Εξοικειώνεται κανείς με τον θάνατο; Η αρνητική απάντηση θα έπρεπε να είναι αυτονόητη. Είναι όμως;
Παρακολουθώντας κανείς τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων και διαβάζοντας τις εφημερίδες –στην πλειονότητά τους, τουλάχιστον– δεν μπορεί παρά να επισημάνει την απολύτως επιδερμική προσέγγιση σε ό,τι αφορά την ημερήσια καταγραφή απωλειών.
85, 90, 100 άνθρωποι χάνουν καθημερινά τη ζωή τους εξαιτίας του κορονοϊού και πέρα από την ανακοίνωση των μακάβριων αριθμών, δεν υπάρχει τίποτα που να θυμίζει, έστω, δημοσιογραφική προσέγγιση. Η αναζήτηση ευθυνών ξεκινά και τελειώνει στο χαμηλό ποσοστό των ανεμβολίαστων, ενώ η τραγική κατάσταση στα νοσοκομεία απλώς περιγράφεται, χωρίς να υπάρχει ούτε καν αιχμή αναζήτησης ευθυνών.
Σαν οι απώλειες ανθρώπινων ζωών να είναι κάτι νομοτελειακό, ένα φυσικό φαινόμενο που απλώς συμβαίνει. Σαν να μην υπάρχουν υπεύθυνοι για το ότι το ΕΣΥ δεν ενισχύεται, για το ότι τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς ασφυκτιούν ή για το ότι στις σχολικές αίθουσες αυξάνεται, αντί να μειώνεται ο αριθμός μαθητών και μαθητριών. Πότε κλήθηκε, για παράδειγμα, ο αρμόδιος υπουργός Μεταφορών να δώσει εξηγήσεις και να μπει στη βάσανο σκληρών δημοσιογραφικών ερωτήσεων για τη χαοτική κατάσταση που επικρατεί στις μεταφορές; Πότε είδαμε στους τηλεοπτικούς μας δέκτες δημοσιογράφους, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, να απαιτούν –στο όνομα των πολιτών, η φωνή των οποίων υποτίθεται πως είναι– από κυβερνητικά στελέχη απαντήσεις για όλα όσα θα έπρεπε και δεν έχουν γίνει; Πότε είδαμε μια έρευνα για το τι πήγε στραβά και τι πρέπει να αλλάξει; Νωπές είναι ακόμα οι τηλεοπτικές εικόνες από το Μπέργκαμο, με τις οποίες «βομβαρδιζόμασταν» στο πρώτο κύμα της πανδημίας. Και όμως…112 νεκροί την περασμένη Δευτέρα και απλώς καταγράφηκαν ως ακόμη ένας αριθμός, μια απώλεια που ανακοινώθηκε με το αρμόζον περίλυπο ύφος, χωρίς ωστόσο κανείς να ευθύνεται για αυτήν.
Φυσικά, «το χέρι που σε ταΐζει, δεν το δαγκώνεις». Και τα λεφτά που η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει δώσει σε ΜΜΕ καθ’ όλη τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης, της εξασφαλίζει ισχυρό πλεονέκτημα. Μπορεί με άνεση να ξεπερνά –πέραν της πανδημίας– συμπληγάδες, όπως πχ η ακρίβεια, για την οποία απλώς ακούμε σε δελτία ειδήσεων πως «δυσχεραίνει την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών». Ή εξελίξεις όπως αυτή με τη Novartis, όπου μπορεί η εισαγγελέας Πρωτοδικών, όπως αποκάλυψε το Documento, να αναγνωρίζει στην πρότασή της ότι ο Κωνσταντίνος Φρουζής δωροδοκούσε «πολιτικά και άλλα πρόσωπα», αναφέροντας μάλιστα συγκεκριμένα ονόματα, όμως η είδηση αυτή θάφτηκε, εξαφανίστηκε από την κεντρική ατζέντα των καναλιών. Μπορεί οι απευθείας αναθέσεις και ο πλουτισμός ημετέρων με κρατικό χρήμα να τείνουν να γίνουν ο κανόνας, αλλά αυτή η πρακτική να μην περνάει ούτε καν στα ψιλά, να μην συνιστά πρόκληση και να μην αποτελεί αντικείμενο δημοσιογραφικής έρευνας. Μπορεί η αποτελεσματικότητα του επιτελικού κράτους να δοκιμάστηκε στις περιπτώσεις φυσικών καταστροφών, κανείς ωστόσο από τους δημοσιολογούντες δεν τόλμησε να θέσει ερωτήματα. Μπορεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης να αντιστρέφει με άνεση την πραγματικότητα, να… αυτοθαυμάζεται για τις επιδόσεις της κυβέρνησής του, με ψευτολεονταρισμούς να ψεύδεται λέγοντας πως «ο ΣΥΡΙΖΑ μας έβαλε στα μνημόνια» και να μην υπάρχει αντίλογος ούτε για δείγμα. Άλλωστε, με εξαίρεση τον τηλεοπτικό σταθμό Kontra, οι πολιτικές εκπομπές έχουν εξοβελιστεί από τις τηλεοπτικές οθόνες.
Γυρνώντας λίγο πίσω, στα χρόνια της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, έχει ενδιαφέρον να κάνει κανείς τη σύγκριση των ίδιων ΜΜΕ και των ίδιων δημοσιογράφων απέναντι στην τότε κυβέρνηση. «Δολοφονίες» χαρακτήρων, λοιδορία, καταστροφολογία, μηδενική ανοχή, εκβιαστικά διλήμματα βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη, με έναν καλοκουρδισμένο μιντιακό μηχανισμό να χρησιμοποιεί θεμιτά και αθέμιτα μέσα, προκειμένου να κλείσει όσο το δυνατό ταχύτερα αυτό που θεωρούσε «αριστερή παρένθεση» και «κίνδυνο» για το σύστημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το πώς παρουσιάζονταν σε πρωτοσέλιδα, τον Νοέμβρη του ’17, αποφάσεις της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ για βοηθήματα ύψους 750 εκατομμυρίων ευρώ ή για 10.000 προσλήψεις στην υγεία και πώς παρουσιάζεται σήμερα η απόφαση της κυβέρνησης της ΝΔ για βοηθήματα ύψους 330 εκατομμυρίων. «Φιλοδώρημα, ρουσφέτια, παροχές και στο βάθος εκλογές», γραφόταν και λεγόταν τότε. «Τριπλό μπόνους, μποναμάς, έβρεξε λεφτά», γράφεται και λέγεται τώρα.
Κι αν η κυβέρνηση φροντίζει –και ορθώς από την πλευρά της– τα του οίκου της, αν αναζητά –και τα καταφέρνει– να απολαμβάνει μια πρωτόγνωρη μιντιακή ασυλία, αυτό που δημιουργεί μείζον θέμα, που αγγίζει τα όρια της δημοκρατικής λειτουργίας, είναι η προθυμία και η ανερυθρίαστη υποταγή –με το αζημίωτο, φυσικά– της συντριπτικής πλειονότητας των ΜΜΕ στα κυβερνητικά κελεύσματα. Καταστρατηγώντας στοιχειώδεις αρχές της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, όπως ο πλουραλισμός και η ισοτιμία, έχουν μετατρέψει την υποχρέωση ενημέρωσης των πολιτών σε εξόφθαλμη προπαγάνδα. Και την ισηγορία και την πολυφωνία, σε παράσταση για έναν.
Φυσικά και υπάρχουν εξαιρέσεις. Όμως η ευθύνη του δημοσιογραφικού κλάδου είναι τεράστια, γιατί χρόνια τώρα δεν έχει φροντίσει να προχωρήσει στην τόσο απαραίτητη για την ίδια του την υπόσταση, αυτοκάθαρση. Με την αξιοπιστία του στο ναδίρ, δέχεται να αποτελεί τη μία πλευρά του «αμαρτωλού» τριγώνου Κόμμα–ΜΜΕ–Τράπεζες, το οποίο δεν αποσκοπεί παρά στη διαιώνιση ενός παρασιτικού μοντέλου υποταγής της πολιτικής στα επιχειρηματικά συμφέροντα, με αντάλλαγμα την απρόσκοπτη επικράτηση των «πρόθυμων».
Δεν είναι να αναρωτιόμαστε λοιπόν γιατί η Ελλάδα φιγουράρει όλο και πιο χαμηλά στους παγκόσμιους δείκτες ελευθεροτυπίας. Γιατί το πρόβλημα δεν περιορίζεται μόνο στο πώς λέγονται τα όσα λέγονται. Μεγεθύνεται και από αυτά που κρατιούνται «κάτω από το μαξιλάρι»…
Αννέτα Καββαδία
Πηγή: Η Εποχή