Μια ματιά στο πρόγραμμα της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου της Θεσσαλονίκης θα αρκούσε για να τερματιστεί κάθε συζήτηση περί «αντισημιτισμού» που κυριάρχησε όλες τις προηγούμενες ημέρες στη δημόσια σφαίρα με αφορμή τη διαμαρτυρία, και την ακύρωση τελικά, προγραμματισμένης εκδήλωσης υπό την αιγίδα της ισραηλινής πρεσβείας. Και θα αρκούσε γιατί ούτε η παρουσίαση της «Λούνας», της Ρίκας Μπενβενίστε –του βιβλίου για τη ζωή μιας εβραίας ταπετσέρισσας από τη Θεσσαλονίκη που οργάνωσε το Γαλλικό Ινστιτούτο, ούτε η εκδήλωση της Άγρας για το πρόσφατο βιβλίο της Ελένης Μπεζέ «Έλληνες Εβραίοι μετά τη Σοά», ούτε η συζήτηση του Ίκαρου για «Το διηνεκές του Εβραϊκού τραύματος», ούτε η παρουσίαση ενός οδοιπορικού του Ανδρέα Ασσαέλ για τα καταναγκαστικά ναζιστικά έργα Χριστιανών και Εβραίων και η συζήτηση που οργάνωσε το University Studio Press –ο εκδότης δηλαδή που έβγαλε στα ελληνικά τις «Γυναίκες του Μπλοκ 10», ένα σπάνιο βιβλίο για τα ναζιστικά πειράματα σε κρατούμενες του Άουσβιτς, ούτε η παρουσίαση του βιβλίου «Όχι στο όνομά μου. Αγαπώ το Ισραήλ, συμπαραστέκομαι στην Παλαιστίνη» του Αβισάι Νιρ Κοέν δεν αφήνουν την παραμικρή υπόνοια περί «αντισημιτικών» αισθημάτων και «αποκλεισμού εβραίων λογοτεχνών» όπως επιχείρησε να εμφανιστεί –από ένα μικρό, αλλά θορυβώδες, τμήμα της γνωστής συνομοταξίας των ακροκεντρώων– μια καθόλα ειρηνική διαμαρτυρία.
Ειλικρινά, γνωρίζοντας το ποιον, τις εμμονές και την ιδεολογικοπολιτική τοποθέτηση των ανθρώπων που… τρέμουν σήμερα από «ιερή» αγανάκτηση για τα όσα «σκοταδιστικά» συνέβησαν στη Θεσσαλονίκη, δεν θα άξιζε να ασχοληθεί κανείς περαιτέρω. Μόνο που η συγκεκριμένη δεν είναι μια ακόμα περίπτωση εμμονικής αντίδρασης. Αλλά εντάσσεται σε ένα γενικότερο κλίμα που παγκοσμίως χρησιμοποιεί την «καραμέλα» του αντισημιτισμού προκειμένου να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Να δικαιολογήσει την εξοργιστική σιωπή, ανοχή, συνενοχή της Δύσης απέναντι σε μια εν εξελίξει γενοκτονία, συκοφαντώντας όσους αντιδρούν στη μεθοδευμένη και απροκάλυπτη εξόντωση ενός ολόκληρου λαού και αποκρύπτοντας στην πραγματικότητα τον δικό της ατόφιο ρατσισμό που συνίσταται στην πεποίθηση ότι οι ζωές των Παλαιστίνιων δεν έχουν καμία αξία.
Εν προκειμένω, αποκρύπτουν συνειδητά ότι αφορμή της διαμαρτυρίας στην Έκθεση Βιβλίου αποτέλεσε το γεγονός ότι διοργανώτρια της συγκεκριμένης εκδήλωσης ήταν η ισραηλινή πρεσβεία –το κράτος, δηλαδή, του Ισραήλ– και ότι οι συμμετέχοντες σε αυτή τη διαμαρτυρία δεν ήταν κάποιοι «περιθωριακοί», «αλήτες», μέλη κάποιων φαντασιακών «φαιοκόκκινων ταξιαρχιών» –όπως κατά κόρον χαρακτηρίζονται από τους… θιγμένους– αλλά άνθρωποι που δεν κλείνουν τα μάτια στο έγκλημα, που δεν επιλέγουν τη λογική της πολιτικής ουδετερότητας ανάμεσα στους θύτες και στα θύματα, που αρθρώνουν έναν λόγο που έρχεται σε σύγκρουση με το συνένοχο καθεστώς της δυτικής σιωπής στην ισοπέδωση της Γάζας.
Εξανίστανται οι… ευαίσθητοι και αντιστρέφουν τις υπαιτιότητες φτιάχνοντας μια ψευδή αφήγηση «αντισημιτικού» επεισοδίου χωρίς να βρίσκουν λέξη να πουν για το ότι στη Γάζα συντελείται γενοκτονία, εθνοκάθαρση και αφανισμός παιδιών δια της μεθόδου της λιμοκτονίας. Ότι δολοφονούνται άμαχοι και στοχευμένα δημοσιογράφοι, γιατροί, ποιητές. Υιοθετούν πλήρως το φασιστικό επιχείρημα του Νετανιάχου ότι όποιος τίθεται απέναντι στο Ισραήλ και τη δολοφονική πρακτική του είναι αντισημίτης, κάτι που αποτελεί τον ορισμό της στρέβλωσης και της αθλιότητας, τον ορισμό του φασισμού και το ισχυρότερο έρεισμα της σφαγής. Αδυνατώντας να κατανοήσουν πως η χυδαία αυτή διαστρέβλωση καταλήγει προσβολή προς τα ίδια τα θύματα του ναζισμού. Και διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους υπερασπιζόμενοι, δήθεν, την ελευθερία της έκφρασης, ποιοι; Οι ίδιοι άνθρωποι που πρωτοστάτησαν στον αγώνα αποκλεισμού οποιουδήποτε ρωσικού πολιτιστικού προϊόντος!
«Αντισημίτες» λοιπόν στη Θεσσαλονίκη. Με την ίδια όμως λογική, «αντισημίτες» και οι 400 καλλιτέχνες –ισχυρά ονόματα του Χόλιγουντ– που στην έναρξη του Φεστιβάλ των Καννών υπογράφουν επιστολή λέγοντας πως «αρνούμαστε να επιτρέψουμε στην Τέχνη μας να γίνει συνένοχη», «αντισημίτες» στο Χάρβαρντ, «αντισημιτισμός» στον ΟΗΕ ή στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο. Γιατί, βλέπετε, την ώρα που η σιωπή συχνά εξαγοράζεται ή εξαναγκάζεται, υπάρχουν φωνές που υψώνουν το ανάστημά τους απέναντι στην αδικία. Και αυτό δεν είναι απλώς πράξη διαμαρτυρίας, αλλά έκφραση βαθιάς ηθικής ευθύνης. Η κάθε μορφή Τέχνης δεν είναι άλλωστε μόνο αφήγηση· είναι συνείδηση. Και αυτοί οι εκπρόσωποί της –σε αντίθεση με κάποιους άλλους της εγχώριας «διανόησης»– υπενθυμίζουν πως η Τέχνη έχει ακόμα τη δύναμη να αντιστέκεται και να υπερασπίζεται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Φυσικά και έχει θέση η πολιτική μέσα στην αισθητική και καλλιτεχνική σφαίρα. Γιατί τίποτα δεν υπάρχει εκτός πολιτικής. Και όσοι επικαλούνται κάτι τέτοιο πολύ συχνά υποκρύπτουν την επιθυμία τους να μην ελέγχονται και να μη λογοδοτούν.
Με το κράτος του Ισραήλ να έχει υπερβεί κάθε νόμο και κανόνα, με τη δολοφονική εκστρατεία του Νετανιάχου να έχει φτάσει στα όριά τους ακόμη και ανθρώπους μετριοπαθών ιδεών, με την ερειπωμένη Γάζα να μετατρέπεται κάθε μέρα και πιο πολύ σε χώρο συλλογικού μαρτυρίου και με τις εικόνες των παιδιών που λιμοκτονούν να γίνονται ο καθρέφτης της συλλογικής ενοχικής μας αδυναμίας, πάει πολύ κάποιοι να κουνάνε το δάχτυλο.
Κι αν ενοχλούν κάποιους οι διαμαρτυρίες, καλά θα κάνουν να τις συνηθίσουν. Και μια και… προσβάλλονται οι επιλεκτικές δημοκρατικές τους ευαισθησίες, ας αναρωτηθούν: είναι, ναι ή όχι, η αναγνώριση της γενοκτονίας που συντελείται στη Γάζα, ζήτημα ύψιστης συμβολικής σημασίας, ένας κοινός τόπος της Δημοκρατίας ενάντια στον φασισμό; Η καταγγελία και η διεθνής απομόνωση του κράτους-θύτη και του δικού μας καθήκοντος να αντιδράσουμε σε ένα έγκλημα που συντελείται μπροστά στα μάτια μας, δεν είναι ο συμβολικός πυρήνας των αρχών και αξιών χωρίς τις οποίες είναι αδιανόητη η ίδια η έννοια της Δημοκρατίας; Αυτά δεν μαθαίνουμε τόσα χρόνια για το Ολοκαύτωμα; Και ό,τι ισχύει για το Ολοκαύτωμα, ως στάση των διανοουμένων –κυρίως των θυτών– δεν πρέπει να ισχύσει και για τη Γάζα;