Macro

Βασίλης Παπαστεργίου: Σκέψεις και λίγες αναμνήσεις από τον Μίκη

1. Ο Μίκης 1960-1967: ένας κομήτης
Ο Μίκης εισβάλλει στο μουσικό προσκήνιο το 1960 με τον Επιτάφιο. Ο όρος “εισβολή” δεν είναι υπερβολικός, γιατί πολύ σύντομα γίνεται προσωπικότητα πρώτου μεγέθους. Ας σκεφτούμε ότι μόλις τρία χρόνια μετά είναι πρόεδρος της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, πρότυπο της νεολαίας, μουσικός τεράστιας αποδοχής και πολιτικό στέλεχος πρώτης γραμμής. Ταυτόχρονα, η περίοδος αυτή -μέχρι την χούντα- είναι εντυπωσιακά δημιουργική καλλιτεχνικά. Επιτάφιος, Άξιον Εστί, Μαουτχάουζεν, Μικρές Κυκλάδες, Πολιτεία, Όμορφη Πόλη, Λιποτάκτες, Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού, Αρχιπέλαγος, Ρωμιοσύνη.
Διαβάζοντας στοιχεία της δραστηριότητας του Μίκη από τον φάκελό του που δημοσίευσε η Εφημερίδα των Συντακτών μένεις κατάπληκτος από την πυκνότητα αυτής της δραστηριότητας. Περιοδείες, ομιλίες σε όλη την Ελλάδα, Βουλή, διαδηλώσεις, οργάνωση των Λαμπράκηδων και ταυτόχρονα αυτή η πυρετώδης καλλιτεχνική δραστηριότητα.
Απίστευτα πράγματα, απίστευτα μεγέθη.
Πολλές ζωές σε μία, δεκαετίες μέσα σε επτά χρόνια.
2. Ο Μίκης, ένας ανανεωτής του τραγουδιού.
Ο Μίκης προσγειώνεται στο ελληνικό τραγούδι όχι μόνο με εμπνεύσεις και μελωδίες αλλά και με καταστατικές αρχές για το ελληνικό τραγούδι. Δεν φτιάχνει απλά τραγούδια, αλλά τροποποιεί το σκηνικό στο ελληνικό τραγούδι. Επί της ουσίας φτιάχνει ένα νέο είδος τραγουδιού, που ο ίδιος ορίζει ως έντεχνο – λαϊκό. Αν δεν κάνω λάθος, ο όρος “έντεχνο” εισάγεται από τον Μίκη, άσχετα αν οι σημερινές επιβιώσεις του είδους δεν έχουν τόση σχέση με την τεχνοτροπία του Μίκη.
Συχνά αναφέρουμε την σημαντική συμβολή του Χατζιδάκι στην ανάδειξη της λαϊκής μουσικής μέσω της γνωστής διάλεξης για το ρεμπέτικο κλπ. Όμως ο Μίκης ήταν αυτός που έφερε τα λαϊκά όργανα – και ιδίως το μπουζούκι – πραγματικά στο προσκήνιο.
Ο Μίκης θα μπορούσε να σταδιοδρομήσει ως ένας ακόμα πολύ καλός συνθέτης του ελαφρού τραγουδιού, εξάλλου είχε κερδίσει το 1961 και το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ του ΕΙΡ.
Επέλεξε αντ’αυτού, να επιχειρήσει να κάνει κάτι εντελώς διαφορετικό. Οι καταστατικές αρχές του Μίκη μεταξύ άλλων ήταν η σύνδεση της τέχνης και ιδίως του λόγου των ποιητών με τον λαό, η ανάδειξη των λαϊκών οργάνων και η εξάπλωση της πνευματικής δραστηριότητας σε όλο το φάσμα της επικράτειας ως μέσο πολιτικής παρέμβασης. Νομίζω ότι δεν είναι λίγα πράγματα.
3. Ο Μίκης στη χούντα. Αγώνας και απογοήτευση, απογοήτευση και αγώνας.
Η χούντα νομίζω ότι κλόνισε βαθιά τον Μίκη όπως και χιλιάδες αριστερούς. Η ΕΔΑ είχε αποτύχει να εμποδίσει την εκτροπή και ταυτόχρονα η κρίση μέσα στην αριστερά (διάσπαση του ΚΚΕ, επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία) νομίζω ότι τον οδηγούν σε μια επανεκτίμηση της κατάστασης με στοιχεία βαθιάς απαισιοδοξίας. Οι στίχοι που γράφει για τα τραγούδια του Ανδρέα είναι χαρακτηριστικοί
Σου είπαν ψέματα πολλά
ψέματα σήμερα σου λένε ξανά
αύριο ψέματα ξανά θα σου πουν
ψέματα σου λένε οι εχθροί σου
μα κι οι φίλοι σου
σου κρύβουν την αλήθεια
Ψεύτικη δόξα σου τάζουν οι ψεύτες
μα κι οι φίλοι σου
σε ψεύτικες αλήθειες σε κοιμίζουν
ξυπνάς με ψεύτικα όνειρα
πού πας με ψεύτικα όνειρα
Καιρός να σταματήσεις
καιρός να τραγουδήσεις
καιρός να κλάψεις και να πονέσεις
καιρός να δεις
Ο πεσιμισμός, σε συνδυασμό με τις περιπέτειες εκείνης της περιόδου (παρανομία, φυλακές Αβέρωφ, Ζάτουνα, Ωρωπός) νομίζω ότι αποτυπώνονται και στα τραγούδια της περιόδου που συχνά ταλαντεύονται ανάμεσα στις ανάγκες του αγώνα και στην μελαγχολία της ήττας. Η αρχικά έντονα κριτική στάση του Μίκη απέναντι στην ηγετική ομάδα του ΚΚΕ και μετέπειτα η ρήξη του με το ΚΚΕ εσωτερικού νομίζω ότι συμβαδίζουν με αυτές τις σκέψεις. Ο Μίκης οδηγείται σε μια ριζική αμφισβήτηση, πρώτα από όλα της κομματικής γραφειοκρατίας, αλλά και της δομής της οργάνωσης της παραδοσιακής Αριστεράς. Αυτά αποτυπώνονται και στα κείμενά του εκείνη την περίοδο. Μετά την χούντα εξάλλου θα συνδεθεί (μέχρι το 1978) με την μικρή μεταδικτατορική ΕΔΑ που ήταν μια προσπάθεια υπέρβασης της κομμουνιστικής ταυτότητας.
Πλευρές αυτής της διανοητικής κατάστασης θα επιβιώσουν στην μεταπολιτευτική του δραστηριότητα με την μελοποίηση των στίχων του Αναγνωστάκη στις Μπαλάντες και του Λειβαδίτη στα Λυρικά.
Μέσα στη χούντα νομίζω ότι ο Μίκης κρατήθηκε από το εκρηκτικό του ταμπεραμέντο και από τις ανάγκες του αγώνα που εκτόπισαν σε ένα βαθμό τον πεσιμισμό του και τον έκαναν να οργώσει τον κόσμο με συναυλίες αλληλεγγύης.
Μετά την πτώση της χούντας, ο χείμαρρος της μεταπολίτευσης, αυτό το ποτάμι ενθουσιασμού που θυμόμαστε όλοι και όλες όσοι ζήσαμε εκείνα τα χρόνια έστω σαν παιδιά, τον παρασέρνει – και τον καθοδηγεί και ο ίδιος – στις μεγάλες συναυλίες, στα στάδια που το κλίμα είναι εντελώς άλλο.
Ωστόσο αυτή η πεσιμιστική πλευρά του Μίκη με αγγίζει ιδιαίτερα. Ήταν ένας άλλος, “μαύρος” Μίκης, αρκετά διαφορετικός από τον φλογερό συνθέτη και καθοδηγητή που θυμόμαστε στις συναυλίες της μεταπολίτευσης, που προσέγγισε από μια άλλη οπτική την αλήθεια και τους όρους της στράτευσης.
4. Αναμνήσεις από τον Μίκη.
Στην πραγματικότητα τον είδα δύο φορές.
Δύο, αλλά χαρακτηριστικές.
Την πρώτη, το 1984 είχε έρθει στα Τρίκαλα να μιλήσει σε συγκέντρωση του ΚΚΕ για τις ευρωεκλογές. Αν και δεν ήμουν του κλίματος του ΚΚΕ, πήγα, όπως πηγαίναμε σχεδόν σε όλες τις συγκεντρώσεις τότε. Ο Μίκης ήταν χειμαρρώδης ομιλητής και πρέπει να πω ότι είχε και ένα ωραίο και ιδιαίτερο χιούμορ. Κατά την διάρκεια της συγκέντρωσης έπιασε βροχή. Και ο Μίκης για να κρατήσει τον κόσμο ζήτησε κάποιον να τον συνοδεύει με μια κιθάρα και ολοκλήρωσε την συγκέντρωση τραγουδώντας.
Αν και είχα αρχίσει να προσεγγίζω το ΚΚΕ εσωτερικού και το ΚΚΕ δεν μου ήταν πολιτικά ιδιαίτερα ελκυστικό, πρέπει να πω ότι ζήλεψα.
Την δεύτερη φορά, το 1988 ο Μίκης άνοιξε το φεστιβάλ του μικρού πλέον Ρήγα Φεραίου το 1988 μετά την διάσπαση του ΚΚΕ εσωτερικού. Εγώ ήμουν πρωτοετής, φρέσκος στην Αθήνας και ένα από τα πρώτα μου βράδια βρέθηκα να βλέπω το παράδοξο ένας παγκόσμιας εμβέλειας συνθέτης να ανοίγει το φεστιβάλ μιας πολύ μικρής οργάνωσης.
Πολλές φορές δεν έχεις την συνείδηση ότι αυτό που παρακολουθείς είναι σημαντικό, καθώς εσύ έχεις άλλες έγνοιες. Έτσι κι εγώ εκείνο το βράδυ θυμάμαι ότι προσπαθούσα να βιώσω την εμπειρία του φεστιβάλ και της οργάνωσης, χάζευα τον – πολύ για τα δικά μου δεδομένα των Τρικάλων – κόσμο που έβλεπα και ταυτόχρονα έριχνα ματιές στον Μίκη, θεωρώντας ίσως ότι όλη η ζωή είναι μπροστά μας για να ξανασυναντηθούμε.
Ο Μίκης είχε τραγουδήσει ο ίδιος τα τραγούδια του. Ξέρω όλες τις ενστάσεις για τις τραγουδιστικές του ικανότητες, αλλά πρέπει να πω ότι εμένα εκείνο το βράδυ μου φάνηκε εντυπωσιακός.
Ξεκίνησε με το “Την πόρτα ανοίγω το βράδυ” και έκλεισε με το “Μιλώ” Δεν ήξερα κανένα από τα δύο.
Είναι δύσκολο να περιγράψω την εντύπωση που μου έκαναν σε μια ηλικία που βέβαια όλα είναι σχεδόν μαγικά.
Αλλά κυρίως ήταν μαγικός ο ίδιος και έτσι θα τον θυμάμαι πάντα.
5. Ο Μίκης μετά το 1989.
Το 1989 ο Μίκης έγινε υπουργός της ΝΔ.
Πολλές φορές γίνεται λόγος για το τέλος της μεταπολίτευσης. Νομίζω ότι το τέλος της μεταπολίτευσης έρχεται το 1989 με την συγκυβέρνηση ΝΔ-Συνασπισμού, δηλαδή την εμφατική διάρρηξη του δίπολου “δεξιά-αντιδεξιά” που χαρακτήρισε την μεταπολίτευση. Η εξέλιξη αυτή ενισχύθηκε από την συντηρητική στροφή του ΠΑΣΟΚ το 1985, αλλά και – φυσικά – από τα κοσμοϊστορικά γεγονότα του 89 σε ολόκληρο τον κόσμο. Το σκηνικό της μεταπολίτευσης δεν μπορούσε να ανασυσταθεί παρά την ικανότητα του Ανδρέα Παπανδρέου να αναβιώσει μερικά αυτή την αντίθεση την περίοδο 1990-1993. Ο θάνατός του το 1996 σηματοδοτεί και το οριστικό τέλος αυτής της περιόδου, που όμως – όπως είπα – είχε ήδη εξαντλήσει την δυναμική της το 1989.
Η μεταπολίτευση δεν έκλεισε βέβαια γιατί ο Μίκης πήγε στην ΝΔ. Αλλά κατά ένα τρόπο οι επιλογές του εκείνη την περίοδο συμβάδισαν και συμβόλισαν εκείνη την εξέλιξη.
Τα χρόνια που ακολούθησαν ο Μίκης παρέμεινε στην ΝΔ για μια τριετία, έγινε αρχηγός της Σπίθας και τέλος ομιλητής στο συλλαλητήριο για το Μακεδονικό.
Προφανώς θεωρώ ότι όλες αυτές οι επιλογές ήταν λάθος. (Βέβαια, πρέπει να σημειώσω ότι αντιθέτως την περίοδο 2010-2012 με ενέπνεε η συμμετοχή του στις διαδηλώσεις για τα πρώτα μνημόνια.)
Εκείνο που με ενοχλούσε ωστόσο περισσότερο στον ύστερο Μίκη δεν ήταν τόσο οι πολιτικές του επιλογές, αλλά η συνεχής διατύπωση μιας από μέρους του ενόχλησης ότι το έργο του δεν αναγνωρίζεται, ότι ο ίδιος υπονομεύεται από τους πάντες, την ίδια στιγμή που η αναγνώριση ήταν πλέον καθολική.
Ήταν μια ιδιαίτερη επιμονή σε μια αβάσιμη αυτοθυματοποίηση την ίδια ώρα που η χώρα έδινε το όνομά του σε στάδια, κινηματογράφους, οδούς και πλατείες.
Ο δημιουργικός του κύκλος είχε σχεδόν ολοκληρωθεί, πράγμα που ήταν φυσιολογικό για έναν άνθρωπο στην ηλικία του, αν και πρέπει να πούμε ότι έβγαζε αξιόλογες δουλειές μέχρι και στα 70 του, πράγμα καθόλου εύκολο και δείγμα του μεγάλου του μεγέθους.
Σε σχέση με τις πολιτικές του επιλογές εκείνης της περιόδου, νομίζω ότι ο Μίκης πίστευε πάντα ότι εκφράζει αυθεντικά το “πνεύμα της ιστορίας”. Αγωνιούσε να συντονιστεί με το λαϊκό συναίσθημα και πολλές φορές πράγματι το κατάφερνε. Όταν όμως θεωρείς τον εαυτό σου σχεδόν μεταφυσικά εκφραστή της κίνησης του κόσμου, τα λάθη είναι αναπόφευκτα.
Δεν ξεχνώ αυτή την περίοδο. Αλλά δεν νομίζω ότι μπορεί να σκιάσει αυτό το πολύ σημαντικό που ήταν ο Μίκης.
6. Και τώρα τι;
Πολλοί φίλοι εκφράζουν την λύπη τους και την απαισιοδοξία τους για την έλλειψη μεγεθών σαν τον Μίκη στον δημόσιο βίο. Καταλαβαίνω, αλλά δεν συμφωνώ. Ο Μίκης υπήρξε και αυτό δεν αλλάζει. Τα τραγούδια θα είναι πάντα εκεί και οι νέες γενιές θα τα ανακαλύπτουν. Αυτά είναι η παρακαταθήκη.
Βλέπουμε αυτές τις μέρες φωτογραφίες με όλες αυτές τις μεγάλες προσωπικότητες μιας άλλης εποχής. Ο Μίκης ήταν ίσως ο τελευταίος των μεγάλων. Ο κύκλος έκλεισε, αλλά το έργο μένει.
7. Χατζιδάκις ή Θεοδωράκης;
Για όλους αυτούς τους λόγους – ή και παρ’όλους αυτούς- στο σχετικό δίλημμα απαντώ ότι ήμουν και είμαι πάντα Θεοδωρακικός.
Βάζω αυτή την κάπως αστεία φωτογραφία του Μίκη με την ορχήστρα του (Διδίλης, Πανδής και άλλοι) με καουμπόικα καπέλα από συναυλίες που έκανε στην Αυστραλία το 1972. Ο θάνατος – ακόμα και σε αυτή την ηλικία – είναι μια βαριά στιγμή, αλλά μέσα στο πένθος μπορεί να υπάρχει και το αστείο, ιδίως όταν ο αποθανών έφυγε σε μεγάλη ηλικία και ήταν και χιουμορίστας ο ίδιος.
Και για το τέλος ένα από τα τραγούδια που άκουσα εκείνο το βράδυ του 1988 και από τότε με συντροφεύει συνέχεια.
Βασίλης Παπαστεργίου
Ανάρτησή του στο Facebook