Στο ομότιτλο βιβλίο του («Δεξιά και Αριστερά», εκδοσεις: Πόλις, μετάφραση: Ελεωνόρα Ανδρεδάκη, προλεγόμενα: Κωνσταντίνος Τσουκαλάς), ο Νορμπέρτο Μπόμπιο, ένας από τους μεγαλύτερους πολιτικούς επιστήμονες του εικοστού αιώνα, αναγνωρίζοντας αυτή την πραγματικότητα, αναρωτιέται μεταξύ άλλων : «Πώς μπορεί κανείς να πει ότι αυτό το αντικείμενο δεν είναι ούτε άσπρο ούτε μαύρο, αν δεν έχει την παραμικρή ιδέα για τη διαφορά των δύο χρωμάτων;». Ο Μπόμπιο προσδιορίζει, για παράδειγμα, ως μόνιμο χαρακτηριστικό της Δεξιάς το ότι θεωρεί πως «οι ανισότητες μεταξύ των ανθρώπων όχι μόνο δεν είναι εξαλείψιμες, ή είναι εξαλείψιμες εις βάρος όμως της ελευθερίας, αλλά και ότι είναι χρήσιμες στο μέτρο που προάγουν την αδιάλειπτη πάλη για τη βελτίωση της κοινωνίας». Η Δεξιά, με άλλα λόγια, θεωρεί τις ανισότητες «ιερές ή απαραβίαστες, φυσικές ή αναπόφευκτες». Ενώ η Αριστερά «θεωρεί ότι μπορεί και πρέπει να περιοριστούν ή να εξαλειφθούν».
Είναι ηλίου φαεινότερο, φέρει τώρα και την πρωθυπουργική σφραγίδα η διαπίστωση, πως ένα κόμμα όπως τη ΝΔ –που χωρίς κανένα δισταγμό, και με τις ευλογίες του «ακραίου κέντρου», χαϊδεύει ακροδεξιά αυτιά, που ανέχεται «μπογδάνους» και «λοβέρδους» στους κόλπους της, που υπουργοποιεί φορείς ρατσιστικών και μισαλλόδοξων απόψεων, που πυροβολεί τη δημόσια παιδεία, που αφήνει στη μοίρα του το ΕΣΥ, που απροκάλυπτα φροντίζει για τα συμφέροντα «ημετέρων», που επενδύει στο δόγμα «νόμος και τάξη», που αλλοιώνει την έννοια του πολιτισμού, που κατακρεουργεί την έννοια της αριστείας, που εξευτελίζει την έννοια του επιτελικού κράτους, που αναβιώνει τις πελατειακές σχέσεις, που ασελγεί πάνω στην έννοια της ενημέρωσης– θα τη χώριζε άβυσσος από ένα κόμμα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ. Υπ’ αυτό το πρίσμα, είναι χρήσιμο να ακούει κανείς τον Κυριάκο Μητσοτάκη να μιλά για «πολιτικό, πολιτιστικό και αξιακό χάσμα», και να βάζει έτσι ο ίδιος –έστω και ακούσια– τα όρια μεταξύ των δύο κόσμων. Γιατί αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς –και μη σπεύσει να μιλήσει κανείς για διχαστικές λογικές– σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, είναι ξεκάθαρο πως αυτά που συγκρούονται είναι δύο λογικές, δύο αντιλήψεις, δύο κοσμοθεωρίες.
Μόνο που η ζώσα πραγματικότητα, η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα έτσι όπως αυτή βρίσκει πλήρη εφαρμογή στις βάρβαρες πολιτικές της ΝΔ, δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού ή απόσυρσης. Και η επιλογή μεταξύ των δύο κόσμων, καθίσταται πλέον αναπόφευκτη. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα –με τη συνένοχη σιωπή της κυβέρνησης απέναντι στη, φασιστικής κοπής, συμπεριφορά του Κ. Μπογδάνου και τη δημόσια στοχοποίηση νηπίων μεταναστευτικής καταγωγής εκ μέρους του– είναι ένα μόνο από τα πολλά παραδείγματα που δείχνουν τον δρόμο. Και καθιστούν την επιλογή, εύκολη τελικά υπόθεση. Γιατί όπως γράφει ο Μπόμπιο, όσο θα υπάρχουν άνθρωποι «που η πολιτική τους δράση θα υποκινείται από μια μύχια αίσθηση ανικανοποίητου και που θα υποφέρουν μπροστά στις αδικίες των σύγχρονων κοινωνιών… θα διατηρούν ζωντανά τα ιδεώδη που έχουν συνυπογράψει εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα όλα τα αριστερά κινήματα της Ιστορίας».
Ναι, το πολιτικό, πολιτιστικό, αξιακό χάσμα που χωρίζει την Αριστερά από τη Δεξιά είναι τεράστιο. Αβίαστα βγαλμένη από το στόμα του Κυριάκου Μητσοτάκη η αλήθεια αυτή, συνηγορεί στο ότι οι μάχες που έχουμε μπροστά μας έχουν ήδη προκαθορισμένη αφετηρία, προκαθορισμένο περιεχόμενο, προκαθορισμένο στόχο. Το πώς θα δοθούν οι μάχες αυτές, με ποια χαρακτηριστικά και ποια θα είναι η έκβασή τους, έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό να κάνει και με τη σαφήνεια του στίγματος που θα εκπέμψουν οι δυνάμεις της Αριστεράς και του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου. Η εκ νέου κινητοποίηση των ευάλωτων, λαϊκών στρωμάτων, η επανάκτηση της σχέσης εμπιστοσύνης με τις πληττόμενες κοινωνικές ομάδες, η επαναδημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης με τη νεολαία, δεν είναι καθόλου εύκολος στόχος. Επιτυγχάνεται μόνο με την αλήθεια, τον ξεκάθαρο λόγο, τη δημιουργία προοπτικής. Και υπονομεύεται από το θολό αφήγημα, τις παλινωδίες, την ενσωμάτωση.
Αννέτα Καββαδία