«Συμπεριφορές Πόντιου Πιλάτου και ίσων αποστάσεων, σε μια κυνική προσπάθεια εξομοίωσης του θύτη με το θύμα, δεν μπορούν να γίνουν ανεκτές», τόνισε, επισημαίνοντας την ανάγκη της απερίφραστης και κατηγορηματικής καταδίκης της χθεσινής μαζικής δολοφονίας, «χωρίς» – όπως είπε – «ναι μεν αλλά» και ειδικά από μία χώρα όπως η Ελλάδα, της οποίας οι ιστορικοί δεσμοί με την Παλαιστίνη παραμένουν άρρηκτοι».
Σε ό,τι αφορά στο νομοσχέδιο, αυτό καθαυτό, αφού επεσήμανε ότι «το προσφυγικό-μεταναστευτικό φαινόμενο δεν θα εξαφανιστεί ως δια μαγείας. Είναι εδώ για να μείνει και θα είναι ίσως η κύρια ευρωπαϊκή πρόκληση για χρόνια, αν όχι δεκαετίες», έκανε λόγο για την ανάγκη «συσπείρωσης όλων των δημοκρατικών και προοδευτικών δυνάμεων και πολιτών της χώρας σε ένα κοινό μέτωπο απέναντι στην ακροδεξιά και τον φασισμό, και συνολικής αντίθεσης στη ρητορική και την ατζέντα ακροδεξιών μορφωμάτων», στηλιτεύοντας τη διολίσθηση της ΝΔ σε αυτά τα μονοπάτια.
«Μια μέρα σαν τη σημερινή, σε ένα νομοσχέδιο σαν το σημερινό, η τοποθέτησή μου δεν θα μπορούσε παρά να ξεκινήσει με τα όσα συμβαίνουν στην Παλαιστίνη. Στην Παλαιστίνη που βιώνει μια πικρή επέτειο αφού, σήμερα, συμπληρώνονται 70 χρόνια από την καταστροφή, από τη ΝΑΚΜΠΑ, όταν 700 χιλιάδες παλαιστίνιοι εκδιώχθηκαν από τη γη τους με την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, στις 15/5/1948. Στην Παλαιστίνη που θρηνεί 66, μέχρι στιγμής, νεκρούς και χιλιάδες τραυματίες σε μια δολοφονική επίθεση του ισραηλινού στρατού. Σε μια πραγματική σφαγή που αντιμετωπίζεται, δυστυχώς, από τη διεθνή κοινότητα με εξοργιστική αδιαφορία και με παραινέσεις περί.. αυτοσυγκράτησης. Με συμπεριφορές Πόντιου Πιλάτου και ίσων αποστάσεων, σε μια κυνική προσπάθεια εξομοίωσης του θύτη με το θύμα..
Σ΄αυτήν εδώ την αίθουσα, στις 22 Δεκεμβρίου 2015, το ελληνικό Κοινοβούλιο είχε διατρανώσει την αμέριστη συμπαράστασή του στον παλαιστινιακό λαό αναγνωρίζοντας – ομόφωνα – το κράτος της Παλαιστίνης, και επαναλαμβάνοντας την πάγια θέση της χώρας μας για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου και βιώσιμου Παλαιστινιακού Κράτους στα σύνορα του 1967, με πρωτεύουσα την ανατολική Ιερουσαλήμ και ειρηνική συνύπαρξη των 2 κρατών.
Ειρήνη, όμως, χωρίς δικαιοσύνη δεν μπορεί να υπάρξει. Γι΄αυτό και η καταδίκη των φυσικών – αλλά και των ηθικών – αυτουργών του χθεσινής μαζικής δολοφονίας, οφείλει να είναι κατηγορηματική και απερίφραστη. Χωρίς «ναι μεν αλλά». Ειδικά από μία χώρα όπως η Ελλάδα της οποίας οι ιστορικοί δεσμοί με την Παλαιστίνη παραμένουν άρρηκτοι. Κι αυτό είναι κάτι που μου δόθηκε η ευκαιρία να το επαναλάβω – αλλά και να το διαπιστώσω ιδίοις όμμασι – όταν πριν από 2 εβδομάδες, περίπου, βρέθηκα στη Ραμάλα και στη Χεβρώνα.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Ερχόμενη στο νομοσχέδιο…. Είναι, πράγματι, ατυχές να λέμε ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια «προσφυγική – μεταναστευτική» κρίση. Η λέξη «κρίση» υποδηλώνει κάτι έκτακτο και προσωρινό που μπορεί να αντιμετωπιστεί με μέτρα έκτακτης ανάγκης. Αυτό που αντιμετωπίζει η Ευρώπη είναι μια μετακίνηση πληθυσμών πρωτοφανούς κλίμακας μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Γύρω της – και στην ευρύτερη γειτονιά της – υπάρχει ένας κύκλος φωτιάς, φρίκης, τυραννίας, πολέμου και ανείπωτης δυστυχίας, από τον οποίο όλοι θέλουν να ξεφύγουν.
Ας μην υπάρχουν, επομένως, αυταπάτες ότι το πρόβλημα θα λυθεί με μέσα αποτροπής ή περιορισμού των προσφύγων και των μεταναστών στις λεγόμενες χώρες πρώτης γραμμής. Το προσφυγικό – μεταναστευτικό φαινόμενο δεν θα εξαφανιστεί ως δια μαγείας. Είναι εδώ για να μείνει και θα είναι ίσως η κύρια ευρωπαϊκή πρόκληση για χρόνια, αν όχι δεκαετίες. Συνεπώς, το να κρύβει η Ευρώπη -ή έστω ένα μέρος της, το πιο συντηρητικό- το κεφάλι της στην άμμο για να αποφύγει την πραγματικότητα, δεν είναι απλώς υποκριτικό. Είναι εγκληματικό.
Οι σύγχρονοι ικέτες είναι πολλαπλώς θύματα. Θύματα διωγμών και φρικώδους βίας στον τόπο τους, θύματα κυκλωμάτων διακινητών, θύματα της τάφρου που περιβάλλει την Ευρώπη- Φρούριο και θύματα ρατσισμού και εκμετάλλευσης, αν καταφέρουν να επιβιώσουν και να φτάσουν σε μια ευρωπαϊκή,, Γη της Επαγγελίας. Δεν πρόκειται για φυσικά φαινόμενα, αλλά για το αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών. Το πιο τραγικό και συνάμα εξοργιστικό σε όλα αυτά, είναι ότι θα μπορούσαν οι επιλογές αυτές να είναι διαφορετικές. Θα μπορούσε η Ευρωπαϊκή Ένωση – αντί για στρατιωτικές επιχειρήσεις – να οργανώσει και να χρηματοδοτήσει μια διαρκή επιχείρηση έρευνας και διάσωσης στη Μεσόγειο, ώστε να αποτρέπεται η απώλεια ζωής.. Θα μπορούσε να δημιουργήσει νόμιμες και ασφαλείς διεξόδους για τους αιτούντες άσυλο, ώστε να μη στρέφονται στα κυκλώματα διακίνησης και να μη θέτουν τη ζωή τους σε κίνδυνο στη θάλασσα. Θα μπορούσε να καλύψει τις άμεσες ανθρωπιστικές ανάγκες ή και να απορροφήσει μακροπρόθεσμα τον κύριο όγκο των προσφυγικών ροών και μάλιστα με λιγότερα έξοδα από το στήσιμο της «Ευρώπης-Φρούριο», εάν υπήρχε η διάθεση ισόρροπης κατανομής τους σε όλα τα κράτη-μέλη, αντί για τον εγκλωβισμό τους στις χώρες πρώτης υποδοχής.
Τα ελλείμματα αυτά στην ευρωπαϊκή αντίδραση, έχουν καταγραφεί επανειλημμένα στα σχετικά ψηφίσματα της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, όπου σε κάθε ευκαιρία τα μέλη της ελληνικής αντιπροσωπείας, βουλευτές και βουλεύτριες, θίγουμε τα ζητήματα αυτά και επιμένουμε στην ανάγκη για μια συνολική ευρωπαϊκή αντιμετώπιση του ζητήματος με βάση το διεθνές δίκαιο, την αλληλεγγύη μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τον ανθρωπισμό.
Αυτές οι παραδοχές μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν βάση για μια ουσιαστική συνεννόηση ανάμεσα στις δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας. Με μια αναγκαία προϋπόθεση: να συμφωνήσουμε όλοι ότι είναι επείγουσα η ανάγκη συσπείρωσης όλων των δημοκρατικών και προοδευτικών δυνάμεων και πολιτών της χώρας σε ένα κοινό μέτωπο απέναντι στην ακροδεξιά και τον φασισμό. Γιατί, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, με αφορμή το προσφυγικό – μεταναστευτικό, το αποκρουστικό, το επικίνδυνο πρόσωπο της ακροδεξιάς έχει ξανασηκώσει κεφάλι στην Ευρώπη. Και όχι μόνο στο περιθώριο της πολιτικής. Έχει γίνει πλέον κοινό το φαινόμενο να υιοθετούν οι συστημικές συντηρητικές δυνάμεις της Ευρώπης – και στη χώρα μας, δυστυχώς- την ρητορική και την ατζέντα της ακροδεξιάς, με το έωλο επιχείρημα ότι «δεν πρέπει να δώσουμε χώρο στην ακροδεξιά». Αν η λύση που προτείνουν ορισμένοι για να μην δοθεί χώρος στην ακροδεξιά, είναι να καταλάβει αυτόν τον χώρο η «κανονική» δεξιά, ας το πουν ανοιχτά. Εμείς, όμως, οφείλουμε να καταθέσουμε την κάθετη αντίρρηση μας σε αυτό τον ολισθηρό δρόμο και να αντιπροτείνουμε πως αυτό που πρέπει να κάνουμε όλοι, είναι να καταδικάζουμε χωρίς περιστροφές και χωρίς καμία επιφύλαξη οποιαδήποτε ρατσιστική και φασιστική συμπεριφορά. Και όχι να εγείρουμε με τη ρητορική μας φοβικά σύνδρομα επικαλούμενοι το δόγμα «ασφάλεια και δέος» όπως κάνει η ΝΔ βαδίζοντας στα χνάρια της Χρυσής Αυγής. Συνομιλούμε με τις τοπικές κοινωνίες, αφουγκραζόμαστε τα προβλήματά τους, τους εξηγούμε την κατάσταση και αναζητούμε λύση από κοινού, αλλά επ’ουδενί δεν συνομιλούμε με τον φασισμό.
Προφανώς, οι λύσεις σε αυτά τα προβλήματα δεν μπορούν να είναι αποσπασματικές και, το σημαντικότερο, δεν μπορούν να μη λαμβάνουν υπόψη τα πραγματικά δεδομένα σε πολιτικό και νομικό επίπεδο. Ως προς το νομοσχέδιο που συζητάμε σήμερα, πριν ακόμα την κατάθεση του, αλλά και μέσα από την κοινοβουλευτική διαδικασία, έχουμε ήδη πετύχει ένα καλό επίπεδο πολιτικής συζήτησης, κάτι που έδωσε τη δυνατότητα να υπάρξουν αρκετές βελτιώσεις ως προς το περιεχόμενό του, δημιουργώντας, ενδεχομένως, τη βάση για την στοιχειώδη συνεννόηση, για την οποία μίλησα προηγουμένως.
Ασφαλώς, το προσφυγικό – μεταναστευτικό είναι ένα ζήτημα τέτοιας περιπλοκότητας που κανένα νομοθέτημα από μόνο του δεν μπορεί να το λύσει. Οφείλουμε, επομένως, να συνεχίσουμε τις προσπάθειες έτσι ώστε να μπορούμε κάποτε να μιλάμε για μια ευρωπαϊκή πολιτική για την μετανάστευση και το άσυλο, που θα σέβεται τις ανθρωπιστικές αξίες του νομικού μας πολιτισμού».
Αννέτα Καββαδία
Πηγή: Left