Θέλει μεγάλες αντοχές, και γερά νεύρα, για να διαχειριστεί κανείς την τρέχουσα πραγματικότητα. Θέλει εξαιρετική προσπάθεια για να μην κυριαρχήσει το θυμικό και να μην απολιτικοποιηθεί –ακόμα περισσότερο– ένα κοινωνικό σώμα που φαίνεται να απομακρύνεται συνεχώς από τη ζώσα πολιτική. Η αντιμετώπιση μιας καθημερινότητας που χαρακτηρίζεται από υπέρογκα έξοδα, ανασφάλεια, απογοήτευση, θυμό, έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς του κράτους και δυσπιστία ως προς την ύπαρξη εναλλακτικής ρεαλιστικής πρότασης, κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση είναι. Ιδιαιτέρως στις πολυεπίπεδα αγχωτικές συνθήκες που δημιουργεί –μεταξύ όλων των άλλων– και η πολεμική σύγκρουση στην ευρύτερη γειτονιά μας.
Σε απόσταση από τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών, η κυβέρνηση της ΝΔ δείχνει όχι μόνο να μην μπορεί –και να μη θέλει– να αντιληφθεί πού οδηγεί η εκτός ορίων πολιτική της, πόσο δοκιμάζονται οι αντοχές της συντριπτικής πλειονότητας των πολιτών από την εφαρμογή του σκληρού, νεοφιλελεύθερου σχεδίου της, αλλά προκαλεί διαρκώς μια ολόκληρη κοινωνία η οποία αποσβολωμένη παρακολουθεί τους κυβέρνώντες –προεξάρχοντος του Κυριάκου Μητσοτάκη– να περιφέρουν το υπερτροφικό «εγώ» τους, και στο πλαίσιο της αυτοαναφορικότητάς τους να επιδεικνύουν χωρίς ντροπή τον προνομιούχο μικρόκοσμό τους, τόσο μακριά και τόσο έξω από τις ανάγκες των πολλών.
«Δεν είμαστε στην εποχή του τζάμπα, ούτε του δωρεάν», είπε προ ημερών, εντελώς προκλητικά, αναφερόμενος στην αδυναμία πολιτών να πληρώσουν τους υπέρογκους λογαριασμούς της ΔΕΗ, ο βουλευτής της ΝΔ Βασίλης Οικονόμου. Για να έρθει λίγο αργότερα, ο έτερος κυβερνητικός βουλευτής Μπάμπης Παπαδημητρίου και να ομολογήσει πως είναι οι ιδιωτικές εταιρείες –το καρτέλ ενέργειας, δηλαδή– που πίεσαν τη ΡΑΕ (την εθνική ρυθμιστική αρχή ενέργειας, με ρόλο –εκτός όλων των άλλων– να προστατεύει τους καταναλωτές), προκειμένου αυτή με τη σειρά της να πιέσει τη ΔΕΗ να θέσει σε εφαρμογή τη διαβόητη ρήτρα αναπροσαρμογής, φέρνοντας σε απόγνωση εκατομμύρια νοικοκυριά. Αποκαλύπτοντας, έτσι, τα κυβερνητικά κροκοδείλια δάκρυα για τη δεινή θέση των πολιτών, αλλά και την απόλυτη πρόσδεση της κυβέρνησης στα ιδιωτικά μεγαλοσυμφέροντα.
Κερασάκι στην τούρτα, ο γνωστός Γιώργος Αυτιάς που τόλμησε, στην εκπομπή του στον ΣΚΑΙ, να ξεστομίσει το ανεκδιήγητο «υπάρχουν φιλότιμοι άνθρωποι», όταν γυναίκα δήλωσε στην τηλεοπτική κάμερα πως «δε θα φάω δύο βδομάδες για να πληρώσω το ρεύμα, γιατί αυτό με κυνηγάει, το φαΐ μπορώ να το σταματήσω».
Αυτή η αφ΄υψηλού αντιμετώπιση φαινομένων απόλυτης ένδειας, σε συνδυασμό με την απόπειρα δημιουργίας μιας εικόνας επίπλαστης «κανονικότητας», όπου ο «αποτελεσματικός» πρωθυπουργός είτε προστατεύεται και δεν μπαίνει στο κάδρο των ευθυνών είτε –φιλοτεχνώντας την εικόνα του δυναμικού ηγέτη– δίνει εντολές για να βρεθεί λύση, έχει αρχίσει να δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα, οι συνέπειες του οποίου είναι άγνωστο ακόμα πότε θα εκδηλωθούν και τι μορφή θα πάρουν. Αν θα προσλάβουν χαρακτηριστικά πολιτικής χιονοστιβάδας μένει να αποδειχθεί, το σίγουρο πάντως είναι πως αυτή η αλαζονεία, η υπεροψία, το απροκάλυπτο πλιάτσικο του δημόσιου πλούτου, η ιδιοκτησιακή λογική των κυβερνώντων για τη χώρα, δεν είναι δυνατό να μείνει για πολύ ακόμη αναπάντητη. Αν μάλιστα στο μείγμα αυτό προστεθεί και η επίδειξη αυταρχισμού που χαρακτηρίζει το σύνολο της κυβερνητικής πολιτικής –ο …υπερβάλλων ζήλος του αρμόδιου υπουργού Τάκη Θεοδωρικάκου, για παράδειγμα, που θεωρεί σύννομες τις δεκάδες προσαγωγές πολιτών μελών του «Ρουβίκωνα», που το μόνο που έκαναν ήταν να πετάξουν τρικάκια έξω από τα γραφεία της ΝΔ και να σηκώσουν πανό με το οποίο λοιδορούσαν τη γνωστή δήλωση Οικονόμου περί «τζαμπατζήδων» ή η συνεχιζόμενη αναλγησία των ιθυνόντων ακόμα και μετά την παραίτηση του διευθυντή της FRONTEX Λετζέρι, με αφορμή τις επαναπροωθήσεις σε Έβρο και Αιγαίο, είναι μερικά μόνο δείγματα αυτού του αυταρχισμού– εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πως δημιουργείται ήδη το υπόβαθρο πολιτικών ανατροπών.
Υπόθεση όχι απλή βέβαια, αφού τόσο η μιντιακή ασυλία που απολαμβάνει η κυβέρνηση, αποτέλεσμα των σχέσεων διαπλοκής της με τον χώρο των ΜΜΕ –το ότι η Ελλάδα κατρακυλά συνεχώς σε ό,τι αφορά την ελευθερία του Τύπου, φαίνεται να μην την απασχολεί καν– όσο και η ύπαρξη ισχυρών δεσμών με εκπροσώπους της οικονομικής ελίτ, είναι στοιχεία που –προς το παρόν τουλάχιστον– εξακολουθούν να συντηρούν ένα πλέγμα προστασίας γύρω της.
Κι εδώ αναδύονται ο ρόλος και οι ευθύνες της Αριστεράς γενικά, και του ΣΥΡΙΖΑ ειδικότερα. Ευθύνη όχι μόνο να αφουγκραστεί, αλλά να μετουσιώσει σε πολιτική πράξη, ρεαλιστική πρόταση και συγκεκριμένη δράση, τις ανάγκες των πολλών. Να βρεθεί δίπλα σε όσους ανθρώπους υποφέρουν και με πειστικά, διεισδυτικά έργα να αποδείξει ότι αποτελεί την εναλλακτική πρόταση. Μακριά από λογικές ανάθεσης –που οδηγούν τελικά σε παραίτηση και απογοήτευση– μακριά από την καλλιέργεια προσδοκιών που προϋποθέτουν «μαγικές» λύσεις, μακριά από θνησιγενή «συμμετοχικά» μοντέλα ψηφιακών, και μόνο, μελών, μακριά από ψευδεπίγραφές πρακτικές ξένων προς την Αριστερά αρχηγοκεντρικών μοντέλων, οφείλει να εμπνεύσει –και να πείσει. Ώστε η κοινωνία να (ξανα)μπει σε κίνηση, να σηκωθεί από τον καναπέ και η όποια αντίδρασή της να μην εξαντλείται απλώς στα πληκτρολόγια. Οφείλει να διαθέσει ενέργεια και να εφεύρει ελκυστικούς, αποτελεσματικούς τρόπους –έχοντας απολύτως σαφές το πού ακριβώς θέλει να πάει, ποιο είναι το σχέδιο και με ποιους τρόπους θα το υλοποιήσει– ώστε η πρότασή της να φτάσει σε όσο το δυνατόν περισσότερα αυτιά. Έχει χρέος να απαλλάξει την κοινωνία από τους υπηρέτες των μεγαλοσυμφερόντων, τους γυρολόγους της πολιτικής, τους υβριστές της καθημερινής αγωνίας όλων μας. Και αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί, παρά μόνο αν προτάσσει καθημερινά –με έργα και όχι μόνο με λόγια– τη συμπεριληπτική διαφορετικότητά της έναντι του δεξιού αφηγήματος.
Αννέτα Καββαδία