Macro

Ποιος φοβάται τη συμμετοχή και τη λογοδοσία;

«Δεν λήφθηκαν υπόψιν οποιεσδήποτε απόψεις κατατέθηκαν από περιβαλλοντικές οργανώσεις ή κινήσεις, ειδικά κατά το μέρος που αφορά τις προστατευόμενες περιοχές, την περιβαλλοντική αδειοδότηση και την κοινωνική συμμετοχή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων». Το παραπάνω είναι απόσπασμα από το κοινό Δελτίο Τύπου που εξέδωσαν στις 18 Ιουνίου επτά περιβαλλοντικές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις σχολιάζοντας τον νόμο 4685, τον πρώτο νόμο που κατέθεσε προς ψήφιση η κυβέρνηση και μάλιστα προτού αρθούν τα έκτακτα μέτρα που είχαν ληφθεί για τον περιορισμό της διασποράς του κορονοϊού, όπως η απαγόρευση της ελεύθερης κυκλοφορίας και των συναθροίσεων. Στο ίδιο κείμενο σημειώνεται πως: «[…] οι οργανώσεις τονίζουν ότι μεγάλη ανησυχία προκύπτει από την πρόσφατη ψήφιση νέου τουριστικού νόμου που εισάγει μια σειρά από περιβαλλοντικά πτωχευτικές διατάξεις που επιδεινώνουν το ήδη προβληματικό καθεστώς προστασίας της παράκτιας και παρόχθιας ζώνης, ενώ αποδυναμώνουν και το πλαίσιο επιβολής κυρώσεων σε ιδιοκτήτες αυθαιρέτων σε αιγιαλούς και παραλίες».

Πολλά γράφηκαν και ακούστηκαν για τον νόμο τον οποίο οι συντάκτες του ονόμασαν «εκσυγχρονισμό της περιβαλλοντικής νομοθεσίας», όπως μας ενημερώνει ο τίτλος του. Βέβαια, πολλοί ήταν και εκείνοι που διαδήλωσαν έξω από τη Βουλή, παρά την απαγόρευση των συναθροίσεων, ενάντια στην ψήφιση του «αντιπεριβαλλοντικού νόμου» ή «νόμου περιβαλλοντικό έγκλημα», όπως τον ονόμασαν με τη σειρά τους οι διαμαρτυρόμενοι πολίτες και οι περιβαλλοντικές οργανώσεις. Επίσης, χιλιάδες ήταν οι υπογραφές που συγκεντρώθηκαν διαδικτυακά ζητώντας την απόσυρσή του νομοσχεδίου ενώ κατά την ψήφισή του όλες οι Κοινοβουλευτικές Ομάδες, εκτός της Νέας Δημοκρατίας, το καταψήφισαν.

Κάπως έτσι υποδέχθηκε η κοινωνία και τα κόμματα εντός της Βουλής τον νόμο που αφενός αποτυπώνει την κατεύθυνση της κυβερνητικής πολιτικής στον τομέα του περιβάλλοντος και της χωροταξίας και αφετέρου εντασσόμενος  στο ευρύτερο πλαίσιο σχεδιασμού της κυβέρνησης μας βοηθά να κατανοήσουμε πώς  αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση τον εκσυγχρονισμό, αφού όπως δήλωσε ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης τον Φεβρουάριο του 2020, «είμαι Πρωθυπουργός μιας χώρας που διψάει για εκσυγχρονισμό».

Σε αυτό το σύντομο σημείωμα θα σχολιαστούν ορισμένα  βασικά σημεία του νόμου 4685 με στόχο να αναδειχθούν οι άξονες που διαπερνούν την κυβερνητική πολιτική σε κεντρικό επίπεδο. Το άρθρο εξετάζει μια σειρά συγκεκριμένων ερωτημάτων όπως κατά πόσο η νομοθέτηση αυτή βρίσκεται σε σύμπνοια ή δημιουργεί εστίες έντασης με την κοινωνία των πολιτών, κατά πόσο έχει διάθεση εκδημοκρατισμού της περιβαλλοντικής πολιτικής και τέλος, εάν είναι σύμφωνη ή αντιφάσκει με τον δημοκρατικό έλεγχο. Ταυτόχρονα, σκιαγραφούνται τα επαναλαμβανόμενα νομοθετικά μοτίβα ώστε να αναδειχθούν οι απούσες αξίες και αρχές της διαδικασίας νομοθέτησης συνολικά. Το «ζύγισμα» αυτό δύναται να μας βοηθήσει να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα ως προς την «εκσυγχρονιστική» κατεύθυνση που οραματίζεται η παρούσα κυβέρνηση για τη χώρα.

Τα παραπάνω ερωτήματα στο πλαίσιο του άρθρου γίνονται αντιληπτά ως πολιτικά ζητήματα, όπως ουσιωδώς πολιτικός θεωρείται και ο τρόπος που σχεδιάζει και ψηφίζει νόμους η εκάστοτε κυβέρνηση. Η υπόμνηση αυτή θεωρείται αναγκαία καθώς την τελευταία δεκαετία, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, στην Ελλάδα καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια να αποσιωπηθεί η πολιτική διάσταση της άσκησης πολιτικής –δεν πρόκειται δηλαδή πλέον για ταυτολογία– όπως και οι συνέπειές της στις κοινωνικές και εισοδηματικές τάξεις, στο πλαίσιο λειτουργίας του κράτους, στη δημόσια διοίκηση και φυσικά στη ρύθμιση του πλαισίου και των κανόνων με τους οποίους λειτουργεί η αγορά και οι επενδύσεις. Με άλλα λόγια, το άρθρο τοποθετείται αναλυτικά στον αντίποδα της τάση απολιτικοποίησης της πολιτικής που επιχειρείται διά της επίκλησης μιας υποτιθέμενης κοινής λογικής.

Ας εξετάσουμε, λοιπόν, συγκεκριμένα σημεία του νόμου 4685 για να δούμε εάν μπορούν να μας προσφέρουν απαντήσεις στα ερωτήματα που τέθηκαν παραπάνω.

Το 2018 καθορίστηκαν για πρώτη φορά, από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, και στη συνέχεια κατατέθηκαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι οριστικές λίστες με τις περιοχές της Ελλάδας που χρήζουν ειδικής προστασίας λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους (φυσικό περιβάλλον και βιοποικιλότητα), ώστε να περιλαμβάνονται πλέον στη λίστα Natura 2000. Στη συνέχεια, με τη θέσπιση του νόμου 4519/2018, ο οποίος «γράφτηκε» μαζί με τους τοπικούς φορείς και τις περιβαλλοντικές οργανώσεις, δημιουργήθηκαν οκτώ νέοι φορείς κατά την αναμόρφωση των ορίων ευθύνης βάσει περιβαλλοντικών/οικολογικών κριτηρίων για να αποτελέσουν «σήμα κατατεθέν» των περιοχών τόσο για την ανάδειξη του ίδιου του φυσικού περιβάλλοντος όσο και για τα τοπικά αγροτικά προϊόντα. Ο ρόλος τους στην τοπική ανάπτυξη επαναπροσδιορίστηκε και εισήχθη, τέλος, μια νέα αποκεντρωμένη δομή διοίκησης των περιοχών προστασίας με ισχυρό συμμετοχικό χαρακτήρα. Οι τοπικές κοινωνίες και παραγωγικοί φορείς συμμετείχαν στον αναπτυξιακό σχεδιασμό κάθε περιοχής και γνωμοδοτούσαν για τις παραγωγικές δραστηριότητες, με σεβασμό στη φύση και τις ανάγκες της κάθε κοινωνίας. Συμμετοχική, αποκεντρωμένη διοίκηση, δημοκρατικός έλεγχος, εκδημοκρατισμός της διαδικασίας λήψης αποφάσεων και λογοδοσία.

Στην απολύτως αντίθετη κατεύθυνση, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας κατάργησε το αποκεντρωμένο μοντέλο διοίκησης των Φορέων Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών (ΦΔΠΠ), μετέφερε τη διοίκηση στην Αθήνα, ιδρύοντας έναν νέο φορέα εκτός της αρμόδιας Υπηρεσίας Βιοποικιλότητας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και προβλέπεται να ορίσει ως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, του κεντρικού πλέον Φορέα, πρόσωπα που πιθανώς θα έχουν σχέση μόνον με τη σημερινή πολιτική ηγεσία του Υπουργείου. Τα πρόσωπα αυτά αποκτούν πλέον και την αρμοδιότητα γνωμοδότησης για τις δραστηριότητες που θα επιτραπούν σε κάθε περιοχή. Εν ολίγοις, ακύρωση του αποκεντρωμένου και συμμετοχικού χαρακτήρα διοίκησης, της λογοδοσίας στις τοπικές κοινωνίες και του δημοκρατικού ελέγχου στην έγκριση δραστηριοτήτων και έργων στις περιοχές προστασίας.

Πρέπει να σημειωθεί ακόμη η αποστροφή της σημερινής κυβέρνησης για τη διαβούλευση αφού δεν δέχτηκε να συναντήσει, σε καμία φάση της νομοθέτησης, τους προέδρους των ΦΔΠΠ καθώς και τους εργαζόμενους σε αυτούς, οι οποίοι θίγονται άμεσα και σοβαρά από τις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου.

Στην περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων, βάσει των διατάξεων του νόμου, ο «εκσυγχρονισμός» ταυτίζεται με την αποδυνάμωση των ελεγκτικών υπηρεσιών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και την τροποποίηση της διαδικασίας, με περιπτωσιολογικές ρυθμίσεις ώστε να εξυπηρετούνται συγκεκριμένα συμφέροντα, παρεμποδίζοντας τις αρμόδιες περιβαλλοντικές υπηρεσίες να ασκήσουν τον ρυθμιστικό τους ρόλο και να λειτουργήσουν υπέρ του δημοσίου συμφέροντος. Επιπρόσθετα, ο ρόλος της δημόσιας αρχής αποδίδεται και σε ιδιώτες ώστε ευαίσθητες δημόσιες λειτουργίες που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος γίνονται αδιαφανείς και διάτρητες, με απούσα τη δημόσια διοίκηση. Δεν είναι τυχαίο ότι η περιβαλλοντική αδειοδότηση αντιμετωπίζεται ως «χρονοβόρα διοικητική διαδικασία» και «σημαντικός ανασταλτικός παράγοντας για την προώθηση των επενδύσεων», λογική που βρίσκεται σε ευθεία αντιπαράθεση με τις οδηγίες εφαρμογής των αρχών της βιώσιμης ανάπτυξης σύμφωνα με τις οποίες απαιτείται η οργανική συγχώνευση περιβάλλοντος και ανάπτυξης κατά τη λήψη αποφάσεων και όχι η υπερίσχυση της ανάπτυξης έναντι του περιβάλλοντος.

Επιπλέον, σύμφωνα με ένα άλλο άρθρο του νόμου 4685 καταργείται η προϋπόθεση της σύμφωνης γνώμης της τοπικής αυτοδιοίκησης και συγκεκριμένα των Δήμων για τη διενέργεια γεωφυσικών ερευνών για κοιτάσματα υδρογονανθράκων. Το ζήτημα των εντάσεων και των ανησυχιών που υπάρχουν στις κοινωνίες σχετικά με την έρευνα υδρογονανθράκων επιχειρείται να «εξαφανιστεί» διά της αποδυνάμωσης του ρόλου της τοπικής αυτοδιοίκησης στη διαδικασία.

Στοχευμένη είναι επίσης και η προσπάθεια αποδυνάμωσης της διαβούλευσης, η οποία αποτυπώθηκε μεταξύ άλλων και στην προσπάθεια να εισαχθεί στον νόμο ρύθμιση που απέβλεπε στην αλλαγή των χρήσεων γης στο εμπορικό κέντρο της Αθήνας, διευκολύνοντας την «ξενοδοχοποίησή» του. Πρόκειται για μία από τις πενήντα περίπου διατάξεις που δεν τέθηκαν σε δημόσια διαβούλευση και χωρίς το θέμα να έχει συζητηθεί καν στο Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων. Παρ΄ όλες τις αντιδράσεις που υπήρξαν, η διάταξη αποσύρθηκε μόνο κατά το ήμισυ.

Από τα παραπάνω στοιχεία καθίσταται καταφανές ότι μία από τις όψεις του επιτελικού κράτους είναι η νομοθετική κουλτούρα από την οποία αποκλείεται η διαβούλευση, η συμπερίληψη της γνώμης και των αναγκών της κοινωνίας και ο δημοκρατικός έλεγχος των αποφάσεων και του κυβερνητικού έργου. Ενισχύεται ο συγκεντρωτισμός των αποφάσεων και των γνωμοδοτήσεων, η αποδυνάμωση των μηχανισμών ελέγχου και ρύθμισης βάσει συγκεκριμένων κανόνων και ταυτόχρονα, επιλέγεται η «θεσμοθέτηση» της εξυπηρέτησης συγκεκριμένων συμφερόντων διά της δημιουργίας δομών και διαδικασιών που επιτρέπουν τη λήψη αποφάσεων κατά περίπτωση και κατά βούληση. Δυστυχώς, ο «εκσυγχρονισμός» που περιγράφεται από τις επιλογές αυτές δεν μπορεί να μας πάει μπροστά αλλά μόνο πολύ πίσω, δημιουργώντας μάλιστα μεγάλες ρήξεις και εντάσεις με την κοινωνία των πολιτών.

Η Ινώ Σιώζιου ειδικεύεται σε περιβαλλοντικά ζητήματα και θέματα ενεργειακής πολιτικής. Είναι συνεργάτιδα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ

Πηγή: Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς