Μία ήττα, μια μεγάλη, στρατηγικής σημασίας ήττα –όπως αυτή του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στις εκλογές– απαιτεί πρωτίστως περισυλλογή.
Που με τη σειρά της, για να έχει αποτέλεσμα και να οδηγήσει σε ασφαλή και χρήσιμα συμπεράσματα, προϋποθέτει ειλικρίνεια, καθαρή ματιά, τόλμη και γενναιότητα.
Γράφτηκαν ήδη πολλά. Και θα γραφτούν ακόμα περισσότερα για τα αίτια του εκλογικού αποτελέσματος, για τις ευθύνες και τα λάθη της Αριστεράς, για την εκτίναξη της αποχής, για τις τεκτονικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί σε κοινωνικό επίπεδο, για την ικανότητα να αντιστοιχηθεί αυτό που θέλει(;) η κοινωνία με την εκφώνηση ενός πολιτικού κόμματος –της Αριστεράς, εν προκειμένω. Γιατί, πράγματι, αν δεν αποκωδικοποιήσεις τις κοινωνικές διεργασίες που συντελούνται σε όλα τα επίπεδα, αν δεν αναλύσεις τις κοινωνικές τάσεις, αν δεν πιάσεις τον σφυγμό, αν δεν αναγνωρίσεις τα νέα επίδικα, ο κίνδυνος η πολιτική σου πρόταση –το πολιτικό σου δηλαδή προϊόν– να μην είναι ελκυστικό, είναι –όπως αποδείχθηκε με επώδυνο τρόπο– κάτι περισσότερο από ορατός.
Αποκωδικοποιώντας την κοινωνία
Τι σημαίνει, ωστόσο, «πιάνω τον σφυγμό»; Τι σημαίνει «αυτό θέλει η πλειοψηφία»; Μέσα από ποιες διεργασίες και ποια κανάλια (κυριολεκτικά και μεταφορικά) σχηματοποιείται αυτό το «θέλω»; Ποια είναι η παρέμβαση των προοδευτικών δυνάμεων στην κατεύθυνση αποτροπής της συντηρητικοποίησης της κοινωνίας; Και πόσο επιτρέπεται ένα κόμμα της Αριστεράς να κρύβεται πίσω από τη δεδομένη αυτή συντηρητικοποίηση, για να αποκρύψει τα δικά του λάθη, τις ολιγωρίες του, να δικαιολογήσει τη λάθος στρατηγική του και την εν πολλοίς απώλεια της ταυτότητάς του;
Ας κάνουμε το, καθόλου υποθετικό, σενάριο πως η πλειονότητα των πολιτών ενστερνίζεται, για παράδειγμα, την άποψη του Κυριάκου Μητσοτάκη πως οι κοινωνικές ανισότητες είναι φυσικό φαινόμενο. Πως εργατική τάξη δεν υπάρχει, αλλά και πως τα παιδιά στο Περιστέρι μπορούν να φτάσουν μέχρι ψυκτικοί.
Πως η υπόθεση των υποκλοπών και η προάσπιση της Δημοκρατίας είναι ήσσονος σημασίας. Ας υποθέσουμε πως επικροτούν τις φονικές επαναπροωθήσεις των προσφύγων.
Ή συντάσσονται με όσα προ ετών είχε ξεστομίσει ο Θάνος Πλεύρης, πως «αποτελεσματική φύλαξη των συνόρων δεν υφίσταται εάν δεν υπάρχουν νεκροί». Ας υποθέσουμε πως η ίδια αυτή πλειονότητα συμφωνεί, πχ, με την απαγόρευση των αμβλώσεων και υπερασπίζεται τα… δικαιώματα του αγέννητου παιδιού. Πως ανατριχιάζει στη θέα του Pride και βλέπει τον …Καιάδα σαν τη φυσική απόληξη όλων των «αόρατων» συνανθρώπων μας.
Αν, λοιπόν, «αυτό θέλει η πλειοψηφία», αν η κοινωνία «δεν είναι έτοιμη» να ακούσει, τι πρέπει να κάνουν οι αριστερές, δημοκρατικές, προοδευτικές δυνάμεις; Γιατί είναι ένα πράγμα να λες «αφουγκράζομαι τις ανάγκες» και ένα άλλο να θολώνεις τόσο το στίγμα σου –στο όνομα της διεύρυνσης του ακροατηρίου σου– ώστε να παύεις να είσαι ο εκφραστής των μέχρι χθες προνομιακών, ταξικών σου ακροατηρίων. Γιατί είναι ικανότητα να μπορείς να επανεξετάζεις, να επικαιροποιείς, να συμπληρώνεις, να επανανοηματοδοτείς –με βάση τις σύγχρονες ανάγκες– τις πάγιες και σταθερές σου θέσεις, είναι ωστόσο καιροσκοπισμός να θεωρείς πως η απομάκρυνση από αυτές ή η πλήρης εγκατάλειψή τους –υπό τον φόβο του πολιτικού κόστους– θα αποφέρει κάτι άλλο πέρα από την ενίσχυση της αναξιοπιστίας σου.
Η ιδεολογική μάχη στο επίκεντρο
Σε συνέντευξή του στο προηγούμενο φύλλο της «Εποχής», ο πανεπιστημιακός –με γνωστικό αντικείμενο το κοινωνικό κράτος και την πολιτική– Λουδοβίκος Κωτσονόπουλος έλεγε πως «στην ουσία, αυτό που προτίμησε (σ.σ.: η κοινωνία) ήταν μια επιλογή, που στα μάτια της φαίνεται ότι εξασφαλίζει την ήσυχη καθημερινότητα. Και σε αυτή δεν χωράνε ευρύτερα θέματα όπως τα ζητήματα της δημοκρατίας, της μετανάστευσης, της ασφάλειας των υποδομών, αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης».
Κι αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα. Εδώ, όμως, είναι που πρέπει να δοθεί τώρα η πολύ δύσκολη ιδεολογική μάχη. Προφανώς με νέα εργαλεία και με νέες επεξεργασίες. Αλλά πρέπει να δοθεί. Γιατί ακριβώς επειδή το να παραμείνει ανοιχτή η προοπτική επιστροφής της Αριστεράς στην κυβέρνηση είναι ζωτικής σημασίας για τα λαϊκά συμφέροντα, η νόθευσή της και η αλλοίωση της φυσιογνωμίας της –προσοχή, όχι η απαραίτητη προσαρμογή της στα νέα δεδομένα– είναι το μεγαλύτερο λάθος που μπορεί αυτή τη στιγμή να γίνει.
Γι’ αυτό και όσοι, στο όνομα της πολυσυλλεκτικότητας, εισηγούνται –έστω κι αν δεν το παραδέχονται ανοιχτά– μια κάποιου είδους συντηρητική στροφή, προκειμένου να συμπλεύσουν με την τάση της εποχής, κάνουν πολύ μεγαλύτερο κακό από όσο μπορούν να φανταστούν.
Γράφαμε στην «Εποχή», στις 21/2/21: «με τι όπλα δίνεις τη μάχη για την προστασία της κοινωνίας και την ανακούφιση των ασθενέστερων; Με τα όπλα τα δικά σου ή με τα όπλα του αντιπάλου; Πόσο νερό βάζεις στο κρασί σου στο πλαίσιο των απαραίτητων συμβιβασμών; Πόσο απομακρύνεσαι από αρχές, ιδέες, κώδικες στο όνομα της –ευκταίας– εκλογικής επικράτησης; Πόσο “ευέλικτος” και “προσαρμόσιμος” στις απαιτήσεις της συστημικής “κανονικότητας” είσαι διατεθειμένος να εμφανιστείς;… Στην πολιτική, αν θέλεις να αφήσεις αποτύπωμα, οφείλεις να ανοίγεις δρόμους και όχι να χαϊδεύεις αυτιά. Και ως κόμμα της Αριστεράς οφείλεις, με πλατιά απεύθυνση, να παλεύεις για τη ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας αποκρούοντας –με όπλα το δικό σου αξιακό φορτίο, το δικό σου ολιστικό και σίγουρα ανταγωνιστικό πρόγραμμα– τις σειρήνες ενσωμάτωσής σου».
Αν λοιπόν και τώρα –μετά το συντριπτικό, για το σύνολο της Αριστεράς αλλά κυρίως για τον ΣΥΡΙΖΑ, εκλογικό αποτέλεσμα, και παρά τη γενναία απόφαση του Αλέξη Τσίπρα να παραιτηθεί από την ηγεσία του κόμματος– δεν γίνει η απαραίτητη ενδοσκοπική, ιδεολογική συζήτηση για τα αίτια της ήττας, είναι σίγουρο πως το μέλλον θα έχει πολλή ξηρασία…
Αννέτα Καββαδία