Macro

Ann Pettifor: Υπάρχει κίνδυνος μιας ξαφνικής παράλυσης του συστήματος;

Στις Ιδέες σπάνια παρουσιάζονται κείμενα πολιτικής οικονομίας, και αυτό πρέπει να το προσέξουμε. Σήμερα, πάντως, φιλοξενούμε το άρθρο της Αν Πέτιφορ, βρετανίδας οικονομολόγου με ειδίκευση στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, διευθύντρια του δικτύου κεϋνσιανών οικονομολόγων PRIME (Policy Research In Macroeconomics). Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του PRIME στις 28 Σεπτεμβρίου 2022 που είναι προσιτή σε όσους έχουν εγγραφεί στο δίκτυο. Από τον προκλητικό τίτλο του είναι φανερό το ενδιαφέρον του περιεχομένου του. Η συγγραφέας περιγράφει με εύληπτο και συνοπτικό τρόπο τη  λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, με ειδική αναφορά στην πρόσφατη κρίση που πλήττει την Ευρώπη.

Χ.Γο.

Είναι δύσκολο να συλλάβουμε τη λειτουργία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι περισσότερες δραστηριότητές του είναι αόρατες και άυλες. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα δανειοδότησης και δανειοληψίας, επένδυσης και κερδοσκοπίας, η δημιουργία χρήματος από χρήμα, είναι μια κατασκευή που δημιουργήθηκε, στην πραγματικότητα, από την Γουόλ Στριτ. Σε μεγάλο βαθμό στερείται δημοκρατικής εποπτείας ή παρέμβασης. Το παγκοσμιοποιημένο σύστημα είναι επικίνδυνα ασταθές.
 
Στη Δύση, οι κεντρικοί τραπεζίτες και οι πολιτικοί προκαλούν προβλήματα στις εξαιρετικά περίπλοκες και εύθραυστες λειτουργίες του συστήματος, οι οποίες ορίζονται μόνο από το «αόρατο χέρι» των αγορών. Το σύστημα θα μπορούσε να καταρρεύσει, για παράδειγμα, από τις απερίσκεπτες αποφάσεις ακροδεξιών πολιτικών όπως ο βρετανός «Καμι-Κάζι» Κουάρτενγκ1. Η απόφασή του να πετάξει χωρίς να το σκεφτεί μια χειροβομβίδα στις χρηματοπιστωτικές αγορές –μέσω ενός «μίνι» προϋπολογισμού που κατέθεσε την Παρασκευή, 23 Σεπτεμβρίου– προκάλεσε ένα μεγάλο κλυδωνισμό. Το σύστημα μπορεί να πάρει φωτιά από μια τρομοκρατική επίθεση σε έναν ευρωπαϊκό πετρελαιαγωγό∙ από την κερδοσκοπία∙ ή να συντριβεί από το βάρος του υπερβολικού χρέους. Ή μπορεί να αποσταθεροποιηθεί από κακές αποφάσεις νομισματικής πολιτικής.
 
 
Οι σημερινές παρεμβάσεις
 
Η παγκοσμιοποίηση/φιλελευθεροποίηση έχει επιβάλλει τη θέση ότι οι δημοκρατικές κυβερνήσεις δεν πρέπει να παρεμβαίνουν στον καθορισμό των επιτοκίων. Η αγορά χρήματος πρέπει να είναι μια «ελεύθερη αγορά». Και σ’ αυτές τις αγορές εκείνο που έχει την ύψιστη σημασία είναι τα συμφέροντα των πιστωτών (επενδυτών, δανειστών). Οι οφειλέτες έχουν ελάχιστη ή καμία επιρροή στις παγκόσμιες αγορές. Υπάρχει μια εξαίρεση σ’ αυτόν τον κανόνα: οι «ανεξάρτητες» κεντρικές τράπεζες μπορούν να παρεμβαίνουν για τον καθορισμό των επιτοκίων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων-τράπεζες, συνταξιοδοτικά ταμεία, αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου (hedge funds), ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια κ.λπ. Τα σημερινά ασταθή και αποδυναμωμένα νομίσματα είναι εν μέρει αποτέλεσμα των αποφάσεων μιας σχετικά μικρής ομάδας ανεξέλεγκτων τεχνοκρατών που εδρεύουν στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
 
 
Οι ενέργειες των κεντρικών τραπεζών στις παγκόσμιες κεφαλαιαγορές
 
Οι κεντρικές τράπεζες είναι δημόσια ιδρύματα που χρηματοδοτούνται από τους φορολογούμενους και διοικούνται από δημόσιους υπαλλήλους, με τον ανώτερο εξ αυτών -τον Διοικητή- να διορίζεται από πολιτικούς. Παρά αυτή τη στήριξη από το δημόσιο, οι κεντρικοί τραπεζίτες εμφορούνται από μια οικονομική ιδεολογία που τους θέλει να είναι υπηρέτες: όχι των κοινωνιών στις οποίες εδρεύουν, αλλά των παγκόσμιων κεφαλαιαγορών. Η ιδεολογική βάση αυτού του προσανατολισμού των κεντρικών τραπεζιτών να στηρίζουν τα συμφέροντα της παγκόσμιας οικονομίας αποκαλείται «ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών».
 
Πριν από τη σημερινή αναταραχή, οι κεντρικοί τραπεζίτες σε όλο τον κόσμο είχαν ήδη αντιδράσει σε μια κρίση που προκλήθηκε αρχικά από τη ρωσική εισβολή και στη συνέχεια από τις κερδοσκοπικές και πληθωριστικές παγκόσμιες αγορές ενέργειας και τροφίμων. Αυτή η αντίδραση εκδηλώθηκε με την «ποσοτική σύσφιξη». Ο ένας μετά τον άλλον έκαναν παρεμβάσεις με στόχο την αύξηση των τραπεζικών επιτοκίων προκειμένου να συμπιέσουν την οικονομική δραστηριότητα (απασχόληση, επενδύσεις κ.λπ.) στο εσωτερικό των χωρών τους.
 
Με άλλα λόγια, οι ενέργειες των κεντρικών τραπεζιτών ήταν μια εσκεμμένη παρέμβαση στις αγορές για να προκαλέσουν ύφεση -με την ελπίδα ότι η κατάρρευση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας θα μείωνε τον πληθωρισμό τιμών που διαμορφώνεται από τις παγκόσμιες και σε μεγάλο βαθμό απελευθερωμένες και κερδοσκοπικές αγορές της Γουόλ Στριτ. Αυτή η εμμονή με τον πληθωρισμό οφείλεται στο γεγονός ότι οι ιδιώτες πιστωτές/χρηματιστές απεχθάνονται τον πληθωρισμό: διαβρώνει την αξία του πιο πολύτιμου περιουσιακού τους στοιχείου: του χρέους (ομόλογα, υποθήκες κ.λπ.).
 
Δεδομένου ότι η εγχώρια αντίδραση σε ένα παγκόσμιο φαινόμενο (πληθωρισμός των τιμών της ενέργειας) δεν μπορεί να καθοριστεί από τους κεντρικούς τραπεζίτες, οι αγορές κρατικών και εταιρικών ομολόγων, μετοχών και μεριδίων τρόμαξαν. Ήξεραν ότι τα υψηλότερα επιτόκια δεν θα μείωναν τις παγκόσμιες τιμές της ενέργειας και των τροφίμων, αλλά αντίθετα θα οδηγούσαν σε ύφεση στο εσωτερικό διαφόρων χωρών. Οι επενδυτές αντέδρασαν γρήγορα για να ενισχύσουν την οικονομική τους κατάσταση, πουλώντας ομόλογα και μετοχές. Οι αγορές αυτών των χρηματοπιστωτικών προϊόντων άρχισαν να πέφτουν. Αδιαφορώντας για τον αντίκτυπο στις εγχώριες οικονομίες, οι τεχνοκράτες των κεντρικών τραπεζών αύξησαν ακόμα περισσότερο τα επιτόκια και άρχισαν να πωλούν ομόλογα (ποσοτική σύσφιξη). Στα οικονομικά ο ορισμός αυτών των ενεργειών είναι «καταστροφή της ζήτησης». Σε αυτό το σημείο το Μπλούμπεργκ άρχισε να αποκαλεί τους τεχνοκράτες των κεντρικών τραπεζών «οι ελέφαντες στο δωμάτιο.»
 
Η ΕΚΤ «έσφιξε» πρόσφατα τη νομισματική πολιτική αυξάνοντας τα τρία βασικά επιτόκιά της κατά 75 μονάδες βάσης – στο 1,25% (ΣτΜ: από 0,5%). Το ποσοστό αυτό μπορεί να μη φαίνεται μεγάλο, αλλά επιτρέψτε μου να σας διαβεβαιώσω ότι στην παγκόσμια αγορά χρήματος οι συγκεκριμένες αυξήσεις είναι αυτό που ο Ντέιμον Ράνυον (στο “Guys and Dolls”)2 αποκαλούσε “big potatoes” [«μεγάλη μπάζα»]. Το πρόβλημα είναι ότι η ΕΚΤ έχει ένα καθορισμένο πρότυπο συμπεριφοράς. Το 2007, εν μέσω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, αύξησε τα επιτόκια. Τον Ιούνιο του 2011, εν μέσω της κρίσης της ευρωζώνης, οι κεντρικοί τραπεζίτες της ΕΚΤ αύξησαν πάλι τα επιτόκια. Αυτές οι πράξεις ήταν αδέξιες και οικονομικά βάναυσες. Τι θα μπορούσε να πάει στραβά αυτή τη φορά;
 
Αυτή την στιγμή, οι ελέφαντες των κεντρικών τραπεζών ποδοπατούν τον βιοπορισμό και τις ζωές των πληθυσμών σε όλο τον κόσμο – παρεμβαίνοντας (με την ποσοτική σύσφιξη) στις αγορές με την αύξηση των επιτοκίων και αποσταθεροποιώντας το σύστημα.
 
 
Ο ρόλος του «ισχυρού δολαρίου»
 
Στο σύστημα κυριαρχεί το αμερικάνικο δολάριο, που είναι το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα το οποίο εκδίδεται στην ισχυρότερη οικονομική αυτοκρατορία του κόσμου. Η απόφασης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ να αυξήσει τα αμερικανικά επιτόκια είχε ως συνέπεια την ενίσχυση του δολαρίου. Τα κεφάλαια απομακρύνθηκαν από τις αναδυόμενες αγορές και μεταφέρθηκαν στο δολάριο. Αυτό σύντριψε την αξία των νομισμάτων σε όλο τον κόσμο.
 
Η ενέργεια που χρησιμοποιείται για τις μεταφορές (σε εκείνες τις χώρες που δεν διαθέτουν ένα ισχυρό δημόσιο μεταφορικό σύστημα) και οι φαρμακευτικές προμήθειες (για τα φάρμακα COVID κ.λπ.) τιμολογούνται σε δολάρια –με αποτέλεσμα το κόστος εισαγωγής αυτών των βασικών αγαθών να έχει εκτοξευθεί, τροφοδοτώντας τον πληθωρισμό στο εσωτερικό. Αυξάνοντας, οι τεχνοκράτες της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ τα επιτόκια για να συμπιέσουν την οικονομική δραστηριότητα και να μειώσουν τον πληθωρισμό στο εσωτερικό της Αμερικής, τον εξήγαγαν ταυτόχρονα στο εξωτερικό.
 
Παγκόσμιος οικονομικός πόλεμος
 
Ενώ αυτές οι κρίσεις έχουν ξεσπάσει παγκοσμίως, νωρίτερα, τον Φεβρουάριο του 2022, έγινε μια πολύ πιο ανησυχητική παρέμβαση στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντέδρασαν στην εισβολή στην Ουκρανία, δεσμεύοντας τα αποθεματικά της κεντρικής τράπεζας της Ρωσίας. Μια εβδομάδα αργότερα, σε μια συνάντησή τους, οι υπουργοί οικονομικών των G7, προχώρησαν ακόμα περισσότερο: συμφώνησαν να παρέμβουν στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου επιβάλλοντας ένα ανώτατο όριο τιμών στην αγορά του αργού πετρελαίου και των πετρελαιοειδών που εισάγονται από την Ρωσία. Η πρόθεση είναι να πληγεί η ικανότητα της Μόσχας να χρηματοδοτεί τον πόλεμο στην Ουκρανία.
 
«Η παροχή υπηρεσιών θαλάσσιας μεταφοράς, συμπεριλαμβανομένης της ασφάλισης και της χρηματοδότησης, θα επιτρέπεται μόνο εάν τα ρωσικά φορτία πετρελαίου αγοράζονται στις ίδιες ή χαμηλότερες τιμές από αυτές…, που «καθορίζονται από τον ευρύ συνασπισμό των χωρών που έχουν ή θέτουν σε εφαρμογή ένα ανώτατο όριο τιμών (πλαφόν)». Όμως τα συναλλαγματικά αποθέματα της Ρωσίας, όπως και όλα τα εθνικά αποθέματα, αποτελούν δημόσιο αγαθό– είναι ο καρπός της εργασίας, των οικονομικών δραστηριοτήτων και των αποταμιεύσεων του ρωσικού λαού στο σύνολό του. Αυτή ήταν μια πράξη οικονομικής επιθετικότητας. Αντί να αποθερμάνει την κρίση που προκάλεσε η εισβολή της Ρωσίας, στριμώχνοντας τους Ρώσους στη γωνία, την ενέτεινε.
 
 
Η χρηματοπιστωτική παγκοσμιοποίηση και η αυτορύθμιση
 
Γράφοντας το 1944, στο τέλος ενός καταστροφικού παγκόσμιου πολέμου, ο Καρλ Πολάνυι –γνωστός για τα γραπτά του στην πολιτική οικονομία– προσπάθησε να κατανοήσει τις οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις που οδήγησαν στην κατάρρευση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, στις δεκαετίες του 1920 και 1930, και στην άνοδο του φασισμού. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σφάλμα ήταν ο διαχωρισμός της παγκόσμιας οικονομίας από την κοινωνία. Ο Πολάνυι θεωρούσε αυτό το σύστημα μη βιώσιμο. Το θεωρούσε «ουτοπικό». «Μια κοινωνία που στην τροχιά της υπάρχει μια ξεχωριστή, αυτορρυθμιζόμενη και αυτόνομη οικονομική σφαίρα είναι μια ουτοπία». Η άποψή του ήταν ότι με τον διαχωρισμό του χρηματοπιστωτικού συστήματος από ένα κανονιστικό δημοκρατικό πλαίσιο (δηλαδή, από την πολιτική), το αυτορρυθμιζόμενο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι, εν τέλει, επιρρεπές στον κίνδυνο κατάρρευσης.
 
Γιατί είναι «ουτοπικό» αυτό το σύστημα; Αν πιστέψουμε τους ανθρωπολόγους, οι αγορές υπάρχουν εδώ και περισσότερα από 5.000 χρόνια. Ναι, αλλά αυτές οι αγορές ήταν πάντα ενσωματωμένες στην κοινωνία. Παλαιότερα ο τοπικός αρχηγός/ιερέας/προϊστάμενος εγγυόταν ότι μια πίντα3 μπύρα που πουλούσε ο ιδιοκτήτης της παμπ ήταν πράγματι μια πίντα∙ ότι μια γιάρδα4 ύφασμα ήταν πράγματι μια γιάρδα∙ και ότι μια λίβρα5 κρέας ήταν πράγματι μια λίβρα. Η άποψη του Πολάνυι ήταν ότι αν οι αγορές αποσυνδεθούν από μια τέτοια ρυθμιστική, πολιτική εποπτεία της κοινωνίας θα γίνει κόλαση. Η κοινωνία θα εξαπατάται για τις πίντες της μπύρας και τα μέτρα υφάσματος, και στη συνέχεια θα έρθει το χάος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι αυτορρυθμιζόμενες ή απορρυθμιζόμενες αγορές είναι μια «ουτοπία». Ή όπως το έθεσε πιο εύγλωττα ο Πολάνυι: «Μια κοινωνία που στην τροχιά της υπάρχει μια ξεχωριστή, αυτορρυθμιζόμενη και αυτόνομη οικονομική σφαίρα είναι μια ουτοπία… Για το καλό της κοινωνίας ο μηχανισμός της αγοράς πρέπει να υπόκειται σε περιορισμούς. Αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς σοβαρό κίνδυνο για την οικονομική ζωή και επομένως για την κοινωνία στο σύνολό της».
 
Η κοινωνία δεν θα μπορούσε, δεν μπορούσε και δεν μπόρεσε να το ανεχτεί αυτό. Γιατί; Απλώς γιατί μια ανεξέλεγκτη παγκόσμια αγορά προκαλεί απώλειες, ανεργία, πληθωρισμό, χρέος, χαμηλούς μισθούς και αστάθεια στην κοινωνία. Το σύστημα του κανόνα χρυσού στη δεκαετία του 1920 προκάλεσε τόσο μεγάλο χάος στις αγορές χρήματος, εμπορευμάτων και εργασίας που οι κυβερνήσεις, υπό την πίεση της κοινωνίας, αναγκάστηκαν να παρέμβουν. Προσπάθησαν να ρυθμίσουν και να σταθεροποιήσουν το παγκοσμιοποιημένο, αλλά εύθραυστο σύστημα. Όσο περισσότερο προσπαθούσαν να παρέμβουν οι κυβερνήσεις, τόσο περισσότερο πιθανό γινόταν οι ενέργειές τους να αποτελέσουν «ένα σοβαρό κίνδυνο για την οικονομική ζωή και επομένως για την κοινωνία στο σύνολό της». Και αυτό αποδείχτηκε το 1929.
 
 
Το δίλημμα των σημερινών κυβερνήσεων
 
Αφήνοντας ανεξέλεγκτες τις παγκόσμιες αγορές μετά την παράνομη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ήταν προφανές ότι ήταν μια απόφαση που θα προκαλούσε προβλήματα. Από την άλλη πλευρά, η παρέμβαση στις παγκόσμιες αγορές εγκυμονούσε τον κίνδυνο, σύμφωνα με όσα έλεγε ο Πολάνυι, «να βρεθούμε στα κέρατα ενός διλήμματος»- είτε να συνεχίσουμε να πορευόμαστε στους δρόμους μιας ουτοπίας καταδικασμένης στην καταστροφή, είτε να καταργήσουμε αυτόν τον δρόμο, με τον κίνδυνο να τεθεί εκτός λειτουργίας αυτό το θαυμάσιο αλλά εξαιρετικά αφύσικο σύστημα». «Φτάσαμε σε μια κατάσταση πραγμάτων όπου μια ξαφνική παράλυση τόσο των οικονομικών όσο και των πολιτικών θεσμών της κοινωνίας ήταν μέσα στο πλαίσιο του εφικτού. Η ανάγκη για ενοποίηση της οικονομίας και της κοινωνίας ήταν προφανής…». Σήμερα, το διεθνές σύστημα παρουσιάζει όλα τα σημάδια της «ξαφνικής παράλυσης».
 
 
Ο Πολάνυι και η αύξηση του αυταρχισμού
 
Ο Πολάνυι υποστήριζε ότι αν οι δημοκρατικές κυβερνήσεις δεν παρεμβαίνουν στις παγκόσμιες αγορές για να προστατεύσουν τα συμφέροντα των πολιτών τους, οι ψηφοφόροι για να προστατευτούν από τις παγκόσμιες αγορές θα στραφούν στους «ισχυρούς άνδρες» (και στις ισχυρές γυναίκες). Η αμερικανική κοινωνία, το 2019, στράφηκε στον Ντόναλντ Τραμπ-για να την προστατεύσει από τις αγορές της Κίνας και του Μεξικού. Στην Ινδία στράφηκαν στον πρόεδρο Μόντι. Στην Κίνα στον πρόεδρο Σι. Στη Ρωσία στον πρόεδρο Πούτιν. Εδώ στη Βρετανία οι ψηφοφόροι στην εκλογή πρωθυπουργού στράφηκαν στην ακροδεξιά του κόμματος των Τόρηδων εκλέγοντας πρώτα τον Μπόρις Τζόνσον, υποστηρικτής του Brexit («Να ξαναπάρουμε τον έλεγχο της χώρας») και στη συνέχεια τη Λίζ Τρας, με τα trickle down economics, δηλαδή την οικονομική πολιτική «διάχυσης του πλούτου προς τα κάτω, με φοροαπαλλαγές για τους πλούσιους».
 
Οι αποφάσεις της Λιζ Τρας, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, να απολύσει τον μόνιμο γραμματέα του υπουργείου οικονομικών και στη συνέχεια να στηρίξει τον απερίσκεκτο, επιπόλαιο και κακοσχεδιασμένο μίνι προϋπολογισμό του υπουργού Οικονομικών «καμικάζι» Κουάρτενγκ, οδήγησαν την Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου στην ξαφνική παράλυση του βρετανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η Τράπεζα της Αγγλίας αναγκάστηκε να παρέμβει, και ξαφνικά αντέστρεψε την υπόσχεση για την πώληση βρετανικών κρατικών ομολόγων (χρέος) –μια μορφή ποσοτικής σύσφιξης– επιλέγοντας αντ’ αυτού την αγορά κρατικού χρέους (ποσοτική χαλάρωση – ή κατ’ άλλους, τη «νομισματοποίηση του δημόσιου χρέους»). Η Τράπεζα υποχρεώθηκε να το κάνει αυτό λόγω της απειλής μια επικείμενης χρεοκοπίας των συνταξιοδοτικών ταμείων, τα οποία δεν μπορούσαν να συγκεντρώσουν τα μετρητά που χρειάζονταν για να καλύψουν τα «περιθώρια ασφάλειας», δηλαδή τις δανειακές τους υποχρεώσεις. Αυτήν την πίεση για παρέμβαση στις παγκόσμιες αγορές την επέβαλε ουσιαστικά η κοινωνία-προκειμένου να προστατεύσει τις συντάξεις εκατομμυρίων βρετανών πολιτών.
 
Ο Πολάνυι, συνεχίζοντας, υποστήριξε ότι η ξαφνική παράλυση του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος ήταν μια κατάσταση από την οποία ξεπήδησαν οι φασιστικές επαναστάσεις. Η κοινωνία είχε επιλογή: ενοποίηση της οικονομίας και της κοινωνίας σε δημοκρατική βάση, μέσω της πολιτικής εξουσίας. Ή, αν η δημοκρατία αποδεικνυόταν πολύ αδύναμη, ενοποίηση σε αυταρχική βάση – και με τίμημα τη θυσία της δημοκρατίας. Με σημερινούς όρους, ο Πολάνυι θα είχε καταλάβει ότι «για το καλό της κοινωνίας» (στην προκειμένη περίπτωση της Ουκρανίας, αλλά και της ευρύτερης κοινωνίας) «ο μηχανισμός της αγοράς (χρήματος) πρέπει να υποστεί περιορισμούς» – στην συγκεκριμένη περίπτωση, με τη δέσμευση από το υπουργείο οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών των αποθεμάτων των ρωσικών αποθεμάτων της Κεντρικής Ρωσικής Τράπεζας.
 
 
Ο σημερινός αυταρχισμός
 
Η αναβάθμιση, σήμερα, των ακροδεξιών εξτρεμιστών έχει συμβεί επειδή οι δημοκρατικές ή οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις απέτυχαν να ικανοποιήσουν το αίτημα των πολιτών για την προστασία τους από τις ασταθείς, επιζήμιες παγκόσμιες αγορές – με την επανενοποίησή τους με την κοινωνία. Αντ’ αυτού, πολλές σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις προτίμησαν να υπερασπιστούν και να υποστηρίξουν το παγκοσμιοποιημένο, αυτορρυθμιζόμενο οικονομικό σύστημα. Οι κυβερνήσεις Κλίντον και Μπλερ αποτέλεσαν κλασικά παραδείγματα της σοσιαλδημοκρατίας, που ουσιαστικά έδρασαν υπέρ της Γουόλ Στριτ.
 
Συνέπεια αυτής της ευθυγράμμισης σοσιαλδημοκρατίας και παγκόσμιας οικονομίας είναι η απόφαση των ψηφοφόρων να στραφούν για προστασία στους πολλούς, γνωστούς πλέον, ακροδεξιούς αυταρχικούς πολιτικούς σε διάφορες χώρες του κόσμου. Το φαινόμενο αυτό αποτελεί πια, όλο και περισσότερο, ένα χαρακτηριστικό της ευρωπαϊκής πολιτικής. Δείτε τις πρόσφατες νίκες της ακροδεξιών δυνάμεων στη Σουηδία και την Ιταλία. Που όλες τους συμβάλλουν σε μια «ξαφνική παράλυση του συστήματος».
 
Ann Pettifor
 
Μετάφραση: Χάρης Γολέμης
 
 
Σημειώσεις
 
1. Ο Κάζι Κουαρτένγκ είναι ο υπουργός Οικονομικών της νέας βρετανικής συντηρητικής κυβέρνησης Τρας. Εδώ η συγγραφέας παίζει με το όνομά του αποκαλώντας τον «Κάμι Κάζι». Ως γνωστόν, οι καμικάζι ήταν Ιάπωνες πιλότοι που στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έκαναν εθελοντικές επιθέσεις αυτοκτονίας σε στρατιωτικούς στόχους.
 
2. Ο Ντέιμον Ράνυον (1880-1946) ήταν αμερικανός συγγραφέας και διηγηματογράφος, γνωστός κυρίως για το βιβλίο του Guys and Dolls (Μάγκες και κούκλες), γραμμένο στην αργκό του αμερικανικού νότου, το οποίο έγινε σήμα κατατεθέν του (πηγή: Wikipedia).
 
3. Μια πίντα (pint) είναι ένα μεγάλο ποτήρι μπύρας (0,47 λίτρα)
 
4. Μια γιάρδα ισούται με 0,91 μέτρα
 
5. Μια λίβρα ισούται με 0,45 κιλά