Η απόφαση της κυβέρνησης να διεξάγονται οι ποδοσφαιρικοί αγώνες της Super League 1 κεκλεισμένων των θυρών για τους επόμενους δύο μήνες, είναι απλώς η αφορμή για να επιβεβαιωθεί, ακόμη μια φορά, το πώς η κυβέρνηση της ΝΔ αντιλαμβάνεται την έννοια της δημόσιας προστασίας και του δημόσιου συμφέροντος. Πώς, με οριζόντια μέτρα αποδεδειγμένης αναποτελεσματικότητας και με μια λογική «πονάει κεφάλι κόβει κεφάλι», προσπαθεί να καλύψει τη δική της αδυναμία (;) αλλά και την απουσία πολιτικής βούλησης να σκύψει επί της ουσίας πάνω στο πρόβλημα της οπαδικής βίας. Πώς αρνείται –δυστυχώς, όχι μόνο αυτή– να βάλει τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων και να μιλήσει για τον ρόλο των ιδιοκτητών ΠΑΕ στη διαιώνιση του προβλήματος, και αρκείται στη χωρίς φιλάθλους διεξαγωγή των αγώνων για δύο μήνες. Να θυμίσουμε απλώς ότι την περίοδο της πανδημίας covid τα γήπεδα ήταν κλειστά για δύο χρόνια. Και το πρόβλημα δεν λύθηκε.
«Απελθέτω απ’ εμού»
Η συγκεκριμένη, ωστόσο, απόφαση καταδεικνύει και κάτι άλλο: το πώς η κυβέρνηση ως θιασώτης της λογικής του πολίτη-καταναλωτή, του πολίτη-θεατή, του πολίτη α-συμμέτοχου, επιλέγει να ενισχύσει αυτή την τάση εκτιμώντας (βασίμως ή μη είναι κάτι που μένει να αποδειχθεί) πως η εκ μέρους της επίδειξη ισχύος –με τέτοια χαρακτηριστικά και αυτής της εμβέλειας– δεν είναι κάτι που της δημιουργεί πολιτικό κόστος. Βασισμένη στην παραδοχή ότι διάγουμε εποχή μειωμένων προσδοκιών, και με την έννοια του ενεργού πολίτη, της ενεργής πολίτισσας να περνάει κρίση ευθέως ανάλογη, δυστυχώς, με τη γενικότερη πολιτική, κοινωνική, οικονομική, πολιτισμική κρίση που βιώνει η χώρα, η κυβέρνηση της ΝΔ έρχεται να επενδύσει πάνω στην απαισιοδοξία που σε όλες τις έρευνες της κοινής γνώμης καταγράφεται ως κυρίαρχο συναίσθημα, και με μια εντελώς στρεβλή θεώρηση της ατομικής ευθύνης, αποποιείται όποια υποχρέωση που ως εκ της θέσεώς της οφείλει να αναλάβει. Καταφεύγοντας στις απαγορεύσεις, στην καταστολή, στην ενίσχυση του φόβου και της ανασφάλειας (άλλο εύρημα που ιεραρχείται ψηλά σε όλες τις δημοσκοπήσεις).
Το κάνει κατά κόρον. Και με ανυπόκριτο κυνισμό. Είτε αφορά φυσικά φαινόμενα –«αποφεύγετε να βγαίνετε από τα σπίτια σας όταν βρέχει πολύ, γιατί μπορεί να πλημμυρίσουν οι δρόμοι. Αποφεύγετε να παίρνετε αυτοκίνητο όταν χιονίζει, γιατί είδατε τι έγινε με την Αττική Οδό. Αντιπυρικά έργα; Τι λέτε τώρα; Εκκένωση η μόνη λύση, στέλνουμε άλλωστε και 112, το χρέος μας το κάνουμε», είτε αφορά τη στοιχειώδη μέριμνα του κράτους σε ζωτικούς τομείς όπως η υγεία και η παιδεία –η απόλυτη προστασία των ιδιωτικών θεραπευτηρίων με ταυτόχρονη εξουθένωση του ΕΣΥ τον καιρό της πανδημίας και η μετακύλιση όλης της ευθύνης προστασίας των πολιτών στους ίδιους, ή η κυνική αποστροφή της αρμόδιας υφυπουργού ότι «το περπάτημα κάνει καλό» αναφερόμενη σε συγχωνεύσεις σχολείων, είναι απολύτως ενδεικτικά της νοοτροπίας τους. Για να μη μιλήσουμε για τον νέο πονοκέφαλο που αφορά την επιλογή του τιμολογίου στο ρεύμα, κάτι που έρχεται να ενισχύσει το βάρος που όλ@ νιώθουμε στη διαχείριση της καθημερινότητάς μας. Πολίτες-καταναλωτές, λοιπόν. Με την ευθύνη να βαραίνει αποκλειστικά τον καθένα, την καθεμιά, το καθένα από εμάς. Και μια κυβέρνηση που αποθεώνοντας την έννοια της ατομικής ευθύνης, βολεύεται και δε νιώθει καμία υποχρέωση να ανταποκριθεί στις ευθύνες που έχει προς όλ@ μας.
Δύσκολα ερωτήματα ζητούν απαντήσεις
Και τώρα, τι; Είναι το ερώτημα που ευλόγως ανακύπτει. Δεχόμαστε ως παγιωμένη μια τέτοια κατάσταση; Τι είναι αυτό που μπορεί να κινητοποιήσει, να συνεγείρει, να επαναφέρει στο προσκήνιο την ανάγκη για συλλογική δράση, για ξαναζωντάνεμα συμμετοχικών διεργασιών, για αντίδραση απέναντι στα κακώς κείμενα; Πώς ξεφεύγει κανείς, για παράδειγμα, από μια συνθήκη που ενταγμένη σε μια νεοφιλελεύθερη λογική ασφάλειας, θεωρεί κανονικότητα την άκριτη χρήση καμερών ως ένα εντελώς φυσιολογικό μέσο ελέγχου;
Δύσκολα ερωτήματα που ζητούν απαντήσεις. Και αυτές σίγουρα δεν μπορούν να δοθούν παραμένοντας κλεισμέν@ στο κουκούλι μας, εγκλωβισμέν@ σε αρνητικές σκέψεις, ιδιωτεύοντας. Από την άλλη, η συμμετοχή στα κοινά απαιτεί σχηματισμούς –κομματικούς, κινηματικούς– με έμπνευση, όραμα, προοπτική. Ο καταγγελτικός λόγος σε καμία περίπτωση δεν επαρκεί. Αν δεν έχεις φλόγα διεγερτική προς τους πολίτες, όραμα στο πρόγραμμά σου και κυρίως τρόπους και μεθόδους για να το υλοποιήσεις, αυτό το πρόγραμμα μένει κενός λόγος. Οι πολίτες ζαλισμένοι και μπαϊλντισμένοι, μένουν αποπροσανατολισμένοι, ακαθοδήγητοι, απροστάτευτοι. Έτοιμοι πολλές φορές να πέσουν στην αγκαλιά του πρώτου «μεσσία». Κι ύστερα τρέχει κανείς και δεν φτάνει…
Το να καταστεί εκ νέου ελκυστική η έννοια της συμμετοχής, δεν είναι απλή υπόθεση. Το να μετατραπεί ο παθητικός σε ενεργητικό πολίτη, επίσης. Το να ανατραπεί η σκοπίμως καλλιεργηθείσα εικόνα της τυποποίησης του πολίτη ως μη σκεπτόμενου, το ίδιο.
Πόσο μάλλον όταν η κυρίαρχη τάση, με την επικράτηση της σκληρής νεοφιλελεύθερης αντίληψης, ευνοεί αυτού του είδους τον ανθρωπότυπο. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως με τους φόβους και τις αόρατες απειλές με τις οποίες βομβαρδίζεται ο παθητικός πολίτης, κατευθύνεται προς μια ουσιαστικά απολίτικη θέση, οδηγείται στην παραίτηση, στην απόσυρση και στην απομόνωση, αποκτώντας νοοτροπία υποταγής. Όταν, όμως, μέσα από την απόσυρση, την απομόνωση και την παθητικότητα οδηγείται κανείς στην αποξένωση, τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος ο φανατισμός, η καχυποψία, το μίσος, η μισαλλοδοξία και η εξαχρείωση να αντικαταστήσουν την παθητικότητα και ενεργός πολίτης να θεωρείται η αντιδραστική συντήρηση. Κι αυτό είναι κάτι που η Αριστερά όχι μόνο οφείλει να αναγνωρίσει, αλλά και να κάνει ό,τι μπορεί για να αποτρέψει.
Αννέτα Καββαδία