Συνεντεύξεις

Ανδρέας Ξανθός: «Δεν πρέπει η κρίση δημόσιας υγείας να μετατραπεί σε κρίση δημοκρατίας».

Τη συνέντευξη πήραν οι Ζωή Γεωργούλα, Ιωάννα Δρόσου
Ποιο το πρόσημο του ανασχηματισμού και πώς σχολιάζεις το φιάσκο με την υπουργοποίηση του κ.Αποστολάκη; Πιστεύεις ότι πρόκειται για παραδοχή αποτυχίας στη διαχείριση των μεγάλων κρίσεων;
Πρόκειται πράγματι για παραδοχή αποτυχίας στα κρίσιμα πεδία της πανδημίας και της πολιτικής προστασίας. Η κυβέρνηση έκανε τον ανασχηματισμό υπό την πίεση μιας επιταχυνόμενης φθοράς που δεν κρύβεται. Είχε προηγηθεί μια κίνηση εκτόνωσης με τον μίνι ανασχηματισμό, η οποία μάλλον δεν ήταν αρκετή ώστε να πάει ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ με ανανεωμένο κυβερνητικό σχήμα και εικόνα επανεκκίνησης. Ο ανασχηματισμός όμως σε λίγες μόνο ώρες, με το φιάσκο της υπουργοποίησης του κ. Αποστολάκη, άφησε έκθετη την κυβέρνηση, επιφέροντας ένα πρωτοφανές επικοινωνιακό πλήγμα.
Συγκεκριμένα για το υπουργείο Υγείας, η επιλογή του γνωστού για τις ακροδεξιές του απόψεις Θ. Πλεύρη τι σηματοδοτεί;
Η αντικατάσταση δύο υπουργών Υγείας στην αιχμή της πανδημίας τα λέει όλα. Το μείζον ζήτημα όμως είναι ότι επιλέγεται ένα πρόσωπο με ακροδεξιά πολιτική καταγωγή, που έχει ταχθεί κατ’ επανάληψη υπέρ των διακρίσεων στην περίθαλψη και της ιδιωτικοποίησης της Υγείας. Είναι μια συγκρουσιακή επιλογή απέναντι στο δημόσιο σύστημα υγείας αλλά και στο ανθρώπινο δυναμικό του. Η κυβέρνηση δεν έχει καταλάβει τίποτα από την υγειονομική κρίση. Η αποτελεσματική διαχείρισή της απαιτεί προσήλωση στο δημόσιο σύστημα υγείας, ενδυνάμωση του ΕΣΥ, έμφαση στην πρόληψη και στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, διασφάλιση κοινωνικών και πολιτικών συναινέσεων. Η ακραία επιλογή Πλεύρη δυναμιτίζει κάθε δίαυλο επικοινωνίας και συνεννόησης. Η κυβέρνηση εκτιμά λανθασμένα ότι έχει «περάσει η μπόρα». Δεν ισχύει αυτό. Πλησιάζουμε στην αιχμή του τέταρτου κύματος και το ΕΣΥ είναι σε υψηλή διακινδύνευση. Κινήσεις που λειτουργούν πολωτικά και ανοίγουν μέτωπα με την αντιπολίτευση, την κοινωνία και τους υγειονομικούς, είναι αναντίστοιχες των αναγκών αυτής της φάσης.
Παρότι έχει γίνει σαφές από την επιστημονική κοινότητα ότι είμαστε στο τέταρτο κύμα, η «ζωή συνεχίζεται» για την κυβέρνηση, που θα ανοίξει κανονικά τα σχολεία, χωρίς ιδιαίτερα μέτρα, όπως άνοιξε το καλοκαίρι τον τουρισμό. Στην πλειονότητά τους τα παιδιά είναι ανεμβολίαστα, καθώς δεν έχει ανοίξει η πλατφόρμα για αυτές τις ηλικίες, και ήδη το ένα πέμπτο των κρουσμάτων είναι παιδιά. Που θα οδηγηθούμε με αυτή την τακτική;
Το άνοιγμα της οικονομίας, του τουρισμού, της εστίασης και γενικά η χαλάρωση των μέτρων και η αυξημένη κινητικότητα, μαζί με τη μετάλλαξη Δέλτα, ήταν αυτά που πυροδότησαν την αναζωπύρωση της πανδημίας. Χωρίς να έχει αλλάξει η επιδημιολογική εικόνα, προστίθενται η λειτουργία των σχολείων και ο κίνδυνος να αποτελέσουν εστία υπερμετάδοσης, αυξάνοντας σε μη διαχείρισιμα επίπεδα τα κρούσματα μέσα στον Σεπτέμβρη. Αυτό που χρειάζεται είναι, πρώτον, να γίνει προσπάθεια να εμβολιαστεί όσο γίνεται περισσότερος κόσμος, μέχρι να ανοίξουν τα σχολεία και να υπάρχουν αυστηρές προδιαγραφές (μείωση μαθητών/τάξη, αερισμός αιθουσών, μέτρα υγιεινής, μάσκες) και συνεχές testing. Δεύτερον, σύμφωνα με τα διεθνώς παραδεκτά στοιχεία και τις κατευθύνσεις που έχει δώσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, το CDC, το ECDC και η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα, πρέπει να εμβολιαστεί όσο γίνεται μεγαλύτερο κομμάτι του μαθητικού πληθυσμού άνω των 12 ετών. Είναι κρίσιμος κρίκος το σχολείο, γι’ αυτό πρέπει να υπάρξει συστηματική και έγκυρη ενημέρωση και προγράμματα Αγωγής Υγείας. Κάτι που δεν έχει γίνει με οργανωμένο τρόπο μέχρι στιγμής και εξηγεί -σε ένα βαθμό- το «βάλτωμα» του εμβολιαστικού προγράμματος.
Ήδη από την 1η Σεπτέμβρη ξεκίνησε η αναστολή των αδειών και τέθηκε σε εφαρμογή ο νόμος για την αναστολή εργασίας όσων υγειονομικών δεν καταθέτουν πιστοποιητικό εμβολιασμού. Είναι ακόμα υψηλό το ποσοστό των ανεμβολίαστων στους υγειονομικούς. Η κυβέρνηση επέλεξε την ολομέτωπη σύγκρουση. Τι θα έπρεπε να είχε γίνει; Τι μπορεί να γίνει;
Είναι αυτονόητη ηθική υποχρέωση και τήρηση βασικών κανόνων επαγγελματικής δεοντολογίας, ο εμβολιασμός των υγειονομικών. Κανείς δεν μπορεί να υπερασπιστεί το «δικαίωμα» ενός υγειονομικού να φροντίζει ευάλωτους ασθενείς ανεμβολίαστος. Από την άλλη, δεν θεωρούμε ότι η κυβέρνηση έχει το «δικαίωμα» να καταφεύγει σε μέτρα μη αναλογικού χαρακτήρα, όπως είναι η υποχρεωτική αργία, η στέρηση μισθού στο δημόσιο και η απόλυση στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό είναι κοινωνική βαρβαρότητα που θα φέρει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο. Η κυβέρνηση οχτώ μήνες τώρα δεν έκανε τίποτα για να προωθήσει το συνειδητό και εκούσιο εμβολιασμό, να άρει επιφυλάξεις και να εξαντλήσει τα περιθώρια συναινετικών λύσεων. Έρχεται στο «και πέντε» να εκβιάσει και να απειλήσει με το φόβο της ανεργίας και της ανέχειας. Η υποχρεωτική αργία για περίπου 10.000 υγειονομικούς θέτει σε διακινδύνευση την ευστάθεια του ΕΣΥ στην αιχμή του τέταρτου κύματος. Εμείς προτείναμε αναστολή εφαρμογής του νόμου, εκτόνωση της κρίσης, προσπάθεια χάραξης ενός κοινά συμφωνημένου δρόμου προς τον τελικό στόχο που είναι ο καθολικός εμβολιασμός. Σε κάθε περίπτωση, η υπόθεση της συλλογικής ανοσίας και γενικά της αποτελεσματικής διαχείρισης της πανδημίας δεν κρίνεται από τον εμβολιασμό των εργαζομένων στις δομές υγείας και πρόνοιας. Εάν δεν τροποποιηθεί η εμβολιαστική στρατηγική και δεν καλυφθούν οι εστίες ανεμβολίαστου πληθυσμού όλων των κατηγοριών και ειδικά των υπερηλίκων, είναι χαμένο το παιχνίδι. Συμφωνούμε με την εισήγηση της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής για στοχευμένη και επιλεκτική υποχρεωτικότητα, με ισχυρές δικλείδες ασφαλείας από άποψη εργασιακών δικαιωμάτων και αφού εξαντληθούν όλα τα περιθώρια πειθούς και ενδιάμεσων λύσεων (πχ. μετακινήσεις από τμήματα αιχμής). Η κυβέρνηση κινείται στη λογική της επιβολής και του τιμωρητισμού, προωθώντας ταυτόχρονα τη γενικευμένη υποχρεωτικότητα. Ξεκινά από τους υγειονομικούς, θα προχωρήσει με τους ένστολους, τους εκπαιδευτικούς κ.ο.κ. Οι ευρωπαϊκές χώρες –πλην της Γαλλίας και της Ιταλίας– δεν κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση.
Μελέτη της ΚΑΠΑ Research για το προφίλ των εμβολιασμένων και των ανεμβολίαστων εντοπίζει ένα νέο διαχωρισμό στην κοινωνία και συμπεραίνει πως οι ανεμβολίαστοι –ένα ετερογενές μείγμα– σταδιακά ταυτίζονται με τους αντιεμβολιαστές – μια συμπαγή μάζα. Επίσης, σημειώνεται ότι το 85% των ανεμβολίαστων είναι αμετάπειστο. Είμαστε μπροστά σε μια εκρηκτική ύλη.
Το ποσοστό ανεμβολίαστων που δήλωνε αμετάπειστο πριν λίγους μήνες ήταν γύρω στο 40%. Αυτή η μεταστροφή δείχνει ότι η κυβερνητική μεθόδευση «σπρώχνει» κόσμο που έχει αμφιβολίες, ερωτηματικά, που δυσπιστεί και φοβάται, στο σκληρό μπλοκ των αντιεμβολιαστών. Είναι πια σαφές ότι υπάρχει μια κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στην Πολιτεία, τους θεσμούς της, την κυβέρνηση και γενικότερα απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Είναι πτυχή αυτής της κρίσης το αντιεμβολιαστικό ρεύμα. Επομένως απαιτούνται μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και ασφάλειας στην κοινωνία. Χρειάζονται συντονισμένες παρεμβάσεις και δράσεις Αγωγής Υγείας, στοχευμένες καμπάνιες σε ειδικά ακροατήρια και διαφοροποιημένη επικοινωνιακή στρατηγική, η οποία θα αποδομεί τα επιχειρήματα κατά των εμβολίων και θα περιορίζει το σκληρό πυρήνα των αρνητών. Είναι πια ζήτημα όχι μόνο υγείας αλλά και δημοκρατίας. Δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση, μια κρίση δημόσιας υγείας να μετατραπεί σε κρίση δημοκρατίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ που έχει εντοπίσει πάνω από έξι μήνες αυτό το πρόβλημα, καλώντας την κυβέρνηση να κάνει στοχευμένη καμπάνια, γιατί δεν πήρε την ευθύνη πάνω του να την κάνει μόνος του;
Θα το κάνει τώρα, παρότι είναι πρωτίστως κυβερνητική ευθύνη. Έχει δρομολογηθεί με την πρόσφατη απόφαση του Πολιτικού Κέντρου του ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ. Φάνηκε ότι ήταν επιβεβλημένη αυτή η δημόσια τοποθέτηση, για να μην έχει κανείς πια την αίσθηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν παίρνει αποφασιστικά θέση υπέρ του μαζικού εμβολιασμού. Με την καμπάνια προώθησης του εμβολιασμού στέλνουμε το σήμα ότι χρειάζεται κοινωνική συστράτευση και ένα ενιαίο μέτωπο απέναντι στο σκοταδισμό και τη συνωμοσιολογία, που όπως βλέπουμε έχει ακροδεξιό-εθνικιστικό-αντιδραστικό πρόσημο.
Τι ήταν αυτό που εμπόδισε τον ΣΥΡΙΖΑ να διατυπώσει με σαφήνεια τη θέση του και να αντιμετωπίσει με επάρκεια το προηγούμενο διάστημα τοποθετήσεις που δημιουργούσαν αμφιβολίες;
Δεν υπάρχει καμιά σοβαρή αμφισβήτηση διεθνώς, κανένα επιστημονικό ντιμπέιτ στη χώρα μας ή στον υπόλοιπο κόσμο, για την αναγκαιότητα και την αξία των εμβολιασμών. Δεν υπάρχει επιστημονικό δίλημμα. Το θέμα είναι καθαρά πολιτικό. Θέλουμε να παίξουμε ένα θετικό ρόλο στην υπέρβαση αυτής της κρίσης, με τις λιγότερες απώλειες, με την κοινωνία όρθια, με στήριξη του ΕΣΥ, με προστασία της δημόσιας υγείας; Ή θέλουμε να έχουμε σχέσεις πολιτικής εκπροσώπησης με το λεγόμενο αντιεμβολιαστικό ρεύμα; Θα ταχθούμε με την επιστημονική γνώση και τον ορθολογισμό, θα συστρατευθούμε σε αυτή την υπόθεση ενεργά αναδεικνύοντας το θέμα των ανισοτήτων και της πατέντας; Ή θα επιδιώξουμε να κρατήσουμε επαφή και με άλλα ακροατήρια; Αυτό είναι το κρίσιμο πολιτικό ερώτημα και η συλλογική απάντηση έχει δοθεί με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο.
Εδώ και ενάμιση χρόνο, το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ έχει μπει σε αναστολή λειτουργίας. Τα κόμματα της Αριστεράς είναι ζωντανοί οργανισμοί και για να παραμείνουν τέτοιοι πρέπει να λειτουργούν στον χώρο τους. Τι πρωτοβουλίες πρέπει να παρθούν;
Η πανδημία λειτούργησε «ακρωτηριαστικά» στην πολιτική μας λειτουργία και στη δυνατότητά μας να παρέμβουμε στις εξελίξεις, έχοντας καθημερινή επαφή με την κοινωνία, τους προβληματισμούς και τις αγωνίες της. Ήταν τρομερά επιζήμια αυτή η συνθήκη και είναι ζωτικής σημασίας να αναθερμανθεί η συλλογική κομματική λειτουργία. Είναι σημαντικό σε αυτή τη φάση να ενισχύσουμε ένα υβριδικό μεν αλλά πιο συμμετοχικό μοντέλο. Ο κόσμος μας έχει πολύ μεγάλη ανάγκη να βρεθεί και να συζητήσει. Θα πρέπει να συνδυάσουμε τις τηλεδιασκέψεις με ανοιχτές εκδηλώσεις, περιοδείες, συναντήσεις σε χώρους εργασίας, τηρώντας προφανώς όλα τα μέτρα προστασίας. Έτσι θα ενισχυθεί το πολιτικό ηθικό των αριστερών και προοδευτικών ανθρώπων και η ελπίδα ότι είναι εφικτή η αλλαγή πορείας στα πολιτικά πράγματα. Ορόσημο στην πολιτική μας αντεπίθεση πρέπει να είναι το Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, με κανονικές διαδικασίες. Η Προγραμματική Συνδιάσκεψη καλώς έγινε διαδικτυακά, αλλά έχει δείξει πια τα όριά του αυτό το μοντέλο λειτουργίας. Πρέπει να πάμε σε μια καλά προετοιμασμένη προσυνεδριακή διαδικασία, όπου τα μέλη μας θα πουν την άποψή τους και θα συνεισφέρουν στη διαμόρφωση της πολιτικής μας με άμεσο και παραγωγικό τρόπο.
Πηγή: Η Εποχή