τολμούν να αρθρώσουν λόγο αντιπολιτευτικό ή δεν συμβαδίζουν με το κυρίαρχο φιλοκυβερνητικό αφήγημα. Ας εστιάσουμε, ωστόσο, στην απαξίωση του θεσμού της Δικαιοσύνης.

Η περίπτωση της Ελένης Τουλουπάκη είναι η πλέον χαρακτηριστική ενός φαινομένου με βαθιές ρίζες που έχει ήδη πλήξει βαριά -ανεπανόρθωτα ίσως- το κύρος της ελληνικής Δικαιοσύνης. Ας περιγράψουμε την εικόνα χωρίς αναφορά σε πρόσωπα: μια εισαγγελική λειτουργός, επικεφαλής της δικαστικής υπηρεσίας για τη δίωξη της διαφθοράς, αναλαμβάνει τη σημαντικότερη υπόθεση διαφθοράς των τελευταίων δεκαετιών, μια υπόθεση στην οποία εμπλέκονται βαριά ονόματα πολιτικών και οικονομικών παραγόντων της χώρας. Από την πρώτη στιγμή, εξαπολύεται ένας λυσσαλέος πόλεμος εναντίον της, με στόχο να της αφαιρεθεί ο φάκελος της δικογραφίας. Με το που αλλάζει η κυβέρνηση της χώρας, ο πόλεμος αυτός κορυφώνεται.

Ενας από τους φερόμενους ως εμπλεκόμενους, ο οποίος τυγχάνει κορυφαίο στέλεχος του κυβερνώντος κόμματος και υπουργός της νέας κυβέρνησης, ανακοινώνει δημοσίως ότι η εν λόγω εισαγγελική λειτουργός σύντομα θα βρεθεί στη φυλακή γιατί «συνωμότησε εναντίον αθώων». Ολα αυτά, ενώ η δικαστική έρευνα συνεχίζεται. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αρνείται ότι η δήλωση του κορυφαίου υπουργού συνιστά παρέμβαση στη Δικαιοσύνη, γιατί ο υπουργός δεν μίλησε ως υπουργός, αλλά ως «δίκαια αγανακτισμένος πολίτης» που θίγεται λόγω της «σκευωρίας» εναντίον του. Και ιδού, λίγες εβδομάδες αργότερα, ασκείται ποινική δίωξη στην εισαγγελική λειτουργό, με αποτέλεσμα όλη η έρευνά της να βρίσκεται «στον αέρα» και να οδεύει προς το αρχείο. Συγχρόνως, άλλοι δικαστικοί λειτουργοί που επέδειξαν την αρμόζουσα, συνεργατική και σεβάσμια, συμπεριφορά προς το κυβερνών κόμμα, επιβραβεύονται με την προοπτική μιας λαμπρής καριέρας. To μήνυμα: οι δικαστικοί λειτουργοί έχουν ελευθερία επιλογής ανάμεσα σε δύο έγγραφα: το πρώτο είναι η προαγωγή τους, το δεύτερο η αποπομπή ή και η ποινική τους δίωξη.

Αναρωτιέται, όμως, κανείς: Είναι αυτή η εικόνα ευρωπαϊκού κράτους δικαίου; Και είναι τόσο χαμένοι οι κυβερνώντες στον υπέροχο κόσμο της εικονικής τους πραγματικότητας, ώστε αδυνατούν να αντιληφθούν πως η κατάσταση αυτή είναι θέμα χρόνου να διεθνοποιηθεί; Πιστεύουν ότι θεσμοί που έχουν ως εξειδικευμένη αποστολή την προστασία του ευρωπαϊκού κράτους δικαίου, όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης, υπάρχουν μόνο ως καλές ευκαιρίες για οικογενειακές φωτογραφίες και δημόσιες σχέσεις; Και ας μη σπεύσουν κάποιοι να επικαλεστούν τη θεωρία της «εθνικής φανέλας» στο εξωτερικό. Σε αυτόν τον ολισθηρό δρόμο η κυβέρνηση της Ν.Δ. πορεύεται εντελώς μόνη.

Η Αννέτα Καββαδία είναι μέλος Κ.Ε. ΣΥΡΙΖΑ, π. βουλεύτρια

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών