Σε λίγες μέρες θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Fairead το πρώτο ελληνικό βιβλίο με αφηγήσεις προσφύγων και μεταναστών σε πρώτο πρόσωπο. Ο τίτλος του, Από τα τρία σημεία του ορίζοντα. Ιστορίες ζωής προσφύγων και μεταναστών. Καρπός συνεντεύξεων που έγιναν με τη μεθοδολογία της προφορικής ιστορίας, αφουγκράζεται τον πολύχρωμο κόσμο ο οποίος κινείται μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας στις γειτονιές του υποβαθμισμένου κέντρου της Αθήνας, και μας προκαλεί να γεφυρώσουμε τις μεταξύ μας αποστάσεις. Το commonality εξασφάλισε ως προδημοσίευση μία απ’ αυτές τις μαρτυρίες, τη συνέντευξη του Μαυριτανού Αμίν Φαραχάτ, ο οποίος ζει κατάμονος στην Ελλάδα από το 2011 που ήταν δεκατριών χρονών, και μόλις πέρσι πήρε πολιτικό άσυλο.
«Γεννήθηκα στη Μαυριτανία, σε μια πόλη που τη λένε Νουαντιμπού, το 1997. Τώρα δηλαδή, είμαι πάνω από δεκαοκτώ χρονών. Οικογένεια… Δεν έχω οικογένεια. Μόνο μητέρα. Ο μπαμπάς μάς άφησε όταν έμαθε ότι η μαμά είναι έγκυος. Ούτε τον γνώρισα, ούτε θέλω να τον ξέρω. Δεν ήθελε παιδιά και μας άφησε. Εντάξει, με γέννησε η μαμά μου και, όταν ήταν να πάω σχολείο, χρειαζόμουν πολλά χαρτιά, έγγραφα. Αυτό δε γίνεται χωρίς τον μπαμπά και έπρεπε να τον ψάξουμε. Μας είπανε ότι πήγε στη Λιβύη για να πάει στην Ιταλία. Πήγαμε στη Λιβύη, μείναμε εκεί ένα χρόνο, τον ψάξαμε, τον ψάξαμε, δεν τον βρίσκαμε. Από κει πήγαμε στην Τουρκία για να έρθουμε στην Ελλάδα κι από κει να πάμε στην Ιταλία πάλι να τον ψάξουμε. Αυτά έγιναν όταν ήμουν έξι χρονών, το 2003.
»Θυμάμαι μόνο το ταξίδι. Θυμάμαι ότι μέναμε σ’ ένα δωμάτιο με τουαλέτα, μόνο αυτό. Φαγητό είχαμε, αλλά δε μας έφτανε. Στη Λιβύη που πήγαμε πάλι δούλευε η μαμά, καθαρίστρια, καμαριέρα, και μάζευε λεφτά. Όσο δούλευε, εγώ έμενα με φίλες της. Δε δούλευε όλη μέρα, τέσσερις πέντε ώρες. Ταξιδέψαμε στην Τουρκία, εκεί μείναμε άλλον ένα χρόνο. Κι εκεί έκανε την ίδια δουλειά. Ιστανμπούλ μέναμε και από κει πήγαμε στη Σμύρνη και από τη Σμύρνη εδώ με τη βάρκα. Όλο το ταξίδι ήταν παράνομο. Πληρώναμε και πηγαίναμε από τη Μαυριτανία στη Λιβύη με φορτηγό. Όταν ψάξαμε και δε βρήκαμε τον πατέρα μου πήγαμε Τουρκία. Μας είπαν ότι μπορούμε να τον βρούμε εκεί, αν πάμε Τουρκία. Μας το είπανε αυτοί που δουλεύουν μ’ αυτά τα πράγματα. Για να έρθουμε εδώ στην Ελλάδα από την Τουρκία θέλουμε πάλι χρήματα. Δούλευε η μαμά με μια φίλη, που ήταν από τη Συρία. Εντάξει, μάζεψε λίγα λεφτά και πήγαμε με τη βάρκα.
Και πού πήγες; Μυτιλήνη;
Περίμενε, θα σου πω… Μακάρι να φτάναμε. Πήγαμε βράδυ. Ήτανε Οκτώβριος. Χειμώνας. Δε θυμάμαι. Και πνίγηκαν οι άνθρωποι στη βάρκα. Ήταν και η μάνα μου μαζί μ’ άλλα άτομα. Κι ένας ψαράς μας βοήθησε και γυρίσαμε πάλι Τουρκία. Το 2005 έγινε.
Το είδες; Ήσουν μαζί της όταν έγινε αυτό;
Ναι, κοντά. Το έβλεπα μπροστά μου. Αλλά εμείς ήμασταν μικρά παιδιά και μας είχαν βάλει σωσίβια. Και πήγαμε Τουρκία και πήγα στη φίλη της μάνας μου από τη Συρία. Αυτή ήθελε να έρθει στην Ελλάδα. Ήταν στη βάρκα μαζί. Αλλά αυτή δεν πνίγηκε.
Η μαμά σου ήξερε να κολυμπάει;
Όχι, δεν ήξερε. Έμεινα πάλι μ’ αυτή την οικογένεια. Ζευγάρι ήταν, δεν είχανε παιδιά. Γι’ αυτό με κρατήσανε, για να με κάνουν σαν γιο τους. Και ήρθαμε. Αλλά τη δεύτερη φορά δεν ήρθαμε απ’ τη θάλασσα, φοβηθήκαμε. Ήρθαμε με τα πόδια απ’ την Αλεξανδρούπολη. Περπατήσαμε. Ήρθαμε εδώ, έμεινα μαζί τους. Πρώτα στην Αλεξανδρούπολη και μετά στα Χανιά. Το 2009 έφυγα. Ήθελα να προχωρήσω, να πάω μπροστά. Ιταλία… Αλλά δεν τα κατάφερα και ξαναγύρισα. Με τα πόδια έφυγα.
Πού βρήκες χρήματα;
Χωρίς λεφτά. Ήταν πολύς ο κόσμος. Καθένας βοηθάει τον άλλον. Αλλά δεν τα κατάφερα. Έφτασα μέχρι Ουγγαρία και ξαναγύρισα πάλι. Ξαναγύρισα πίσω με τα πόδια γιατί δε με άφησαν να περάσω τα σύνορα Ουγγαρίας με Αυστρία. Δε με πιάσανε, μας γύρισαν πίσω με το ζόρι, με ξύλο και με όπλα. Ξαναγύρισα στο ίδιο ζευγάρι. Στα Χανιά. Μόλις έγινε ο πόλεμος στη Συρία, το 2011, γύρισαν αυτοί. Και από τότε μένω μόνος μου.
Πόσο ήσουν τότε; Δώδεκα δεκατριών χρονών;
Ναι.
Δε φοβήθηκες να φύγεις ολομόναχος;
Ήμασταν παρέα μ’ αυτά τα παιδιά που ήθελαν και αυτά να φύγουν από την Ελλάδα. Είχα πει στην οικογένειά μου ότι θα φύγω, αλλά δε με άφηναν. Εγώ όμως ήθελα να φύγω, δεν μπορούσα να μείνω. Είχα στο κεφάλι μου και αυτό με τη μητέρα μου. Ακόμη τώρα το έχω. Φαντάσου τότε… Όχι, δε φοβήθηκα. Με αυτά που είδα εγώ στη ζωή μου όταν ήμουν μικρός… Εντάξει, δεν έχω καρδιά από τότε. Σκληρή καρδιά.
Και μετά;
Μετά πήγα Κόρινθο. Όταν έφυγαν αυτοί, τι να έκανα εγώ; Αυτοί έφυγαν το 2011 για τη Συρία. Εγώ έμεινα λίγο καιρό ακόμη με τους φίλους μου. Αλλά μου είπαν ότι υπάρχουν δουλειές στην Κόρινθο, ότι χρειάζονται εργάτες και πήγα. Κάθε πρωί ξεκινούσα, έξι με εξίμιση.
Εκεί πού έμεινες;
Πρώτα έμενα στον δρόμο. Με χαρτόνια κάτω, δίπλα από την εκκλησία, κάτω από ταράτσα, κάτι τέτοιο. Και κάθε πρωί πήγαινα στην πλατεία όπου περίμεναν εργάτες και δούλευα.
Πόσο καιρό έμεινες στον δρόμο;
Δε θυμάμαι. Αν ήταν ένα μήνας, θα ήταν καλά. Πολύ παραπάνω. Και έμενα και στα σπίτια που ήταν κλειστά. Θα σας πω την αλήθεια. Έσπασα το παράθυρο και έμπαινα και έβγαινα από το σπασμένο παράθυρο. Τι να έκανα;
Χρήματα για φαγητό είχες;
Αφού σας είπα, δούλευα. Είχα λεφτά, αλλά δε μου φτάνανε. Δε χρησιμοποιούμε μόνο για φαγητό. Ρούχα, σαμπουάν, σαπούνια, οδοντόβουρτσα… Πώς να μου φτάσουν τα λεφτά; Έμεινα όμως στην Κόρινθο και ας μην έφταναν τα λεφτά. Μέχρι που κάποια στιγμή με έπιασε η αστυνομία χωρίς χαρτιά. Στον δρόμο. Με σκούπα, πώς το λένε…
Πόσο ήσουν τότε;
Δεκαεπτά; Με έπιασαν, με έβαλαν στο κρατητήριο και ήθελαν να με στείλουν στο στρατόπεδο. Αλλά ήμουν μικρός, έμεινα για ένα δυο μήνες, μου έκαναν εξετάσεις για αίμα, για ούρα, ακτινογραφίες και τέτοια. Στέλνουν τα χαρτιά μου στον εισαγγελέα και λέει ότι αυτός πρέπει να κάνει εξετάσεις για να τον στείλουμε σε κανέναν ξενώνα. Και με στείλανε εδώ, στο Μοσχάτο. Το 2014.
Και πώς είναι εκεί;
Δεν είμαι εκεί. Έφυγα τον Ιούνιο. Έγινα δεκαοκτώ. Έτσι λέει ο νόμος. Με φιλοξένησε μια φίλη εδώ στην Αλεξάνδρας, και το βλέπω πως κι αυτή θα με διώξει σε λίγο.
Πήγαινες σχολείο όσο ήσουν στον ξενώνα;
Ναι, πήγα στο λύκειο.
Παρέες έκανες;
Παρέες; Όχι. Μου αρέσει μόνος μου. Τι μου έκανε ο άνθρωπος; Όλοι οι άνθρωποι; Έχω φίλους αλλά μόνο στο σχολείο. Έξω από το σχολείο όχι.
Τι κάνεις τις ώρες που είσαι έξω από το σχολείο;
Πάω στα Κάτω Πατήσια, αγοράζω τα τσιγάρα που είναι παράνομα, αυτά που κάνουν ένα ευρώ, πάω στον Πειραιά και τα πουλάω. Τι να κάνω; Έχω ψάξει παντού. Στην εφημερίδα, εκεί που βάζουν αγγελίες, όλο παίρνω τηλέφωνα, μου λένε «Δώσε μου τον αριθμό» και δεν παίρνει κανείς. Κουράστηκα. Εγώ θέλω μόνο να εργαστώ, να δουλέψω. Μια σταθερή δουλειά. Δεν είμαι νέος. Σε λίγο θα γεράσω. Εγώ είμαι έξυπνος, κυρία μου. Μαθαίνω γρήγορα. Όλες αυτές τις γλώσσες τις έμαθα μόνος μου. Τα γαλλικά τα έμαθα σε έξι μήνες.
Πώς φαντάζεσαι τη ζωή σου μετά από πέντε χρόνια;
Εγώ δε φαντάζομαι ότι θα ζω μετά από πέντε χρόνια. Αν δεν περάσεις από τις δυσκολίες που πέρασα εγώ, δεν μπορείς να με καταλάβεις. Μπορείς να με καταλάβεις, αλλά δεν μπορείς να αισθανθείς αυτό που αισθάνομαι εγώ».
* Η φωτογραφία είναι του Μάριου Βαλασσόπουλου, και εικονίζονται οι: Vahid Bejman, Marianna Bordea, Blessing Ibeakam, Fatiha Benradwan.