Συνεντεύξεις

Γρηγόρης Γεροτζιάφας: «Βασικό πρόβλημα των μέτρων, η αποσπασματικότητα και η μη στήριξη του ΕΣΥ»

Πώς κρίνεις την κατεύθυνση της τελευταίας δέσμης μέτρων της ελληνικής κυβέρνησης για την αντιμετώπιση του τέταρτου πανδημικού κύματος;

Οι άξονες μέτρων που εισάγουν τη σημασία της τρίτης δόσης του εμβολίου και την ενίσχυση του πιστοποιητικού εμβολιασμού αφορούν μέτρα που στοχεύουν στην προώθηση του εμβολιασμού του πληθυσμού και, με αυτήν την έννοια, είναι σε σωστή κατεύθυνση και με το βλέμμα στην ελάττωση της έντασης του κύματος που επίκειται τον Φεβρουάριο, εφόσον πετύχουν. Δεν είναι όμως μέτρα που στοχεύουν στην αντιμετώπιση του οξυμμένου προβλήματος τώρα, που είναι η περίθαλψη των πολιτών, τόσο στην κοινότητα όσο και στα νοσοκομεία. Και δεν είναι επίσης μέτρα που εντάσσονται σε ένα συνολικό σχεδιασμό για την αντιμετώπιση της κρίσης που προκύπτει από την πανδημία, αλλά αποτελούν αποσπασματική διαχείριση μιας όξυνσης που είχε επισημανθεί και διαφαινόταν ήδη από τον Μάιο. Συνεπώς είναι μέτρα τα οποία έπρεπε να είχαν προετοιμαστικά εισαχθεί ήδη από τον Ιούνιο.

 

Το πέρασμα από την επιτρεπόμενη είσοδο, σε θέατρα, εστίαση και λιανεμπόριο με rapid test, στον παντελή αποκλεισμό των ανεμβολίαστων αποτελεί μέτρο υγειονομικά ασφαλέστερο ή στοχεύει μόνο στην ασφυκτική πίεση;

Το πρόβλημα με το rapid test είναι ότι έχει χαμηλή ακρίβεια και ευαισθησία, συνεπώς όταν βρισκόμαστε σε περιόδους μεγάλου ιικού φορτίου μέσα στην κοινότητα αυξάνεται ο κίνδυνος το rapid test να σου δώσει ψευδώς αρνητικό αποτέλεσμα και να δημιουργήσει εστίες αναπαραγωγής της λοίμωξης. Η αξία του μεγαλώνει όταν βρισκόμαστε σε περιόδους χαμηλού ιικού φορτίου. Όμως το βασικό πρόβλημα βρίσκεται πίσω και πριν από αυτό, εντοπίζεται στο αν υπάρχει συνολική στρατηγική για την προαγωγή του εμβολιασμού. Τα μέτρα επιβολής του εμβολιασμού είτε είναι με τη μορφή της διοικητικής υποχρεωτικότητας είτε με τη μορφή της λειτουργικής υποχρεωτικότητας, όπως είναι η διευρυμένη χρήση του πιστοποιητικού εμβολιασμού, χρειάζεται οπωσδήποτε να συνοδεύονται με κινητοποίηση των κοινωνικών φορέων ώστε ο πληθυσμός να εμβολιαστεί διά της πειθούς. Εκεί η Ελλάδα υπολείπεται. Παράλληλα, λείπει ακόμα και σήμερα η εκπαίδευση των γιατρών στην κοινότητα. Υπάρχουν ακόμα γιατροί σε εμβολιαστικά κέντρα οι οποίοι δεν γνωρίζουν εάν θα πρέπει οι άρρωστοι με θρομβοφιλία να εμβολιάζονται. Τέλος, υπάρχει το ζήτημα της διάχυσης των αντιεμβολιαστικών σκοταδιστικών απόψεων οι οποίες καθόλου δεν εξυπηρετούν τη δημόσια υγεία αλλά εντελώς άλλα συμφέροντα και σκοπιμότητες. Πάντως το βασικό πρόβλημα των κυβερνητικών μέτρων παραμένει η αποσπασματικότητα και η μη στήριξη του ΕΣΥ.

 

Τα κυβερνητικά μέτρα με στόχευση στον αποκλεισμό των ανεμβολίαστων και την ασφυκτική πίεσή τους φαίνεται ότι απέδωσε ό,τι μπορούσε να αποδώσει και τα αποτελέσματα είναι υγειονομικά ισχνά. Τι κινδύνους ενέχει η επιμονή της κυβέρνησης σε αυτήν την προσέγγιση;

Οι πολίτες που εμβολιάζονται σήμερα το κάνουν δια του φόβου που δημιουργείται από τις καταστροφικές συνέπειες του τέταρτου κύματος στους ανεμβολίαστους. Το πρόβλημα όμως τον Φλεβάρη, ιδιαίτερα για χώρες που έχουν επιτύχει ένα ικανοποιητικό ποσοστό εμβολιασμού,  θα είναι αυτοί που δεν θα έχουν κάνει την τρίτη δόση. Συνεπώς χρειάζεται άλλη επικοινωνιακή στρατηγική, η οποία έτσι κι αλλιώς χρειάζεται να είναι διαφοροποιημένη και προσαρμοσμένη ανάλογα με την περιοχή και την κοινωνική ομάδα στην οποία απευθύνεται.

 

Είναι εξαιρετικά δύσκολο με τις μέχρι τώρα κυβερνητικές επιλογές να γίνει αυτό το «άλμα», από εκεί που το εμβόλιο προωθούταν ως «πανάκεια», να προωθηθεί το μήνυμα ότι απαιτείται τρίτη δόση.

Είναι λάθος της κυβέρνησης, διότι η επιστημονική κοινότητα είχε τοποθετηθεί από νωρίς, ήδη από τον περασμένο Φεβρουάριο, λέγοντας ότι το εμβόλιο δεν είναι πανάκεια. Το είχαμε πει και στην «Εποχή» ήδη από τον περασμένο Δεκέμβριο. Το γιατί κώφευσε η ελληνική κυβέρνηση είναι ένα ερώτημα.

 

Κατά τη γνώμη μου, διότι η καλλιέργεια του αισθήματος της κοινωνικής αλληλεγγύης και της θεώρησης του κοινωνικού συνόλου ως μιας αλυσίδας που όλοι οι κρίκοι της χρειάζονται εξίσου τη συνοχή, κόντρα στον φόβο και τον αποκλεισμό, δεν συμβαδίζει με την ιδεολογία και τις γενικότερες πολιτικές στοχεύσεις της κυβέρνησης. Συμφωνείς;

Σαφέστατα, αυτός είναι ο λόγος που δεν προωθήθηκαν τα μηνύματα που επισημάναμε. Επίσης δεν είναι δυνατόν να ξεκινάς εκστρατεία ενίσχυσης του εμβολιασμού και ο κ. Σκέρτσος να υποστηρίζει δημόσια ότι ο ιός δεν μεταδίδεται από τους αστυνομικούς ή να εισάγονται διαφορετικά μέτρα για την εκκλησία, όταν μάλιστα η ίδια η ηγεσία της Εκκλησίας θέλει να παίξει διαφορετικό ρόλο στην αντιμετώπιση της πανδημίας – κι αυτό ας μην το υποτιμάμε. Αυτό δείχνει ότι η κυβερνητική προσέγγιση δεν έχει συνέχεια, ακόμα και τώρα αντιμετωπίζει το πρόβλημα της πανδημίας σαν συγκυριακό.

 

Από ορισμένους επιστήμονες ακούγεται η άποψη ότι έστω και ένα δεκαπενθήμερο αυστηρό και οριζόντιο λοκντάουν θα έφερνε την –απαραίτητη– αποσυμφόρηση του ΕΣΥ. Ποια είναι η γνώμη σου;

Επιβάλλοντας κάποιος σκληρό λοκντάουν χωρίς στρατηγική για την επόμενη μέρα, δηλαδή χωρίς ενίσχυση του ΕΣΥ, χωρίς στρατηγικό επικοινωνιακό σχέδιο για την ενίσχυση του εμβολιασμού, χωρίς οργανωμένη ιχνηλάτηση κ.ά., θα καταφέρει μια τρύπα στο νερό και το πρόβλημα θα ξαναβρεθεί μπροστά μας τον Φεβρουάριο, αμέσως μετά τη λήξη του λοκντάουν. Άλλωστε ξέρουμε ήδη ότι το λοκντάουν από μόνο είναι καταστροφικό και για την οικονομία, με την έννοια της ανταλλαγής των υπηρεσιών, και για την υγεία των πολιτών, την ψυχολογική αλλά και την ευρύτερη πέραν της ασθένειας του κορονοϊού. Για να επιλεγεί το εργαλείο του λοκντάουν χρειάζεται να είναι μέρος ενός συνολικού πακέτου μέτρων το οποίο δεν μπορεί να αποφασιστεί, αφενός, χωρίς να υπάρχει σύμπνοια στον σχεδιασμό από το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας, και όχι μόνο από την κυβέρνηση, αφετέρου, χωρίς ειλικρινή συνεργασία με την επιστημονική κοινότητα, και όχι με συγκυριακή και ευκαιριακή χρησιμοποίηση της γνώσης.

 

Ο υπουργός κ. Γεωργιάδης σημείωσε την περασμένη εβδομάδα ότι δεν πρόκειται να γίνει λοκντάουν διότι δεν υπάρχουν χρήματα. Αφενός ως κριτήριο για το λοκντάουν προέχει το οικονομικό, όχι το υγειονομικό, αφετέρου το λιανεμπόριο και η εστίαση βρίσκονται ήδη σε άτυπο λοκντάουν αλλά χωρίς αντισταθμιστικά μέτρα. Πρόκειται απλώς για μια ειλικρινή δήλωση από την πλευρά του κυβερνητικού στελέχους;

Το λοκντάουν θα είναι επιζήμιο για μια σειρά από λόγους, για παράδειγμα ας φανταστούμε άλλη μια χρονιά με τους μαθητές εκτός σχολείων, είναι καταστροφικό. Το ερώτημα όμως δεν είναι πόσο κοστίζει σε χρήμα, αλλά πώς μπορούν να διαχειριστούν τον αριθμό των νεκρών και την κατάσταση στα νοσοκομεία.

 

Ποια είναι η κατάσταση του ευρωπαϊκού περιβάλλοντος, που πολλές φορές επικαλείται η κυβέρνηση για να αποσείσει δικές της ευθύνες;

Η Γαλλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία δεν βρίσκονται στην ίδια θέση με την Ελλάδα επιδημιολογικά. Εκεί υπάρχει ο φόβος για το επόμενο κύμα που εξαρτάται από τον ρυθμό υλοποίησης της αναμνηστικής δόσης. Ούτε η Γερμανία βρίσκεται σε ίδια κατάσταση, υπάρχουν ομόσπονδα κρατίδια, όπως η Βαυαρία, στα οποία η κατάσταση είναι δεινή λόγω χαμηλής εμβολιαστικής κάλυψης. Η μεγάλη διαφορά με τη Γερμανία, ακόμα και με την Αυστρία, είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται το σύστημα υγείας, δεν υπάρχουν φαινόμενα διάλυσης, όπως στην Ελλάδα. Επίσης μια σημαντική διαφορά με άλλες χώρες, για παράδειγμα με τη Γαλλία, είναι η συνείδηση ότι η πειστική προαγωγή του εμβολιαστικού προγράμματος απαιτεί να έχεις στοιχειωδώς το λαό μαζί σου. Ο Μακρόν, για παράδειγμα, δεν πέρασε τα μέτρα αναδιοργάνωσης της οικονομίας που σχεδίαζε ούτε επένδυσε στην καταστολή. Αντίθετα, η ελληνική κυβέρνηση πέρασε το νομοσχέδιο για τα εργασιακά, στοχοποίησε τους νέους, ζήσαμε φαινόμενα όπως εκείνα της Νέας Σμύρνης και όχι μόνο.

Ο Γρηγόρης Γεροτζιάφας είναι καθηγητής Αιματολογίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης.

Ζωή Γεωργούλα

Πηγή: Η Εποχή