Το άρθρο του Δημήτρη Γιατζόγλου στην «Εποχή» της 5ης–6ης Ιουνίου για την απόπειρα μετατόπισης της Αριστεράς (βλέπε ΣΥΡΙΖΑ) στη χώρα μας προς το πολιτικό «Κέντρο» και στον «μεσαίο χώρο» ως ένα Eldorado συγκρότησης μιας προοδευτικής και όχι αριστερής πολιτικής ατζέντας, με έβαλε σε σκέψεις. Με προβλημάτισε ειδικότερα κατά πόσο οι εξελίξεις που δρομολογήθηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ μετά την εκλογική ήττα του 2019, μπορούν να βρουν αντιστοιχίες στο πολιτικό σχέδιο του «νέου Κέντρου» ή του «τρίτου δρόμου», που συστηματοποιήθηκε τη δεκαετία του 1990 μετά την πτώση του «υπαρκτού» σοσιαλισμού, αφενός ως ιστορικός συμβιβασμός της σοσιαλδημοκρατίας με τον νεοφιλελευθερισμό (σοσιαλφιλελευθερισμός), αφετέρου ως υπέρβαση της διαιρετικής τομής Αριστεράς/Δεξιάς. Οι παρακάτω σκέψεις γεννήθηκαν από το άρθρο, σε αντιπαράθεση ή απλώς με αφετηρία κεντρικές απόψεις του συγγραφέα, προεκτείνοντας τη συζήτηση.
Ενεργή η διαιρετική τομή Αριστερά/Δεξιά
Να πω ευθέως ότι, αντίθετα με τον Δημήτρη Γιατζόγλου, δεν θεωρώ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ–ΠΣ προσανατολίζεται σήμερα στην άρση της διαιρετικής τομής Αριστερά/Δεξιά, παρόλο που ο αρχηγός του φλέρταρε αρχικά, μετά τον Ιούλιο του 2019, με την ιδέα της συγκρότησης μιας μεγάλης «δημοκρατικής παράταξης», της οποίας η ο ΣΥΡΙΖΑ θα αποτελούσε συνιστώσα. Προς το παρόν, μετά και από την προσθήκη στον τίτλο του κόμματος του όρου «Προοδευτική Συμμαχία», ούτε η ηγεσία του ούτε καμία από τις τάσεις του προωθεί ένα τέτοιο πολιτικά αυτοκτονικό σχέδιο, που βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με την κοινωνική και πολιτική πόλωση στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και στον κόσμο. Ούτε η διακήρυξή του κόμματος, ούτε το σχέδιο προγραμματικών θέσεων παραπέμπουν σε κάτι τέτοιο.
Αντίθετα, μιλούν για τον οικολογικό και κοινωνικό μετασχηματισμό της οικονομίας σε συνδυασμό με τη διεύρυνση της δημοκρατίας, των ελευθεριών και των δικαιωμάτων και τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων. Θεωρώ ότι αυτό που παίζεται στον ΣΥΡΙΖΑ σήμερα δεν είναι εάν αυτός θα συνεχίσει να τοποθετείται στην Αριστερά, αλλά η διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του από την έκβαση της διαπάλης μεταξύ μιας κεντροαριστερής και μιας ριζοσπαστικής τάσης, με την πρώτη να επιθυμεί την πάσει θυσία επάνοδο στην εξουσία είτε με υποχωρήσεις απέναντι στο σύστημα, την «κοινή γνώμη» ή τον «μέσο ψηφοφόρο», είτε με λαϊκιστικές κορώνες και τη δεύτερη να αναζητεί τις θέσεις, την πρακτική και τις προϋποθέσεις που ενισχύουν την κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση στην προοπτική συγκρότησης μιας ευρείας κοινωνικής συμμαχίας για έναν κοινωνικό μετασχηματισμό που επιφέρει ουσιαστικές τομές στο σύστημα. Από την έκβαση αυτής της διαπάλης θα διαμορφωθούν οι συσχετισμοί δυνάμεων στο συνέδριο και στα νέα όργανα, το πολιτικό σχέδιο και το εκλογικό πρόγραμμα του κόμματος. Στην έκβαση της διαπάλης θα μετρήσουν καθοριστικά οι κοινωνικοί αγώνες και συσχετισμοί στο μετά–την–πανδημία διάστημα, καθώς και η αναδιαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού στο ίδιο διάστημα σε παγκόσμιο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που προκαλεί ήδη και θα προκαλέσει περαιτέρω μετατοπίσεις στην πολιτική και στη φυσιογνωμία των κομμάτων σε όλο το μήκος του πολιτικού φάσματος.
Καταθέτω αναλυτικότερες σκέψεις ως προς τα επί μέρους κομβικά σημεία του άρθρου:
- Μετατόπιση της προοδευτικής πολιτικής ατζέντας έξω από το πεδίο της αντίθεσης Αριστεράς/Δεξιάς προς το «πολιτικό Κέντρο». Στη σημερινή συγκυρία θεωρώ ότι δεν υπάρχει πουθενά «πολιτικό Κέντρο» για να οικοδομηθεί κάποιο πολιτικό σχέδιο σε σχέση με αυτό, ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Ευρώπη ούτε στις ΗΠΑ (δεν ξέρω παγκοσμίως). Αντίθετα, υπάρχει πολιτική πόλωση. Τα κεντροαριστερά σοσιαλιστικά – σοσιαλδημοκρατικά – δημοκρατικά κόμματα είτε μετατοπίζονται προς τα αριστερά για να επιβιώσουν (Ισπανία, Πορτογαλία), είτε καταρρέουν εκλογικά όταν εμμένουν στον σοσιαλφιλελευθερισμό (π.χ. SPD στη Γερμανία). Στις ΗΠΑ το Δημοκρατικό Κόμμα με τον Μπάιντεν έκανε αριστερή μετατόπιση σε σχέση με την περίοδο Ομπάμα και κέρδισε τις εκλογές. Από την άλλη τα κεντροδεξιά κόμματα (π.χ. Μακρόν στη Γαλλία, CDU στη Γερμανία) υφίστανται τον απηνή ανταγωνισμό από τα alt–right και ακροδεξιά κόμματα και μετατοπίζουν την ατζέντα τους. Στο ΚΙΝΑΛ το μεγαλύτερο μέρος των στελεχών του βρίσκεται πλέον στο ακραίο Κέντρο, παρά την αριστερόστροφη ρητορική της ηγεσίας του. Ποια πολιτικά «κεντρώα» εκλογική πελατεία θα προσεταιριζόταν ο ΣΥΡΙΖΑ, εγκαταλείποντας τη φυσιογνωμία του αριστερού κόμματος σε ένα τέτοιο πολιτικό σκηνικό, όταν μάλιστα έχει ήδη προσθέσει την «προοδευτική συμμαχία» στον τίτλο του; Οποιαδήποτε ιδεολογικο–πολιτική μετακίνηση προς το «Κέντρο» θα γίνει στο εσωτερικό του.
Πολιτικό σχέδιο και πρόγραμμα και ταξικές/κοινωνικές συμμαχίες
- Η προοδευτική ατζέντα του «πολιτικού Κέντρου» μετατοπίζει την εκπροσώπηση συμφερόντων από την εργατική τάξη στο «κοινωνικό Κέντρο» (μεσαία στρώματα). Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει δώσει κανένα δείγμα πρόθεσης να εγκαταλείψει την εργατική τάξη. Προσπαθεί απλά να διευρύνει –και πολύ ορθά– την επιρροή του στα μεσαία στρώματα, που μεγάλο μέρος τους καταστράφηκε ή προλεταριοποιήθηκε με τα μνημόνια, ψήφισε τον ΣΥΡΙΖΑ και τον έφερε στην κυβέρνηση. Τώρα με την πανδημία, ένα επιπλέον μέρος τους βρίσκεται πάλι στα πρόθυρα της καταστροφής και εγκαταλείπεται στην τύχη του από την κυβέρνηση της ΝΔ. Η συντριβή τους θα οδηγήσει στην ανεργία και χιλιάδες μισθωτούς. Άρα μία ταξική συμμαχία εργατικής τάξης – αυτοαπασχολούμενων, ελεύθερων επαγγελματιών, μικρών και μεσαίων επιχειρηματιών και αγροτών είναι προς το συμφέρον όλων των μερών και οφείλει να αποτυπωθεί αρχικά στις προγραμματικές θέσεις και αργότερα στο εκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Εξάλλου καμία πολιτική και κοινωνική αλλαγή δεν γίνεται από μία μόνο τάξη. Εφόσον ο οικολογικός και κοινωνικός μετασχηματισμός της οικονομίας, που περιγράφεται στις προγραμματικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ–ΠΣ, προϋποθέτει τη συγκατάθεση και την ενεργή συμμετοχή και συμπόρευση αυτοαπασχολούμενων, μικρο–μεσαίων επιχειρηματιών, αγροτών και μισθωτών, το κόμμα πρέπει να επιδιώξει τη συγκρότηση ενός κοινωνικού και ταξικού συνασπισμού εξουσίας πάνω σε ξεκάθαρες προγραμματικές βάσεις, όχι στη βάση ενός λαϊκισμού που τάζει τα πάντα στους πάντες, και έχοντας επίγνωση τόσο των κοινών, όσο και των ανταγωνιστικών συμφερόντων μεταξύ τάξεων και στρωμάτων. Συνεπώς δεν είναι η στροφή στα μεσαία στρώματα που θα κρίνει την «κεντροποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά το συγκεκριμένο περιεχόμενο του «κοινωνικού συμβολαίου» ή του ταξικού συμβιβασμού συμφερόντων, που θα προωθήσει μέσω του προγράμματος και του πολιτικού του σχεδίου, με σκοπό τη συγκρότηση ενός ηγεμονικού μπλοκ εξουσίας.
- Στο επίκεντρο της προσπάθειας μετατόπισης της Αριστεράς προς το «πολιτικό Κέντρο», σύμφωνα με τον Γιατζόγλου, είναι «ο νέος ιστορικός συμβιβασμός αγοράς–κράτους (που) είναι ο κεντρικός ρεαλιστικός στόχος της ζητούμενης προοδευτικής ατζέντας. Προϋποθέτει όμως τον πολιτικό αφοπλισμό του κόσμου της εργασίας, με την ακύρωση της πολιτικής του εκπροσώπησης στη βάση της τομής Αριστερά/Δεξιά». Όμως γιατί ο παραπάνω νέος ιστορικός συμβιβασμός στο πλαίσιο μιας «κεντρώας» προοδευτικής ατζέντας προϋποθέτει εξ ορισμού τον πολιτικό αφοπλισμό του κόσμου της εργασίας και την ακύρωση της πολιτικής του εκπροσώπησης στη βάση της τομής Αριστερά/Δεξιά; Ακριβώς το αντίθετο είναι λογικό να αναμένει κανείς. Όταν ο κεϋνσιανισμός και ο κρατικός παρεμβατισμός υποκαθιστούν τον μονεταρισμό, τη δημοσιονομική λιτότητα και την ανεξέλεγκτη λειτουργία της αγοράς, τότε ο συσχετισμός γίνεται ευνοϊκότερος για να ανακάμψουν οι δυνάμεις της εργασίας και οι συλλογικές μορφές οργάνωσής τους, που βρίσκονταν τις προηγούμενες δεκαετίες σε διαρκή υποχώρηση και στη χώρα μας είναι σήμερα υπό διάλυση. Η προοδευτική πολιτική ατζέντα του κεντροαριστερού Μπάιντεν διαψεύδει στην πράξη την παραπάνω απόφανση, συνδυάζοντας κεϋνσιανισμό και κρατική παρέμβαση στην οικονομία, με βελτίωση των μισθών και εργασιακών δικαιωμάτων και προγράμματα κοινωνικής πολιτικής.
Πρόγραμμα ριζοσπαστικής Αριστεράς στις δεδομένες συνθήκες
Το ίδιο και στα καθ’ ημάς. Το σχέδιο προγραμματικών θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ–ΠΣ βρίσκεται σε πλήρη διάσταση με τον «νέο ιστορικό συμβιβασμό», όπως ορίζεται παραπάνω. Τοποθετώντας την εργασία στο επίκεντρο του προτεινόμενου νέου αναπτυξιακού υποδείγματος, περιλαμβάνει προωθητικές θέσεις για τον κόσμο της εργασίας, σε συνδυασμό με την αύξηση του ρυθμιστικού και παρεμβατικού ρόλου του κράτους σε όλα τα πεδία οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Γι’ αυτό και το σχέδιο αποτελεί πρόγραμμα ριζοσπαστικής Αριστεράς και όχι «προοδευτική ατζέντα», παρόλο που λείπει η σαφής αναφορά στο εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο στο οποίο αντιστοιχεί, σε σχέση με το κυβερνητικό, ενώ θα μπορούσε να εμπλουτιστεί και να βελτιωθεί σημαντικά μέχρι το συνέδριο. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι πολλά από τα κοινωνικά υποκείμενα στα οποία το σχέδιο προγράμματος εμμέσως απευθύνεται, έχουν ηττηθεί κατά κράτος (συνδικάτα) ή μόλις αρχίζουν να επανεμφανίζονται (κοινωνικά κινήματα) και ότι θα πρέπει να ανακάμψουν τα επόμενα χρόνια, προκειμένου να διεκδικήσουν/εφαρμόσουν τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις (π.χ. 35ωρο) που το πρόγραμμα περιλαμβάνει.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι σε μια ταξικά πολωμένη κοινωνία, μια κεντροαριστερή «μετάλλαξη» του ΣΥΡΙΖΑ δεν οδηγεί σε ένα διακριτό εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο, που μπορεί να παράγει κοινωνική συσπείρωση και πολιτική διέξοδο απέναντι στον νεοφιλελεύθερο αυταρχισμό και τον δεξιό ριζοσπαστισμό της ΝΔ. Από την άλλη, δεδομένης της παγκοσμιοποίησης του καπιταλιστικού συστήματος, είναι δύσκολο να διαμορφωθεί ένα ριζοσπαστικό εναλλακτικό σχέδιο που να είναι ταυτόχρονα εφικτό και να μην διαψεύσει τις κοινωνικές προσδοκίες μετά από μια πιθανή εκλογική νίκη. Διότι ένα ρεαλιστικό ριζοσπαστικό σχέδιο απαιτεί όχι μόνο δραστήρια και μαζικά κοινωνικά υποκείμενα στη χώρα, αλλά και ευνοϊκές αλλαγές στους πολιτικούς συσχετισμούς δύναμης και στις πολιτικές της ΕΕ και ρυθμίσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Επικαθορίζεται, δηλαδή, από εξωτερικούς καταναγκασμούς που περιορίζουν τους βαθμούς ελευθερίας των πολιτικών επιλογών σε περίπτωση ανάληψης της διακυβέρνησης και, άρα, τη δυνατότητα υλοποίησης του. Ένα στρατηγικό αδιέξοδο οδηγεί μοιραία τον ΣΥΡΙΖΑ στον λαϊκισμό.
Κομματική λειτουργία – πολιτικό προσωπικό – ενσωμάτωση στο σύστημα
Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ–ΠΣ προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση θα εξαρτηθεί από την εσωκομματική αντιπαράθεση σε συνδυασμό με την ανάπτυξη κοινωνικών αγώνων στη μετά–την–πανδημία εποχή και τις εξελίξεις των πολιτικών συσχετισμών και συγκρούσεων σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Βρισκόμαστε σε μια ρευστή εποχή, ανάλογη με αυτή του μεσοπολέμου, αλλεπάλληλων δομικών κρίσεων του συστήματος και προσπαθειών επαναθεμελίωσής του σε νέες βάσεις (νέες πηγές άντλησης υπεραξίας) που δεν αφήνει χώρο για «κεντρώες λύσεις». Όπως τότε, έτσι και σήμερα απειλείται η δημοκρατία και αυτό μπορεί να αλλάξει άρδην τις πολιτικές προτεραιότητες. Ήδη η υπεράσπιση των συνταγματικών ελευθεριών στη χώρα μας απαιτεί την ενότητα της Αριστεράς και τη δημιουργία κοινωνικών και πολιτικών μετώπων ευρέως φάσματος. Τέλος, ανεξαρτήτως συγκυρίας, θεωρώ την περιθωριοποίηση των συλλογικών οργάνων λήψης αποφάσεων στο κόμμα και τη μετατροπή της πολιτικής σε επάγγελμα και ευκαιρία προσωπικής ανέλιξης για μεγάλο μέρος του πολιτικού του προσωπικού, όπως επισημαίνουν τόσο ο Γιατζόγλου στο άρθρο του, όσο και ο Τσουκαλάς στην τελευταία συνέντευξή του στην «Εποχή», ως μείζονες δομικού χαρακτήρα απειλές ενσωμάτωσης του ΣΥΡΙΖΑ στο σύστημα και κεντροαριστερής του μετάλλαξης. Αυτό καθιστά την απαίτηση και διεκδίκηση για τη δημοκρατική και συλλογική λειτουργία του κόμματος και διαφανείς και δημοκρατικές διαδικασίες ανάδειξης και τακτικής ανανέωσης του στελεχιακού του δυναμικού και πολιτικού του προσωπικού ύψιστης πολιτικής σημασίας και προτεραιότητας.